vendredi 7 août 2020

Κουρδισμένα βιολιά

...ην δε ο Ιωάννης ενδεδυμένος τρίχας καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού, και εσθίων ακρίδας και μέλι άγριον...

                                                    ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ  6


Είμαι στο ρέμα με τις λυγαριές μπροστά στο σπίτι μας. Είναι πρωί μετά την ανατολή του ηλίου. Βαδίζω μέσα στην απόλυτη ησυχία, δεν ακούγονται ούτε βελάσματα αιγοπροβάτων, ούτε γαυγίσματα σκυλιών, ούτε γκαρίσματα από τα γαιδούρια της γειτονιάς. Μόνο τα τζιτζίκια δειλά-δειλά τολμούν και κουρδίζουν τα βιολιά τους.

Αίφνης ακούγεται η θρηνώδης φωνή του Καζαντζίδη : ...θα σου κλείσω το στόμα με χίλια φιλιά και ας παν στην ευχή τα παλιά...

Ο Γιάννης ο Μαλλιάς έβαλε πάλι σε ενέργεια το ηλεκτρόφωνο. Κι εγώ που ήλπιζα να περάσω ήσυχες διακοπές στο χωριό.

Ανεβαίνω στο δρόμο. Πηγαίνω εκνευρισμένος προς το σπίτι του Μαλλιά να του κάνω συστάσεις να σταματήσει να βάζει τόσο δυνατά μουσική τον Ιούλιο, όσο θα μείνω εδώ, μετά ας κάνει όπως νομίζει. ΄Αμα δεν αλλάξει συμπεριφορά είμαι ικανός να φέρω την αστυνομία.

Προχωρώντας σκέφτομαι πως ο Γιάννης πέθανε πριν απο δέκα χρόνια και πως γίνεται να βάζει τραγούδια της νεοτητός του; Μήπως αναστήθηκε;

Τον βλέπω όρθιο μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού του, λευκός σαν σεντόνι, γερασμένος, είναι ντυμένος με ακατέργαστα δέρματα αιγοπροβάτων. Με κοιτάζει με έκπληξη και σαν να μου λέει πως φεύγει σε λίγο με το λεωφορείο. Θα πάει να το περιμένει στο καφενείο του Πολύμερου.




 

dimanche 2 août 2020

΄Ολοι θα ζήσουμε...

Καθώς ξυρίζομαι το πρωί  σκέφτομαι την οικονομική κατάσταση και τους περιορισμούς που επέβαλε η κυβέρνηση μετά το κλείσιμο των τραπεζών. Και ξαφνικά μέσα στη σκέψη μου στροβιλίζει ένα τραγουδάκι του Γιώργου Κοινούση : 
«΄Ολοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε κι εσύ με τα πολλά και ΄μεις με τα λίγα...»
Που το θυμήθηκα αυτό τώρα μετά από σαρανταδύο χρόνια. Τον θυμάμαι το 1973 στο κανάλι των Ενόπλων Δυνάμεων να το τραγουδά με μακρύ μαλλί, παντελόνι καμπάνα και πουκάμισο ανοιχτό, χωρίς γραβάτα. ΄Ηταν μια σπίθα αντίστασης, σαν κωδικοποιμένο μήνυμα ελπίδας, αυτή η μελωδία μαζί με την «Αφιλότιμη» που τραγουδούσε ο Διονυσίου. 
Μετά έγιναν τα επεισόδια στο Πολυτεχνείο και οχτώ μήνες αργότερα με τα γεγονότα του Ιουλίου τα ραδιόφωνα ξέρναγαν συνέχεια τα εμβατήρια του Θεοδωράκη : 
«Το παλικάρι έχει καϋμό κι εγώ στα μάτια το κοιτώ... 
Είμαστε δυό, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς...»
«Όλοι θα ζήσουμε...», σιγοτραγουδώ και στήνομαι στην ουρά για να πάρω τα εξήντα ευρώ που δικαιούμαι από το αυτόματο μηχάνημα.
Γύρω μου βλέπω θλιμμένα πρόσωπα, ορισμένοι σαν να δακρύζουν από την πολλή ανησυχία.
Τότε προς το τέλος της ουράς ακούγεται το τραγούδι του Κοινούση : 
«...εμείς δεν είχαμε χαρτί και ΄σύ είχες το Ρήγα, όλοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε...»
Πρόκειται για μιά ντουζίνα συνταξιούχων πενηνταπεντάρηδων με ξυρισμένα κρανία και γενειάδες ορθόδοξων ιερέων. Κάνουν χορευτικές κινήσεις ψάλλοντες :  
«Όλοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε...»
«Να που δεν τον θυμάμαι μόνον εγώ τον Κοινούση», σκέφτομαι. Η γενιά μου έχει τις ίδιες αναμνήσεις. 
Ένα σούσουρο γίνεται μεταξύ αυτών που προηγούνται και βρίσκονται πιο κοντά στο αυτόματο μηχάνημα αναλήψεως. Το μηχάνημα άδειασε, δεν δίνει πλέον χαρτονομίσματα.
Το πολύχρωμο πλήθος των πολιτών κατευθύνεται ορυμαγδόν προς την απέναντι πλευρά της πλατείας όπου υπάρχει υποκατάστημα άλλης τράπεζας. Οι πενηνταπεντάρηδες συνταξιούχοι ακολουθούν άδοντες : 
«Τα παιδιά τα παιδιά τα φιλαράκια τα καλά τα σνομπάρεις κι ούτε δίνεις σημασία πια καμμιά. Όλοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε...»



Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...