dimanche 27 septembre 2020

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (Απόσπασμα)

 Το 1918 τον πήραν στο στρατό. Κι ενώ τους άλλους συνομήλικους του τούς έστειλαν στο 5/42 σύνταγμα ευζώνων, αυτόν τον έστειλαν στη Χαλκίδα για εκπαίδευση. 

Μετά στον Πειραιά και απο ΄κει στη Σμύρνη όπου τα πλήθη των αμάχων τους υποδέχονταν ως ελευθερωτές.

Δεν γνωρίζω σε ποιό σώμα στρατού υπηρέτησε.

Τον σκέφτομαι συχνά και υποθέτω πως φεύγοντας απο το Τσερνοβίτι θα σιγοσφύριζε δημοτικά τραγούδια : 

Κώστα μ΄τα χιόνια λώσανε και τα πουλιά το λένε...

Κάτω στα δασιά πλατάνια, Διαμαντούλα, κάθονταν δυό παληκάρια...

Φθάνοντας στη Σμύρνη θα άκουγε απο παντού το τραγούδι της εποχής : 

Από τα πολλά που μούχεις καμωμένα, δεν σε θέλω πιά....

Και μετά όταν η σάλπιγγα επαναλάμβανε : Προχωρείτε, προχωρείτε...

...στο νού του είχε σφηνωθεί αυτό το λαϊκό τραγουδάκι, 

...τα σωθικά μου τάχεις μαυρισμένα, δεν σε θέλω πιά...

...και μέσα στα χαρακώματα όταν τραυματίστηκε στο γόνατο...

...δεν μ΄αρέσουν πλέον τα γινάτια, δεν ποθώ πιά τα γλυκά σου μάτια....

και όταν νοσηλεύτηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο κι άκουγε τα ουρλιαχτά των στρατιωτών που έπασχαν απο πριαπισμό και οι γιατροί, ως μόνη θεραπεία, τους έβαζαν μέσα στα πρησμένα πέη, που ήταν μαύρα σαν μελιτζάνες, πυρακτωμένες βελόνες, στο μυαλό του θα είχε τον ίδιο σκοπό... 

...παίζω και γελώ κι άλλην αγαπώ...

και όταν επανήλθε στη μονάδα του τον Απρίλιο του  1922 στη Μικρά Ασία και στις 2 Μαίου έστειλε τη μοναδική φωτογραφία, ( που έχουμε να τον θυμόμαστε ή για να ξέρουμε εμείς τα εγγόνια του, που δεν τον γνωρίσαμε, τι φάτσα είχε), αυτή την φωτογραφία που την έστειλε στην αδερφή του Κωνσταντία - ήταν παντρεμένη στις Ράχες με τον Αθανάσιο Χάδο - όπου της έγραφε το τυποποιημένο τετράστιχο που έγραφαν όλοι οι στρατιώτες στους συγγενείς τους : 

(στην πολυαγαπημένη μου αδερφή Κωνσταντία, 

λάβε κορμί χωρίς ψυχή και σώμα δίχως αίμα, 

λάβε και την φωτογραφία μου για να θυμάσε εμένα.), 

θα είχε πάντα στή σκέψη του αυτή τη μελωδία... 

...μάθε κι άλλη μια πως δεν σε θέλω πιά. 

Ούτε το τραγούδι για του Αϊτού το γιό δεν μπόρεσε να του το βγάλει απο το μυαλό.


΄Η μπορεί να είχε δεί την οπερέτα «Ο Βαφτιστικός», του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, όπου γελειοποιούσε του καραβανάδες που λουφάριζαν, και θα σιγοσφύριζε το ρυθμό... 

...απ΄την πρώτη στιγμή που σας είδα κι εγώ που μου ρίξατε τη ματιά...

...καθώς θα προχωρούσαν προς την Κόκκινη Μηλιά, με τους βιασμούς των γυναικών, τα καμμένα σπίτια, τα καμμένα σπαρτά, τις ομαδικές εκτελέσεις των λιποτακτών και θα γινόταν η κατάρευση, όταν τους αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι στο Αλή Βεράν μαζί με τον στρατηγό Τρικούπη...

...μου ανάψατε στα στήθη μια μεγάλη και τρανή φωτιά...


Δεν ξέρουμε πως τη γλίτωσε, πως κατάφερε να επιζήσει χωρίς νερό στην αλμυρή έρημο, σπάζωντας χαλίκι. Στο στρατόπεδο του Ουσάκ μπορεί να ήταν με τον Παναγιώτη του Θανάση  Βαλτινού και μαζί να επέστρεψαν στη Σμύρνη όπου τους παρέλαβε χύμα ο Ερυθρός Σταυρός με το ατμόπλοιο "Μαρίκα Τόγια".


Επιστρέφοντας στο Τσερνοβίτι βυθίστηκε στην σιωπή και στην ενοχή των επιζόντων. Μόνο άμα ήταν βαρύς ο χειμώνας στην Κανάλα, έλεγε πως έζησε αυτός χειμώνες στη Μικρασία όπου έβγαινες από το αντίσκηνο για κατούρημα το πρωί και το κάτουρο γινόταν πάγος μόλις άγγιζε το χώμα. 

Θυμόταν τις βρισιές των Τούρκων : adam namussuz domuz köpek. (Ανδρα αφιλότιμε, σκυλί, γουρούνι).





Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...