mercredi 25 mars 2020

Κούλα Μαστρογούλα (Μαστρογιάννη)


Κουρεύω το γιό μου Αθανάσιο με μια ηλεκτρική μηχανή. Κοντεύω να τελειώσω και τότε η μηχανή παθαίνει βλάβη. Πηγαίνω στο λουτρό να πάρω μιά μηχανή μικρότερη, την έχω για τα γατσιόμαλλα.
Επιστρέφωντας βρίσκω στη θέση του γιού μου την αόματη θεία μου  Κούλα Μαστρογούλα, είναι η μεγαλύτερη αδερφή της μητέρας μου. Φοράει μαύρα γυαλιά, κάθεται μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη του σαλονιού. Παρ΄όλη τη ηλικία της, (ενενηκοντούτις), τα μαλλιά της είναι κατάμαυρα. Πρέπει να τη χτενίσω, να την ετοιμάσω για την εκδήλωση που πρόκειται να συμμετάσχει στο σύλλογο των παλαίμαχων αγωνιστών. Στην αυλή την περιμένουν οι παλιοί της συμπολεμιστές. Οι επαναπατρισμένοι σύντροφοι, με ολόλευκα μαλλιά, καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες κάτω από τη γέρικη συκιά, καπνίζουν Σέρτικα Λαμίας και αφηγούνται τις εμπειρίες τους στα χωριά της Σιβηρίας όπου τους έστειλε ο Στάλιν.
Η θεία μου ήταν ανθυπολοχαγός του λεγόμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος». Μόλις είχε αποφοιτήσει από τη σχολή αξιωματικών, τραυματίστηκε σοβαρά στο πρόσωπο από θραύσματα όλμου. Ήταν Μεγάλη Τετάρτη, στις 20 Απριλίου 1949, έξω από το χωριό Λιδωρίκι. ΄Ετσι έχασε για πάντα τα μάτια της σε ηλικία είκοσι-πέντε χρονών.



lundi 23 mars 2020

Το τελευταίο καλοκαίρι

Το τελευταίο καλοκαίρι, που έζησα με τους γονείς μου, στο ΄Ανυδρο, ήταν το θέρος εκείνο του έτους 197...
Μόλις τελείωσα με τις εισαγωγικές εξετάσεις γύρισα αμέσως στο χωριό.
Κυριακή, μετά τη Θεία Λειτουργία, πήγα στον ελαιώνα να δω τις ελιές. Τα τζιτζίκια είχαν αρχίσει μιά συναυλία σε γρήγορο ρυθμό, με πολλαπλές παραλαγές, σαν σονάτα του Ντομένικο Σκαρλάτι.
Τα δυό τελευταία χρόνια είχα αφιερωθεί στην προετοιμασία των εξετάσεων, δεν είχα συμμετάσχει στις αγροτικές εργασίες όπως παλιότερα, όταν βοηθούσαμε, ο αδερφός μου κι εγώ, τους γονείς μας.
Στην περιοχή δεν υπάρχουν άλλες καλλιέργειες. ΄Οσο μπορεί να δει το μάτι από τη θάλασσα μέχρι τα βουνά υπάρχουν μόνο ελιές, το ίδιο γκριζοπράσινο χρώμα.
Το χωριό μας απλώνεται μόλις τελειώνουν οι λόφοι και αρχίζουν οι πλαγιές του όρους ΄Ορθρυς με τα πουρνάρια, τα σχοίνα, τις κουμαριές και τα θυμάρια. Ψηλά στα οροπέδια δεν υπάρχει αυτοκινητόδρομος, ούτε μουλάρια στο χωριό, έτσι τα χωράφια μένουν μπαΐρια.
Οι χωριανοί αγοράζουν ψωμί στα αρτοποιεία της Στυλίδος, άλλοι αγοράζουν αλεύρι, το ζημώνουν και το ψήνουν μόνοι τους.
Ο μυλωνάς εγκατέλειψε το μύλο, έφυγε από το ποτάμι, εγκαταστάθηκε με την οικογενειά του στο χωριό, εργάζεται στο εργοστάσιο υφαντουργίας, στο τμήμα συσκευασίας όπως ο πατέρας μου.
΄Εχει κτήματα με ελιές στην ίδια περιοχή, είμαστε συνορίτες. Την Κυριακή που πήγα βόλτα τον βρήκα να εργάζεται.
«Για να κρατήσουν τον καρπό τα δένδρα θέλουν ψέκασμα, τι λες θα ψεκάσετε σύντομα;»
«Θα ψεκάσουμε το συντομώτερο, περιμένουμε τις οδηγίες του γεωπόνου για φυτοφάρμακα.»
Ο μυλωνάς μίλησε για τις φήμες σχετικά με την μετακίνηση του εργοστασίου σε χώρα της Ασίας. Επίσημα δεν είχε ανακοινωθεί τίποτα. Δήλωσε την ανησυχία του, έψαχνε να βρει άλλη δουλειά.
Δεν ήξερα τίποτα, σκόπευα να ζητήσω δουλειά σ΄αυτό το εργοστάσιο ως εποχιακός για το καλοκαίρι.
«Αλήθεια έγραψες καλά στις εξετάσεις; ελπίζεις να μπεις;» με ρώτησε ο μυλωνάς με ειρωνικό χαμόγελο.
«Μάλλον είμαι μέσα, εκτός αν ανεβεί πολύ η βάση.»
«Δεν είστε για γράμματα εσείς, ο πατέρας σου έκανε βλακεία, πούλησε τα γίδια, θα σας έζωνε κοντά να φτιάξετε μιά κοπαδούρα, να γίνετε νοικοκυραίοι ρέ, τώρα πολεμάτε να ζήσετε με τα εργοστάσια!»
«Εσύ γιατί δεν φτιάχνεις;»
«Δεν έχω ιδέα από γιδοπρόβατα, εμείς δεν είχαμε ποτέ κοπάδια, μιά ζωή με το μύλο, πάππου, προπάππου μυλωνάδες είμαστε, έτυχε σ΄εμένα να τ΄αφήσω, τώρα δεν αλέθει κανένας, πήγα στο εργοστάσιο όπως όλοι, άργησα να κάνω οικογένεια, τα παιδιά μου είναι μικρά, έχω έξοδα, βιβλία, φροντιστήρια...»

Ανεβήκαμε στην κορυφή του λόφου, αγναντέψαμε τη θάλασσα, ανατολικά είναι η νήσος Εύβοια και δυτικά η πόλη της Στυλίδος.

Επέστρεψα στο χωριό. Ο αδερφός μου με περίμενε. Πρότεινε να πάμε για μπάνιο. Πήραμε το κόκκινο Datsun του πατέρα μας. Στη διαδρομή προς τη θάλασσα ακούγαμε τραγούδια ινδοαραβικής προελεύσεως από τοπικό ραδιοσταθμό με τη θρηνώδη φωνή του Καζαντζίδη :

«Την έδιωξα να πάει μακριά μου μα τώρα τη ζητάει η καρδιά μου...»

Στη θάλασσα πολλά τροχοφόρα ήταν σταθμευμένα άτακτα κατά μήκος της παραλίας.
Οι λουόμενοι ξαπλωμένοι στην άμμο λιάζονταν, άλλοι βουτούσαν με χαρούμενες φωνές.
Μπήκαμε στο νερό με δισταγμό, μας φαίνονταν κρύο, ύστερα βρέχοντας ο ένας τον άλλον, αφήνοντας κραυγές, προχωρήσαμε στα βαθιά.
Την προσοχή μας τράβηξαν δυό κορίτσια, έκοβαν βόλτες με ποδήλατα στο δρόμο με τις λεύκες.
«Το παίζουν ντίβες, είπε ο αδρερφός μου, στόχος μας πρέπει να είναι οι τουρίστριες.»
Κάναμε βουτιές, κολυμπώντας βγήκαμε και ξαπλώσαμε στην άμμο να στεγνώσουμε.
Οι ποδηλάτισσες έκαναν συνέχεια βόλτες.


Την επομένη πήγα στο εργοστάσιο, παρουσιάστηκα στο γραφείο προσωπικού, αλλά ο προϊστάμενος απουσίαζε. ΄Επρεπε να περιμένω. ΄Ηταν ένας άνδρας ασπρομάλλης, ξερακιανός, συνέχεια γυμνός από τη μέση και πάνω, όλο το καλοκαίρι το μόνο του ένδυμα ήταν ένα μπλε σορτς και πλαστικές καφέ παντούφλες. Κυκλοφορούσε πάντοτε με ένα παμπάλαιο ποδήλατο από το σπίτι του μέχρι το εργοστάσιο, με το ποδήλατο πήγαινε για ψώνια, και μ΄αυτό έκοβε βόλτες μέσα στο εργοστάσιο, επιθεωρούσε όλες τις πτέρυγες, αγέλαστος, διαρκώς νευριασμένος, εργαζόταν ασταμάτητα, συνέχεια κατσάδιαζε, έβριζε, αν κάτι δε γινόταν σωστά. Ζούσε μόνος του, κυκλοφορούσε η φήμη πως ήταν χωρισμένος, είχε δυό κόρες παντρεμένες στην Αθήνα. ΄Ολοι τον ξέραμε με το παρατσούκλι «ο γέρος». Με ήξερε και πίστευα πως ήταν ευχαριστημένος από μένα, ανησυχούσα όμως μήπως δεν ήθελε να με προσλάβει, επειδή ήρθα αργότερα σε σχέση με άλλους μαθητές.
Περιμένοντας κατέβηκα στις μηχανές, χαιρετούσα τους εργάτες, τα ίδια πρόσωπα όπως τήν περασμένη χρονιά.
Ο αδερφός μου εργαζόταν σε μιά ελαττωματική μηχανή, έκοβε συνέχεια το νήμα.
«Τι έγινε; θα σε πάρουν;»
«Δεν ξέρω ακόμα, ο γέρος έλειπε, τον περιμένω να ΄ρθει.»
«Τράβα τώρα, μπορεί να γύρισε, μη μας δει και ποιός τον ακούει.»

Ανεβαίνοντας προς τα γραφεία πέρασα από το τμήμα συσκευασίας. ΄Οσοι εργάτες ήταν εκεί με ρωτούσαν πως έγραψα στις εξετάσεις. ΄Υστερα μίλησαν για την παραγωγή. Τα ενδύματα ήταν όλα για εξαγωγή. Το εργοστάσιο έβγαζε κάθε μέρα πεντακόσια σακκάκια, εφτακόσια πουλόβελ και χίλια διακόσια παντελόνια.
Ο πατέρας μου και ο μυλωνάς έδειχναν τα υφάσματα, επαινούσαν την καλή ποιότητα.

Συνεχίζοντας πέρασα από το τμήμα ετοίμων ενδυμάτων. Η μητέρα μου, πλημμυρισμένη στον ιδρώτα, εργαζόταν σε μιά πρέσσα ατμού για το σιδέρωμα. Τα ενδύματα έφθαναν από το τμήμα ραπτομηχανών.

Στο γραφείο προσωπικού ο γέρος υπόγραφε μιά στοίβα κίτρινες καρτέλες. Τον βρήκα αλλαγμένο σαν να είχε γίνει το προσωπό του μιά θλιμμένη μάσκα.
Με ρώτησε γιατί δεν ήρθα με τους άλλους. Του εξήγησα τα σχετικά με τις εξετάσεις.
Με ρώτησε πως τα πήγα και τι ήθελα να σπουδάσω.
"Νομικά", απάντησα. Τότε θαύμαζα τον Κώστα Αβραάμ που ήταν ο δικηγόρος του πατέρα μου. Φανταζόμουν τον εαυτό μου με γκρίζο κουστουμάκι, λευκό υποκάμισο, μπλέ γραβάτα και μαύρα καλογιαλισμένα παπούτσια εγγλέζικου στυλ.
"Δικηγόρος θες να γίνεις; είπε ο γέρος, πρέπει να λες πολλά ψέματα, δεν είσαι τέτοιος εσύ."
Και πρόσθεσε : «Σε προσλαμβάνουμε με τον ίδιο μισθό, έλα αύριο το πρωί να σου πω τι ακριβώς θα κάνεις.»

΄Επαιρνα από την αποθήκη τα καρούλια με τα νήματα, τα έβαζα σε ένα μεγάλο καρότσι. Σπρώχνοντας πήγαινα πρώτα στο τμήμα με τις μηχανές, γέμιζα τις θήκες, έπειτα φόρτωνα στο καρότσι τα τόπια με το ύφασμα και πήγαινα στο τμήμα ραπτομηχανών. Ξεφόρτωνα τα υφάσματα, φόρτωνα τα έτοιμα ενδύματα για το τμήμα συσκευασίας.
Βρισκόμουν συνέχεια σε κίνηση, είχα καθημερινή επαφή με όλους τους εργάτες. ΄Ηξερα τι γίνεται σε κάθε πτέρυγα. Η πρόσληψη μου διέλυσε τις φήμες για απολύσεις. Στις συζητήσεις κυριαρχούσαν θέματα σχετικά με τα προβλήματα της δουλειάς.
Οι νέοι μιλούσαν για ποδόσφαιρο, οι γεροντότεροι  για το παρελθόν, τα εγκλήματα της Κατοχής και του Εμφυλίου...

Πέρναγαν οι ζεστές μέρες του καλοκαιριού. ΄Οταν δεν είχαμε βάρδια στο εργοστάσιο, πηγαίναμε στον ελαιώνα. Κάναμε εργασίες, όπως κόψιμο κλαδιών και άγριων χόρτων, ψέκασμα, πότισμα.
Ο πατέρας μου αφηγείται το παρελθόν, κρίνει το παρόν και συμβουλεύει για το μέλλον : Αν ο παπούς είχε ασχοληθεί με τα χωράφια, αν είχε κάνει λιγώτερα παιδιά, αν κατέβαινε νωρίς στα χαμηλά δεν θα τον σκότωναν οι άτακτοι δεξιοί το 1948 μετά από υπόδειξη ντόπιων κομμουνιστών. Και εάν ο ίδιος έκανε χρήση του νόμου που ευνοούσε τους στρατιώτες, όσους πολέμησαν στις τάξεις του Εθνικού Στρατού, την περίοδο 1945-1949, θα είχε τώρα μιά θέση στο δημόσιο, θα ζούσαμε καλύτερα, θα είχαμε λιγώτερα χρέη, θα είχαμε άλλες δυνατότητες, θα μαθαίναμε τουλάχιστον δύο ξένες γλώσσες, λογιστικά, κομπιούτερ, έτσι θα βρίσκαμε σίγουρα μιά καλή εργασία.
Πρέπει με κάθε τρόπο να πιαστούμε από την κρικέλα του κράτους και ο μικρός άμα δεν περάσει με την πρώτη θα τον στείλει αστυφύλακα, αυτά που έκανε μ΄εμένα τέλος, δεν υπάρχουν λεφτά για φροντιστήρια.
Ο ίδιος νυμφεύτηκε τριάντα-πέντε χρονών, έπρεπε να παντρευτούν πρώτα οι αδερφές του. Τα κτήματα της οικογένειας διαλύθηκαν για τις προίκες. ΄Οταν γεννηθήκαμε εμείς, είχαν μεγάλη φτώχεια. Με τρία μουλάρια κουβάλαγε ξύλα στα αρτοποιεία της Στυλίδος. ΄Εκοβε τα ξύλα στο δάσος. Κατάφερνε, με λαδώματα σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και χάρη στη μεσολάβηση ισχυρών παραγόντων από το σόϊ της μητέρας μου, να παίρνει άδεια από τη Νομαρχία για να κόβει ξερά ξύλα.
Πουλούσε κοπριές για τα λουλούδια. Η μάνα μας πουλούσε λάχανα, ελιές και αρωματικά βότανα  στη λαϊκή αγορά. Οι συμμαθητές, μας κορόϊδευαν μιμούμενοι το βέλασμα αιγοπροβάτων : «Μπεεε! έχασα τη γίδα.»
Μόλις έγιναν τα πρώτα εργοστάσια στην περιοχή, η μάνα μας εργάστηκε πρώτα σε βιομηχανία πλακιδίων, μετά σε βιομηχανία φαρμάκων και τώρα σε υφαντουργείο. Πούλησαν τα πρόβατα, τα γελάδια και τελευταία τα γίδια, μαζί με τα μουλάρια και το γάϊδαρο. Εχουμε ακόμη τρεις γίδες μανάρες και το τσοπανόσκυλο να μας θυμίζουν την ποιμενική μας καταγωγή.

Στο πανηγύρι πηγαίνουμε οικογενειακώς, κάθε χρόνο καθόμαστε στο καφενείο της πλατείας. Το γλέντι γίνεται το βράδυ της παραμονής. Τα όργανα έρχονται νωρίς το απόγευμα φορτωμένα σε ταξί. Οι μαγαζάτορες πάνω σε πλαστικά τελάρα στρώνουν μιά κουρελού, έτσι γίνεται η πρόχειρη εξέδρα για τους οργανοπαίκτες και την τραγουδίστρια. Μέχρι να ψηθούν τα σφαχτά κουρδίζουν τα όργανα, στήνουν την ηχητική εγκατάσταση, ένα, ένα-δύο, φωνάζει ο ειδικός ρυθμίζοντας τα κατάλληλα κουμπιά, ενώ συγχρόνως ακούγονται οι νότες της κιθάρας, του κλαρίνου και του ακορντεόν.
Μόλις νυχτώνει, έρχονται οι πρώτες παρέες. Την αρχή κάνει το κλαρίνο, ακολουθούν τα άλλα όργανα. Νόθα δημοτικά τραγούδια ανακατεμένα με ψευτορεμπέτικα της παρακμής :

«Της νυχτερίδας το φτερό έχεις μέσ΄την καρδιά σου
και κάνει θύμα όποιον δει η τρομερή ματιά σου...»

Η παρέα μας συγκεντρωμένη σε τρία τραπέζια περιμένει τη σειρά της για χορό. Εκτός από τις αδερφές του πατέρα μας μαζί μας είναι άλλοι συγγενείς και οικογενειακοί φίλοι.
Οι σερβιτόροι πηγαινοέρχονται, μεταφέρουν τα φαγητά και τα ποτά, η ψητή προβατίνα σε λαδόκολλα, οι μπύρες σε μεταλλικό κουτί, να μην μπορούν οι μερακλωμένοι πελάτες να σπάζουν μπουκάλια και ποτήρια. Η παρουσία της αστυνομίας διακριτική για την τάξη και την ασφάλεια. Τα όργανα της τάξεως πηγαινοέρχονται στην κουζίνα, βουτούν μεζεδάκια, στο ένα χέρι το κουτί της μπύρας, στο άλλο το τσιγάρο.
Οι παρέες κατά συγγενείς, αδέρφια, ξαδέρφια, γαμπροί, νύφες, εγγόνια, κουμπάροι, γλεντούν ήσυχα. Δίνουν παραγγελίες στα όργανα για χορό. Τα χαρτονομίσματα πέφτουν σαν πλατανόφυλλα, το κλαρίνο ζωηρεύει. Οι χορευτές φέρνουν γύρους πηδώντας και σφυρίζοντας. Οι συγγενείς τους θαυμάζουν χτυπώντας παλαμάκια. Οι γέροι θυμούνται τα νειάτα τους, σκουπίζουν κρυφά τα δακρυά τους. Είναι πρώην αριστεροί αντάρτες, πρώην ακροδεξιοί μαυροσκούφηδες, διώκτες των κομμουνιστών και άλλοι ουδέτεροι πολίτες. Τώρα γλεντούν όλοι μαζί, αρμονικά και μονιασμένα.

΄Οταν επιτέλους ήρθε η σειρά της παρέας μας για χορό πρώτος σηκώθηκε ο αδερφός μου. Αφού χόρεψε την Ιτιά και τον Αϊτό, παραχώρησε τη θέση του κορυφαίου σε άλλον. Σε λίγο ήρθε να με σηκώσει με το ζόρι να χορέψω, κάτι το γρήγορο, για το καλό. ΄Ομως εγώ ήμουν ανένδοτος, δεν υπέκυψα ούτε στις προτροπές του πατέρα μου. Δεν είχα κέφι, άλλοτε θα αρκούσε η θέα των δροσερών κοριτσιών για να στροβιλιστώ σε παραδοσιακούς ρυθμούς, όμως εκείνο το βράδυ μόνο μιά σκέψη με εμπόδιζε να διασκεδάσω αυθόρμητα : Η έκβαση των εξετάσεων.
Δυό ώρες μετά τα μεσάνυχτα οι περισσότερες παρέες είχαν φύγει. ΄Εμειναν λίγοι δεινοί γλεντζέδες, το έχουν τάμα, κάθε χρόνο να γλεντούν μέχρι πρωΐας.

Δεν ήμασταν μέλη του συνδικάτου, όμως πήγαμε στη συγκέντρωση. Η πλειοψηφία συμφώνησε με τη γνώμη της εισηγητικής επιτροπής : «Έπρεπε να προχωρήσουμε σε απεργία αφού οι διαπραγματεύσεις με την εργοδοσία δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.»
Ο γέρος το είχε δηλώσει καθαρά : «Αυξήσεις δεν επρόκειτο να γίνουν.»
΄Οσο για το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας πάλι μηδέν, δεν υπήρχε καμμιά διάταξη στη συλλογική σύμβαση του κλάδου. Ο νομικός σύμβουλος του εργοστασίου αράδιασε μιά σειρά από νούμερα, αντιπροσώπευαν το νόμο.
Μιά μειονότητα πέντε ατόμων είχε διαφορετική άποψη : Ο μισθός ήταν καλός. Ως ανταμοιβή για τις δύσκολες συνθήκες εργασίας χορηγούσαν μπουκάλια γάλα σε όλους, οι άδειες εκτός ποσοστού, οι προκαταβολές έναντι αποδοχών, ήταν οι αποδείξεις πως η εργοδοσία είχε καλή διάθεση.
Αυτά τα πέντε άτομα κατηγορήθηκαν ως τσιράκια του γέρου, κυρίως ο μυλωνάς.
Ο τρόπος που μιλούσε στους άλλους έδειχνε πως αυτός ήταν ο ηγέτης.
Την ημέρα της απεργίας οι εργάτες μαζεύτηκαν μπροστά στο εργοστάσιο. Οι διαφωνούντες προσπαθούσαν να τους πείσουν να μπουν μέσα ν΄αρχίσουν δουλειά. ΄Εβριζαν την ηγεσία του συνδικάτου : «Μπολσεβίκοι, παλιοκουμμούνια, θα σας πιούμε το αίμα.»
Η ομάδα των πέντε προχώρησε να μπει στο εργοστάσιο. Τότε ομάδα απεργών τους έκλεισε το δρόμο. Ακολούθησε συμπλοκή με κλωτσιάς και μπουνιές. Αμέσως άλλοι ψύχραιμοι εργάτες μπήκαν στη μέση και τους χώρισαν.
Το αριστερό μάτι του μυλωνά ήταν μελανιασμένο.
Ο γέρος βγήκε από τα γραφεία, φώναξε : «Σαμποτέρ, θα σας απολύσω όλους, θα τινάξετε τη δουλειά στον αέρα, αναρχοφασίστες, αχάριστοι, κωλόπαιδα, θα σας κλείσω στη φυλακή!»
Η αστυνομία ανάγκασε όσους εμπόδιζαν την είσοδο ν΄απομακρυνθούν.
Η ομάδα των πέντε μπήκε στο εργοστάσιο.
Το μεσημέρι ο γέρος κάλεσε την ηγεσία του συνδικάτου. Ανακοίνωσε πως ήταν πρόθυμος ν΄αρχίσει διαπραγματεύσεις πάνω σε νέες βάσεις.
Την επόμενη εβδομάδα απολύθηκε ο μυλωνάς. Ο γέρος ήθελε να τον εκδικηθεί γιατί δεν φρόντισε να τον ειδοποιήσει εγκαίρως για τις κινητοποιήσεις των εργατών.
Μετά ακολούθησαν οι απολύσεις όλων των εποχιακών.
Το επιχείρημα του γέρου : «Οι προσλήψεις εποχιακών ήταν παράνομες.»
Δεν μας είχε δηλώσει. Φοβόταν τα φίδια που ήταν μέσα στο εργοστάσιο, εννοούσε τους συνδικαλιστές, μπορούσαν να του ετοιμάσουν κάθε είδους τζιρακλίκια.

Όμως, δύο εβδομάδες αργότερα, οι μέτοχοι της εταιρείας πήραν την απόφαση να αλλάξουν τις μηχανές, έβαλαν ρομπότ που εργάζονταν χωρίς διαμαρτυρίες και αξιώσεις, όλοι οι εργάτες απολύθηκαν.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα έμαθα ότι το εργοστάσιο το μετέφεραν στην Τουρκία με όλα τα αυτόματα μηχανήματα γιατί εδώ πλήρωναν πολλούς φόρους και τα κέρδη δεν ήταν ικανοποιητικά γι΄αυτούς.

Μιά καλή περίπτωση για μας θα ήταν να εργαστούμε σε συνεργείο δακοκτονίας, εργασία που είχαμε κάνει στο παρελθόν. ΄Ομως με νεώτερη απόφαση του υπουργείου, ο ψεκασμός των ελαιοδένδρων ορίστηκε να γίνεται με αεροπλάνο, έτσι τα συνεργεία καταργήθηκαν.
Αποφασίσαμε να πάμε σε άλλα εργοστάσια της περιοχής μήπως είχαμε την τύχη να μας προσλάβουν για την περίοδο του καλοκαιριού. Στα περισσότερα δεν μας υποσχέθηκαν τίποτα. Η τελευταία μας ελπίδα ήταν το νέο εργοστάσιο ζωοτροφών, χτιζόταν δίπλα στη θάλασσα.
Ξεκινήσαμε νωρίς το πρωί. Συζητούσαμε για τη μόλυνση από τα απόβλητα του νέου εργοστασίου. Οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν παράνομα κόλπα για να παίρνουν άδεια. Τέτοιες συζητήσεις κάναμε συχνά, άλλοτε για τα καράβια, ήταν παροπλισμένα και βρώμιζαν τον κόλπο του Μαλιακού, άλλοτε για τα εργοστάσια, είχαν ξεφυτρώσει πολλά μαζί. Οι κάτοικοι είχαν κάνει κινητοποιήσεις, διαμαρτυρίες και πορείες. Χωρίς αποτέλεσμα ήταν και τα δημοσιεύματα των τοπικών εφημερίδων.
Μόλις φθάσαμε στο εργοστάσιο αφήσαμε το φορτηγό παράμερα να μην εμποδίζει τα μεγάλα φορτηγά, μετέφεραν συνέχεια υλικά οικοδομών, στο περασμά τους σήκωναν σύννεφα σκόνης. Προχωρήσαμε πεζοί, περάσαμε μέσα από τα ημιτελή κτίρια, παντού υπήρχαν μηχανήματα και μεταλλικά εξαρτήματα.
΄Οποιον συναντούσαμε τον ρωτούσαμε που ήταν τα γραφεία. Μας έδειχναν με νοήματα να προχωρήσουμε στο βάθος, οι φωνές τους σκεπάζονταν από το θόρυβο των μηχανών. Βαδίζοντας μέσα σε σύννεφα σκόνης, φθάσαμε σε ένα λυόμενο.
΄Ενας γκριζομάλλης με γιαλιά μας είπε : «Δεν έχω εντολές να προσλάβω εργάτες, αργότερα μπορεί να κάνουμε προσλήψεις.»
Μας προέτρεψε να πάμε στο τμήμα συναρμολογήσεως, ανήκε στην εταιρεία κατασκευής, λειτουργούσε αυτόνομα.
Βγήκαμε από το γραφείο, περπατήσαμε μέσα σε ημιτελείς αποθήκες. Αλλού ήταν σωροί από καλαμπόκι και κριθάρι, δίπλα τσιμέντα και λόφοι άμμου και παραπέρα μηχανήματα που μούγκριζαν.
Φθάνοντας στο γραφείο του αρμοδίου του είπαμε για ποιόν λόγο πήραμε το θάρρος να τον ενοχλήσουμε.
«΄Οπως βλέπετε δεν εργαζόμαστε προς το παρόν, δεν έφεραν ακόμη όλα τα εξαρτήματα για τα σιλό που πρόκειται να κατασκευάσουμε. Τηλεφωνείστε μου σε δέκα μέρες περίπου να σας πω εάν είναι να έρθετε.»
Φύγαμε ανάμεσα σε σωρούς από εξαρτήματα. Φθάσαμε στο Datsun και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Οδηγούσα παράλληλα στη θάλασσα, σε λίγο φθάσαμε στο χωριό Καραβόμυλος.
Αποφασίσαμε να ζητήσουμε δουλειά στο μεγάλο ξενοδοχείο, όπως είχαν κάνει άλλοι συγχωριανοί μας.
Μόλις μπήκαμε στην αυλή ακούσαμε άγριες φωνές, μας καλούσαν να σταματήσουμε αμέσως. Κοίταξα στον καθρέφτη, πίσω μας ήταν ένας άνδρας, χειρονομούσε απειλητικά, στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα μεγάλο ψαλίδι κηπουρού. Δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε με τις οργισμένες φωνές του. ΄Εβαλα όπισθεν και αμέσως βρεθήκαμε στο ύψος του.
«Τι θέλεις;» ρώτησε ο αδερφός μου.
Ο άνθρωπος ήρθε δίπλα στο αυτοκίνητο, ήταν ο μυλωνάς, ντυμένος με μπλε στολή εργάτη, με τα σήματα του ξενοδοχείου.
«Που πάτε;»
«΄Ηρθαμε για δουλειά.»
«Μάλλον δεν θα σας πάρουν, ήρθατε αργά.»
Αφήσαμε το αυτοκίνητο στο πάρκιν. Μπήκαμε στο κεντρικό κτίριο. Στην υποδοχή ήταν ένας με αγκυστροειδή μύστακα.
«Θέλουμε τον Διευθυντή.»
«Για ποιό λόγο;»
«Για κάτι πολύ σοβαρό;»
«Αν δεν μου πείτε τι θέλετε», λέει ο τύπος, «δεν μπορώ να σας παρουσιάσω.»
Γλιστρήσαμε στο διάδρομο δεξιά, φθάσαμε μπροστά στην πόρτα με τα χρυσά γράμματα : Διευθυντής.
Ο μουστακλής έκραζε πίσω μας, αλλά είχαμε μπει ήδη στο γραφείο.
Ο Διευθυντής τελείωνε μιά τηλεφωνική συνομιλία, μας έκανε νόημα να καθήσουμε στις δερμάτινες πολυθρόνες.
Τον ρωτήσαμε εάν χρειάζεται νέους για δουλειά.
Μίλησε πρώτα για τις δυσκολίες του τουρισμού, την αδυναμία και την αδιαφορία του κράτους, πως όλοι οι πολίτες πρέπει να βοηθήσουμε με πράξεις τις μεγάλες ξενοδοχιακές μονάδες να αναπτυχθούν γιατί ο τουρισμός είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για την εθνική μας οικονομία, στο τέλος κατέληξε : «Ο τουρισμός είναι επιστήμη.»
Μετά χτύπησε το κουδούνι. Εμφανίστηκε μιά ξανθιά καλλονή. Της είπε να μας πάρει στο γραφείο της, να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες. Είχαμε αλλοιθωρίσει στο τολμηρό ντεκολτέ, τα βυζιά της ήταν ολοστρόγγυλα σαν ώριμα πεπόνια.
Μας πρότεινε να έρθουμε την επομένη να εργαστούμε ως σερβιτόροι στο εστιατόριο.

Πήγαμε στην πλαζ για μπάνιο. ΄Ηταν εκεί πολλά σώματα, τριζάτα και χυμώδη, αλλά και σώματα γεροντικά και μαραγκιασμένα.
Την προσοχή μας τράβηξαν δυό ξανθιές γαλλίδες. Τις πλευρίσαμε. ΄Ηταν φοιτήτριες, γνώριζαν καλά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Είχαν έρθει να θαυμάσουν από κοντά τα αρχαία, να χαρούν τη θάλασσα και τον ήλιο.

Το βράδυ πήγαμε στην υπαίθρια ντισκοτέκ δίπλα στη θάλασσα. Αφήσαμε το ημιφορτηγό στο πάρκιν. ΄Ηταν εκεί σταθμευμένα τροχοφόρα όλων των τύπων, φορτηγά, τρακτέρ, μοτοσικλέτες, κλειστά φορτηγά ελαφρού φορτίου, νταλίκες, τζιπ, γιώτα-χι.
Προχωρήσαμε στο χώρο, στο κέντρο ήταν η πίστα χορού σκεπασμένη με φύλλα αμιαντοτσιμέντου βαμμένα στο χρώμα των κεραμιδιών. Γύρω-γύρω ήταν τα τραπέζια παραταγμένα κυκλικά. Παντού κόκκινες, κίτρινες, μπλε και πράσινες λάμπες, έριχναν λίγο φως στα πρόσωπα που διασκέδαζαν. Τα θεόρατα πλατάνια εμπόδιζαν το φως του φεγγαριού να φθάσει μέχρι τα τραπέζια.
Παραγγείλαμε μπύρες. Τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην πίστα όπου το πλήθος χόρευε. ΄Ηταν ορεσίβιοι νεαροί αγρότες, τουρίστες, στρατιώτες, δημόσιοι υπάλληλοι, νοικοκυρές, φοιτητές... Ταλαντεύονταν στο ρυθμό της μουσικής, ντούκου, ντούκου, ντούκου..., τα φώτα άναβαν, έσβηναν, και άναβαν πάλι και ξανάσβηναν, ατέλειωτα πολύχρωμα.
Μόλις η μουσική άλλαξε σε αργό ρυθμό πήγαμε στην ακρογιαλιά. Ξαπλώσαμε δίπλα στο κύμα. Εκεί όλοι οι θόρυφοι και οι φωνές καλύφθηκαν από το ρόχθο της θάλασσας.

Το πρωί πήγαμε στο ξενοδοχείο.  Ο προϊστάμενος του εστιατορίου, ένας τύπος κοντός με φάτσα ποντικού, μας οδήγησε στο υπόγειο στην αποθήκη. Από το ντουλάπι έβγαλε μαύρα παντελόνια και λευκά πουκάμισα. Μας είπε να τα φορέσουμε. ΄Ηταν στολές για γκαρσόνια, αλλά δεν έκαναν για μας, ήμασταν αδύνατοι, τα ρούχα ήταν για χονδρούς.
Ο προϊστάμενος μας είπε ν΄αγοράσουμε ενδύματα εργασίας, λευκό υποκάμισο και  μαύρο παντελόνι, προς το παρόν μας επέτρεπε να σερβίρουμε με τα φθαρμένα τζιν που φορούσαμε.
Ανεβήκαμε στο εστιατόριο, τακτοποιήσαμε τα σερβίτσια για το πρωινό. Σε λίγο έφθασαν οι πελάτες. Σερβίραμε, κέϊκ, φέτες ψωμί, βούτυρο, αυγά βραστά και τηγανητά, μαρμελάδες, μέλι, καφέ, γάλα, τσάϊ, χυμούς φρούτων.
Οι δύο γαλλίδες μας ρώτησαν, καθώς έτρωγαν, γιατί δεν είχαν γίνει ανασκαφές στον Αχινό και στα Φάλαρα. Εμείς δεν ξέραμε να τους απαντήσουμε γι΄αυτό το θέμα, ενώ γνωρίζαμε ότι σε αυτές τις περιοχές υπήρξαν αρχαίες οχυρωμένες πόλεις.
Μόλις τελείωσαν όλοι το πρωινό, μαζέψαμε τα σερβίτσια, τινάξαμε τα τραπεζομάντηλα, σκουπίσαμε, σφουγγαρίσαμε. Πριν τελειώσουμε μας φωνάζουν να σερβίρουμε το γεύμα, ήταν ήδη μεσημέρι. Πιάτα, ποτήρια, φιάλες με νερό, μπύρες, κρασιά, αναψυκτικά, πιατέλες με φαγητά, σαλάτες, φρούτα, γλυκά, τα στρώσαμε στον μπουφέ. Πέρα-δώθε, μέσα-έξω. Είχαμε ξεθεωθεί από την κούραση. Μόλις έφαγαν όλοι οι πελάτες, ξανακάναμε την ίδια δουλειά αντιστρόφως. Είχαμε συμπληρώσει περισσότερες από οκτώ ώρες εργασίας. ΄Αμαθος όπως ήμουν ένοιωθα τα πόδια μου να μην με κρατούν, τ΄αυτιά μου βούιζαν.
Λέω στον προϊστάμενο : «Πέρασαν ήδη οκτώ ώρες, απορώ γιατί δεν ήρθε η επόμενη βάρδια!»
Ο προϊστάμενος χαμογελώντας : «Εδώ δεν είναι εργοστάσιο, δεν υπάρχει επόμενη βάρδια, εμείς είμαστε συνέχεια.»
Δεν γνώριζα τις συνθήκες εργασίας στα ξενοδοχεία, μόλις άκουσα τα λόγια του αναπήδησα.
Ζήτησα να δω τον Διευθυντή.
«Δεν αρνούμαι να εργαστώ υπερωρίες, αλλά θέλω να ξέρω με ποιές συνθήκες.»
Ο Διευθυντής : «Εδώ δεν έχουμε υπερωρίες, ξεκουραζόμαστε λίγο το μεσημέρι, μετά πιάνουμε δουλειά μέχρι αργά το βράδυ.»
Αποφάσισα να φύγω.
«Μα γιατί; είπε ο Διευθυντής, ο τουρισμός χρειάζεται υποστήριξη, θυσίες...»
Ο αδερφός μου ήθελε να μείνει. Πριν φύγω, πήγα να δω το δωμάτιο όπου θα κοιμόταν. ΄Ηταν στο υπόγειο, η μόνη επίπλωση του ένα σιδερένιο κρεβάτι με στρώμα.

Κατάκοπος έφθασα στο χωριό. Ο πατέρας μου διαφωνούσε με την αποφασή μου να τα παρατήσω από την πρώτη μέρα. Γκρίνιαζε : «Είσαι τεμπέλης, ίδιος ο μακαρίτης ο πατέρας μου.»
΄Επεσα αμέσως για ύπνο.

Ο ήλιος είχε βασιλέψει όταν με ξύπνησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ο αδερφός μου άλλαξε γνώμη, ήθελε να πάω στο ξενοδοχείο να τον πάρω.
Τον βρήκα παρέα με τις γαλλίδες. Θα έφευγαν την επομένη, οι διακοπές τελείωσαν.
Πήγαμε βόλτα στην ακρογιαλιά. Σουρούπωνε. Βαδίζαμε κατά μήκος της θάλασσας στο δρόμο με τις λεύκες. Η πανσέληνος αναδύθηκε κατακόκκινη μέσα από τη θάλασσα. Οι δύο ποδηλάτισσες, αυτές που είχαμε δει στην αρχή του καλοκαιριού, έκοβαν βόλτες συνέχεια.
Χωθήκαμε στον ελαιώνα, καθήσαμε κάτω από μιά γέρικη ελιά με πυκνό φύλλωμα. ΄Εβγαλα το σουγιά μου, γράψαμε τα αρχικά μας στον κορμό της. Τα τζιτζίκια γύρω μας τραγουδούσαν μανιωδώς, συνέχεια στον ίδιο ρυθμό, με επαναλήψεις και πολλαπλές παραλαγές, σαν να ήταν τα Βρανδεμβούργια κονσέρτα.

Τις επόμενες ημέρες πήγαμε για δουλειά στα δικά μας χωράφια με τις ελιές, καθαρίζαμε τα περιττά κλαδιά και χόρτα.
Τηλεφωνήσαμε στο εργοστάσιο ζωοτροφών, μας είπαν ότι δεν έφεραν ακόμη όλα τα εξαρτήματα.
Κάναμε εργασίες για συντήρηση των κτιριακών εγκαταστάσεων στο σπίτι και στην αποθήκη. ΄Οσα κεραμίδια είχαν μετατοπιστεί, τα στερεώσαμε στην κανονική τους θέση. Βάψαμε τις πόρτες, τα παράθυρα, την κληματαριά, τα κάγκελα του μπαλκονιού, ασβεστώσαμε τους τοίχους.

Δυό βδομάδες αργότερα άρχισαν οι εκδηλώσεις για τη ναυτική εβδομάδα. Τις οργανώνει ο Δήμος σε συνεργασία με τους συλλόγους των πολιτών. ΄Ομως επειδή οι ηγεσίες των πολλαπλών φορέων διαφωνούσαν μεταξύ τους για κομματικούς λόγους, κάθε οργάνωση προγραμμάτισε δικές της εκδηλώσεις.
Η ωραιότερη εκδήλωση του Δήμου ήταν η βόλτα με φέρρυ μπωτ την πρώτη μέρα των εκδηλώσεων. Από τα γύρω χωριά μαζεύτηκε το πολύχρωμο πλήθος στην προκυμαία. Απέναντι από το εστιατόριο του Ζαχαρία Λογοθετίδη έστησαν ένα τραπέζι για τα εργαλεία του παπά. Μπροστά στην εξέδρα των επισήμων ήταν παραταγμένο το άγημα των ναυτών. Μόλις έφτασε ο Νομάρχης, η μπάντα του Δήμου έπαιξε το δοξαστικό, μετά ο παπάς έβαλε ευλογητός. Στο τέλος του αγιασμού ο Δήμαρχος εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας και ταχύτατα όλοι ανέβηκαν στο πλοίο, πρώτα οι επίσημοι και μετά το πλήθος με γέλια και χαρούμενες φωνές. Η μπάντα έπαιζε εμβατήρια :

«...η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, δεν την σκιάζει φοβέρα καμμιά...»

Το πλοίο σηκώνει άγκυρες, με χαρμόσυνα σφυρίγματα γλιστράει στο Μαλιακό κόλπο. Από τα μεγάφωνα ακούγεται μουσική, στον μπουφέ είναι αραδιασμένοι ξηροί καρποί, γλυκά, μεζέδες και ποτά. Αγόρια και κορίτσια φλερτράρουν. Τα μικρά παιδιά χαρούμενα, με γέλια και φωνές, κινούνται από τη μιά άκρη του καραβιού στην άλλη, μπερδεύονται μέσα στο πλήθος, οι μανάδες τους τρέχουν αλαφιασμένες πίσω τους, οι γλάροι πετούν με θόρυβο ν΄αρπάξουν τις σαρδέλες που τους ρίχνουν οι ναύτες.

Οι εκπρόσωποι των συλλόγων οργάνωσαν συναυλία με λαϊκή τραγουδιστρια ειδικά προσκεκλημένη απο σκυλάδικο των Αθηνών :

«...γιατί θες για πάντα να με χάσεις και πικρά πολύ πικρά να κλάψεις...»

Η κεντρική πλατεία και οι γύρω δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο, όσοι δεν χόρευαν χτύπαγαν παλαμάκια στο ρυθμό της μουσικής, έπιναν μπύρες, κρασιά, αναψυκτικά.

Πέρασε το καλοκαίρι και ήρθε το φθινόπωρο. Μαζεύαμε πράσινες ελιές, όταν έγινε η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Είχαμε το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου ανοιχτό αλλά η ώρα προχωρούσε, δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε εάν είχε πει ήδη τις σχολές που είχα δηλώσει. Μέχρι αργά το απόγευμα δεν καταφέραμε ν΄ακούσουμε εάν ήμουν ανάμεσα στους  επιτυχόντες.
Το βράδυ στο χωριό οι γείτονες μας είπαν πως άκουσαν το ονομά μου, άλλοι έλεγαν πως δεν άκουσαν τίποτα.
Την επομένη θα μάθαινα με βεβαιότητα από τις εφημερίδες.

΄Εβλεπα πως είχαν βγει τα αποτελέσματα και είχα αποτύχει.
Ο αδερφός μου έλεγε : «Παλιομαλάκα, πήρες μπουκάλα πάλι, και με μούτζωνε.»
Ο πατέρας μου : «Χαραμοφάη, δεν κατάφερες τίποτα, ετοιμάσου να πας χωροφύλακας, δεν έχεις άλλη επιλογή.»
Η μάνα μου με δακρυσμένα μάτια : «Γιατί δεν διάβαζες; όλα πήγαν χαμένα.»
Οι χωριανοί : «Πλατσικοκέφαλε, πήρες τον πούλο πάλι, καλά να πάθεις!»
Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα. Είχε ξημερώσει. Πήγαμε στη Στυλίδα. Αγοράσαμε εφημερίδα και με χτυποκάρδι αρχίσαμε το ψάξιμο.

΄Ηρθε η μέρα να φύγω. Η μάνα μου κλαίει, ετοιμάζει τα πραγματά μου. Ο πατέρας με συμβουλεύει να προσέχω τις παρέες μου, να μην συχνάζω σε μπουρδέλα, να μην ανακατευτώ σε πολιτικές οργανώσεις. Φορτώνουμε τις βαλίτσες στο κόκκινο Datsun, ξεκινάμε για τη Στυλίδα απ΄όπου θα πάρω το λεωφορείο του ΟΣΕ για Αθήνα. Οδηγεί ο πατέρας μου, το αυτοκίνητο προχωρεί μέσα στον ασημένιο ελαιώνα. Ανεβασμένος στην καρότσα κοιτάζω τις γέρικες ελιές, τα μέρη που περπάτησα απ΄άκρη σ΄άκρη και δεν μιλώ καθόλου.
Φθάνουμε στο πρακτορείο, στο καφενείο του Κουφά. Ο πατέρας μου και ο αδερφός μου παραγγέλνουν καφέ και παγωτό, η μάνα μου γλυκό του κουταλιού.
Πηγαίνω βόλτα στον ερειπωμένο σταθμό του τραίνου. Περπατώ στις γραμμές κρατώντας την ισορροπία μου όπως όταν ήμουν μαθητής στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου.
Σε λίγο φθάνει το λεωφορείο. Ο οδηγός βάζει τις βαλίτσες στο χώρο των αποσκευών.
Ο πατέρας δακρυσμένος, η μητέρα κλαίει, τους χαιρετώ κι ανεβαίνω.
Το λεωφορείο φέρνει γύρω την πλατεία, μπαίνει στην εθνική οδό αναπτύσσοντας ταχύτητα.
Πίσω η πόλη ολοένα απομακρύνεται, ώσπου χάνεται μέσα στο γκριζοπράσινο χρώμα της ελιάς και της θάλασσας.




Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...