samedi 6 juin 2020

Φιλοξενία*

Ο Γιασίν είχε φοβερή τύχη στα τυχερά παιγνίδια. Κέρδιζε συνέχεια. Αλλά δεν μπορούσε να μώσει μία. "Ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα",  έλεγε η μάνα του, όσο ήταν ακόμη εν ζωή. Τον συμβούλευε να βρει μιά δουλειά να κερδίζει τη ζωή του, να πάει να παρακαλέσει σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, πολιτικούς, στρατιωτικούς και θρησκευτικούς παράγοντες, μήπως τον βάλλουν σε μια θέση, να πιαστεί από την κρικέλα του κράτους. 
Του έλεγε να βρει μιά γυναίκα με προίκα να τον παντρευτεί. Τίποτα αυτός, δεν ήθελε ούτε τον ζυγό της εργασίας, ούτε τις υποχρεώσεις του έγγαμου βίου. Είναι αλήθεια ότι δεν εργάστηκε ποτέ και στη Γαλλία όταν ήρθε μετανάστης την έβγαζε στα καφενεία όπου έπαιζε Lotto και ιππόδρομο, κέρδιζε μικροποσά και κατάφερνε να ζει σε φτηνά και βρώμικα ξενοδοχεία όπου έμεναν πολλοί συνταξιούχοι από τη βόρειο Αφρική. Είχαν σχεδόν όλοι τρεις και τέσσερεις γυναίκες στη χώρα καταγωγής τους, με τέσσερα και πέντε παιδιά η κάθε μία, έστελναν τη συναξή τους κάθε μήνα και ζούσαν στη μοναξιά και στη μιζέρια με το σύνδρομο του ξεπεσμένου πρίγκηπα. 
Ο Γιασίν δεν επρόκειτο να πάρει σύνταξη αφού ποτέ του δεν πλήρωσε εισφορές. Δεν σκεφτόταν καθόλου το μέλλον του. Άλλωστε η ηλικία της σύνταξης ήταν ακόμη μακριά. Σαρανταπεντάρης με κιτρινιασμένο δέρμα από το πολύ πιοτό, το τσιγάρο και το χασίσι. Έχει ο θεός για όλους, έλεγε όταν πήγαινε να φάει στα συσίτια του Στρατού Σωτηρίας. 
Κέρδισε τότε έναν πακτωλό τριών εκατομμυρίων. Έζησε τη μεγάλη ζωή του Σατράπη, για ένα χρόνο, μέσα στη χλιδή. Του τάφαγαν όλα οι Λαΐδες των Παρισίων, έμενε σε ξενοδοχεία πολυτελείας, ντυνόταν με ενδύματα από τον οίκο Dior, άφηνε μεγάλα φιλοδωρήματα στους σερβιτόρους και στις καμαριέρες, κυκλοφορούσε με κόκκινη Ferrari. Ήταν σαν όνειρο και μόλις ξύπνησε ένα πρωί, χωρίς καν να το καταλάβει, βρέθηκε άστεγος να ψάχνει μιά θέση σε ξενώνα κοινωνικής αλληλεγγύης. 
Είχε ακόμη ένα μπλέ κοστούμι, το μόνο ένδυμα που του έμεινε από την περίοδο της Σατραπείας, που του έδινε έναν αέρα αριστοκρατίας.
Τότε συνάντησε, σαν από μηχανής θεό, έναν συμπατριώτη του που προσφέρθηκε να τον φιλοξενήσει. Ο Αχμέτ ήταν συνταξιούχος, είχε εργαστεί όλη του τη ζωή ανειδίκευτος εργάτης σε βιομηχανία αυτοκινήτων. Έγγαμος, χωρίς παιδιά ζούσε με τη γυναίκα του, την Άϊσα, σε κοντινό προάστιο σε ένα τριάρι της Λαϊκής Βοήθειας.
Ο Γιασίν εγκαταστάθηκε σ΄αυτούς, είχαν ένα διαθέσιμο δωμάτιο. Συμφώνησαν να συμμετέχει στα έξοδα όποτε μπορούσε. Ήταν μιά μορφή αλληλοβοήθειας γιατί κι αυτοί δεν τά έβγαζαν εύκολα πέρα μόνο με μιά σύνταξη και τα δέματα τροφοδοσίας των υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας.
Η Άϊσα, εξηκοντούτις, μελαχροινή, με ολοστρόγγυλα βυζιά και σφαιροειδείς γλουτούς, ενδιαφέρθηκε αμέσως για τον Γιασίν. 
Το σημαντικότερο κίνητρο ήταν η δίψα της για σεξουαλική επαφή. Ο Αχμέτ μετά την εγχείρηση για υπερτροφία του προστάτη δεν είχε στύση, η μόνη της ικανοποίηση ήταν να τρίβεται πάνω του ή να τρίβεται μόνη της κρυμμένη στο λουτρό.
Με τον Γιασίν ανακάλυψε νέες εκδοχές, τον θηλασμό της κλειτορίδας, ισπανική γραβάτα, σοδομία...
Το έκαναν όταν ο Αχμέτ απουσίαζε για ψώνια ή όταν πήγαινε να προσευχηθεί στο Τζαμί. Ο Γιασίν μετά από κάθε συνεύρεση της άφηνε ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ στο κομοδίνο.
Την ημέρα που ο Γιασίν αναγκάστηκε να φύγει, ο Αχμέτ βγήκε να πάει στη Νομαρχία να τακτοποιήσει μιά εκρεμμότητα με την άδεια παραμονής του. Φθάνοντας στο Μετρό δεν έβρισκε την κάρτα απεριορίστων διαδρομών. Την είχε ξεχάσει στο τραπέζι της κουζίνας. Γύρισε πίσω και τους βρήκε καβάλα, βοώντες και κοάζοντες σαν τα μπακακάκια στο ρυάκι. Οι δύο εραστές δεν τον άκουσαν όταν άνοιξε την πόρτα αλλά ο Γιασίν τον είδε μέσα στον καθρέφτη της ντουλάπας καθώς κατευθυνόταν, βαδίζοντας στα νύχια των ποδιών του, προς την κουζίνα. Η Άϊσα κάλπαζε πάνω του με γογγυσμούς. Ο Γιασίν της έκλεισε το στόμα ενώ είδε εκ νέου τον Αχμέτ, μέσα στον καθρέφτη, να βαδίζει στις μύτες των παπουτσιών του και αθόρυβα να βγαίνει από το διαμέρισμα.
Η Άϊσα δεν κατάλαβε τίποτα συνέχισε τον καλπασμό ώσπου έχυσε με μιά διαπεραστική καυγή ηδονής.
Ο Γιασίν ντύθηκε γρήγορα κι έφυγε σαν Εγγλέζος. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του.

*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό δε)κατα, τεύχος 50, καλοκαίρι 2017



dimanche 31 mai 2020

Θάνος Φωσκαρίνης. ΠΟΡΤΕΣ*

σφαγμένες οι πόρτες μου όλες πια
με μπουκωμένες κλειδαριές και φαγωμένες
με τα μαχαίρια καρφωμένα πάνω τους
-πού κρύβωνταν τόσοι εχθροί;
πώς; πού χώρεσε τόσο ανελέητο μίσος;-
κολλημένες εδώ κι εκεί μικρές
πολύ μικρές παλιές φωτογραφίες
οι καλές μου
τις κοιτώ που δακρύζουν
χάνωνται βαθιά μέσα στις ίνες
του φουσκωμένου - θα με φτύσει - ξύλου


αίφνης ξεσπά έν΄άγριο φτεροκόπημα που κόβει ανάσα
και μιλιά, με ζώνει τράνταγμα ένα ρίγος


α, πόσο άδικη
τι τρομερή σαν θάνατος που είσαι ζωή

*Από τη συλλογή ΧΟΥΣ, Εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2011



Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...