jeudi 27 mai 2021

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (Απόσπασμα)

 

Μετά από εβδομήντα τρία χρόνια η ιστορία του δεν έχει ξεχαστεί. Την αφηγούνται στα καφενεία όταν μιλούν οι παλιότεροι για τις συμφορές των Ελλήνων, ως παράδειγμα αδικίας, στις οικογένειες, τις νύχτες του χειμώνα, δίπλα στο τζάκι, δίκην παραμυθιού, μαζί με άλλα εγκλήματα της ίδιας ιστορικής περιόδου, με δράστες και θύματα από τις δύο παρατάξεις,  άλλοτε δεξιούς και άλλοτε κομμουνιστές, να μαθαίνουν τα παιδιά τη βαρβαρότητα των ανθρώπων.

Ο Μύλος

Ο νερόμυλος ήταν χτισμένος στην ανατολική όχθη. ΄Ενα σπίτι με δυό πατώματα. Στο πάνω πάτωμα έμενε η οικογένεια του μυλωνά. Στο κάτω ήταν οι μηχανές του μύλου. Θα είχε ενάμισυ αιώνα ζωής. Τα θεόρατα πλατάνια δεν άφηναν να περάσει ούτε αχτίδα ήλιου. Πάντα είχε συντροφιά το βουητό του νερού και τα πουλιά που έφτιαχναν τις φωλιές τους στα κεραμίδια του. ΄Ολα αυτά τα χρόνια είχε δοκιμάσει την ορμή των στοιχείων της φύσης και την ορμή των ανθρώπων που έκαναν πόλεμο. Ο μύλος είχε ζήσει τις χαρές και τις λύπες των ανθρώπων. Μεγάλωσαν πολλές γενιές κάτω από τη στέγη του. Περπάτησαν πολλά ποδάρια στο πλακόστρωτο της αυλής του. Εδώ έρχονταν, πέρα από το χωριό, ν΄αλέσουν γεννήματα. Σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι. Εδώ ανταμώνονταν οι άνθρωποι, συζητούσαν για τα προβληματά τους. ΄Εκαναν δουλειές. Τέλειωναν προξενιά. Πάντα ίδιοι ήταν οι άνθρωποι, τόσα χρόνια τώρα. Ο μύλος δεν τους έβλεπε ν΄αλλάζουν. ΄Ιδιοι στις συνήθειες, ίδιοι στους τρόπους, ίδιοι στα έθιμα. Καθόλου δεν άλλαξαν. 

Και τώρα στο μύλο ζούσαν άνθρωποι, τον συντηρούσαν για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο μυλωνάς με τη γυναίκα του και το παιδί τους, ίσαμε πέντε χρονών. Είχαν το νοικοκυριό τους εδώ, μιά γίδα, ένα γουρούνι, καμμιά δεκαριά κότες, τρία σκυλιά και το μύλο κληρονομιά από τον πατέρα του.

Το παιδί ξύπνησε από τα γαυγίσματα των σκυλιών. ΄Ενα μακρόσυρτο γκάρισμα ακούστηκε. Το παιδί πήγε κοντά στο παράθυρο. Ο γάιδαρος φορτωμένος με τρία σακκιά έφτανε από το μονοπάτι. Το χωριό ήταν τρία χιλιόμετρα μακριά από το μύλο. Από πίσω ακολουθούσε ένας γέρος κουτσαίνοντας.

Ο μυλωνάς, μόλις άκουσε γκάρισμα, βγήκε να υποδεχθεί την πελατεία.

Το παιδί πλησίασε στο τραπέζι, πήρε ένα κομμάτι πίτα από το ταψί, πήρε και μερικά χαρτιά από εφημερίδα, τα έβαλε στον κόρφο του, έπειτα βγήκε έξω, τρώγοντας περπάτησε στο πλακόστρωτο και κατέβηκε τα τρία μεγάλα σκαλιά.

Ο μυλωνάς με το γέρο ξεφόρτωναν το ζώο :

«Δεν ίφιρις καλαμπόκι, σαν αλλαφρό μι φαίνιτι.» 

«Αμ΄δεν είνι καλαμπόκι, είνι κριθαρ! κάνα δυό ουκάδις π΄μας έμκαν τουφάγαμι τσ΄μέρεις που μας πέρασαν.»

Το παιδί έφτασε στην άκρη, στο ρέμα. Το νερό σχημάτιζε πλάτωμα, ήταν σαν μια μικρή λίμνη.

Ο γέρος και ο μυλωνάς συζητούσαν ακόμα. 

«Αλήθεια, τα ΄μαθεις τα νέα, στ΄προυτεύουσα πέθανι κόσμους, τούπι του ράδιου.»

«Ναι, μ΄τουπι ου Γιώργους τ΄μπάρμπα Στέλιου, χτες τ΄απόγιουμα.»

«Μεγάλ΄δυστυχία φετους.»

«Δόξα να΄χει ου μεγαλουδύναμους, ιμείς μέχρι τώρα καλά πήγαμι.»

Το παιδί τους έβλεπε, αλλά δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, οι φωνές τους σκεπάζονταν από το βουητό του νερού.

Την προσοχή του τράβηξε μια χελώνα. Είχε ξεμυτίσει να πιει νερό στο ποτάμι. Μόλις την πλησίασε έκρυψε το κεφάλι της στο καβούκι της. Το παιδί την σκούντησε, να βγάλει το κεφάλι της, μ΄ένα ξύλο. Αλλ΄αυτή τίποτα, έκανε την ψόφια. Το παιδί επέμενε, αλλά σαν είδε κι απόειδε, την άφησε ήσυχη.

Ο μυλωνάς στο μεταξύ κουβάλησε τα σακκιά μέσα στο μύλο. Ο γέρος, αφού σιγούρεψε το ζώο, μπήκε κι αυτός μέσα.

Το παιδί ήταν δίπλα στη λίμνη που σχηματιζόταν από το νερό. ΄Εβγαλε απο τον κόρφο του τα χαρτιά. Τα ΄παιρνε ένα-ένα, τα δίπλωνε με τέχνη κι έφτιαχνε βαρκούλες. ΄Εριχνε τις βάρκες στο νερό. Αυτές αρμένιζαν πέρα δώθε, το παιδί ένοιωθε μεγάλη χαρά και γελούσε, όλο γελούσε. Παρατηρούσε σαν εφοπλιστής τα καράβια του και καμάρωνε. Το ρεύμα του νερού τις παρέσυρε, τις έριχνε πάνω σε χαμόκλαδα και βάτα, ήταν φυτρωμένα στις όχθες. ΄Οποια βαρκούλα μπλέκονταν, το παιδί έτρεχε και τη λευτέρωνε.

Η πόρτα του μύλου άνοιξε, ο μυλωνάς με το γέρο βγήκαν κουβαλώντας τα σακκιά με το αλεύρι. Τα φόρτωσαν στο γάιδαρο. Ο γέρος τον έβαλε μπροστά και κούτσα-κούτσα τον ακολούθησε. Το ζώο άφησε ένα γκάρισμα παραπονιάρικο, φωνή διαμαρτυρίας, ο δρόμος ήταν ανήφορος και το φορτίο βαρύ. Το παιδί κοίταγε το γέρο, καλόπιανε το γάιδαρο με χαϊδευτικά λόγια. Τα λόγια τα ΄φερνε πίσω ο αντίλαλος από τη ρεματιά. Ο γέρος μονολογούσε για λίγη ώρα ώσπου χάθηκε στο βάθος του μονοπατιού και το παιδί ούτε τον άκουε ούτε τον έβλεπε τώρα.

΄Αφησε τις βάρκες του, ανέβηκε στο πλακόστρωτο, εκεί είχε άλλα παιγνίδια. Μερικά κουτιά από σπίρτα. Το παιδί έπαιζε με τα σπιρτόκουτα. Τα γέμιζε με πετραδάκια. 

Ξαφνικά σταμάτησε. Καμμιά δεκαριά άνθρωποι έφταναν από το μονοπάτι. Δεν ξανά ΄χε δει τέτοιους ανθρώπους. Φορούσαν κάτι σκούρα πράσινα ρούχα. Μόνο ένας φορούσε ρούχα αλλιώτικα. Αυτός πήγαινε μπροστά, οι άλλοι ακολουθούσαν. Πλησίασαν στο μύλο. Ανέβηκαν τα σκαλιά. Περπάτησαν στο πλακόστρωτο, έφτασαν κοντά στο παιδί.

«Που ΄ναι ο πατέρας σου;» ρώτησε αυτός με τα πολιτικά.

«Μέσα», είπε το παιδί.

«Α! κρύφτηκε στο καβούκι της η χελωνίτσα. Ε! παιδιά πάμε μέσα», είπε εκείνος ο άνθρωπος.

΄Ενας από τους άλλους έβγαλε από την τσέπη του μια σοκολάτα, την έδωσε στο παιδί. Του έδωσε και μια φυσαρμόνικα. Το παιδί την έφερε στα χείλη του και φύσηξε. Η φυσαρμόνικα έβγαλε έναν χαρούμενο ήχο. Το παιδί χαμογέλασε, ήταν χαρούμενο κι ευχαριστημένο για τα δώρα που του έδωσε ο πρασινάνθρωπος. Στο άλλο χέρι κρατούσε τη σοκολάτα. Την ξετύλιξε και άρχισε να την τρώει. ΄Ηταν μισολιωμένη από τη ζέστη. Γέμισαν τα δακτυλά του. Μέσα από το σπίτι ακούγονταν φωνές.

«Λέγε, που πήγαν, τους είδες;»

«΄Οχι.»

«Λες ψέματα, το ξέρουμε, πέρασαν από ΄δω.»

«Δεν ξέρω τίποτα.»

Το παιδί άκουγε τις φωνές σαν σε όνειρο, ήταν παραδομένο στο να γλείφει τα δακτυλά του. Σαν μέσα σε όνειρο άκουσε τη ριπή που έσπασε τη σιωπή της ρεματιάς και έσβησε για λίγο το βουητό του νερού. Τα πουλιά πέταξαν μακριά. Οι ξένοι άνθρωποι βγήκαν από το μύλο κι έφευγαν. Εκείνος που του έδωσε τη φυσασμόνικα του χάιδεψε το κεφάλι. Το παιδί έφερε τη φυσαρμόνικα στα χείλη του. Ακούστηκε ένας θλιβερός ήχος. Κοίταγε τους ανθρώπους που έφευγαν και τραγουδούσαν ρυθμικά : Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά.... 

Μέσα από το μύλο άκουγε τους λυγμούς και τα μοιρολόγια της μάνας του.

΄Ηταν μια ανοιξιάτικη μέρα...

***

Όταν έγραψα αυτό το διήγημα δεν ήξερα τότε ότι ήταν μιά εκδοχή της ιστορίας του παπού μου. Πρώτος μου το είπε ο πατέρας μου όταν το διάβασε και μετά ο νονός μου.

΄Ετσι όπως συνέβησαν τα γεγονότα φαίνεται πως ήταν ένα ατύχημα : Βρέθηκε στην λάθος στιγμή σε λάθος μέρος.

Ορισμένοι αφηγητές των γεγονότων άφηναν να εννοηθεί πως τον σκότωσαν επειδή ήταν κομμουνιστής, ήταν πολιτική δολοφονία. Τα έλεγαν αυτά συγγενείς, μέλη του Κομμουνιστικού κόμματος, που υπέφεραν πολλά δεινά στον Εμφύλιο και μετά στη δεκαετία του πενήντα και αργότερα. Είχαν διωχθεί, εξόριστοι στα νησιά, χρόνια φυλακή, αλλά δεν υπόγραψαν δήλωση, μουλάρια μέχρι το τέλος, πιστοί στη γραμμή του κόμματος, υπέρ του «αγώνα».

Προσπαθούσαν να μας επιρεάσουν, να ενταχθούμε στη δική τους παράταξη, γιατί έπρεπε να τιμήσουμε τη μνήμη του παπού μας.

Τους ακούγαμε, ο αδερφός μου κι εγώ όταν είμασταν μικροί, στην πλατεία της Παλαιοκερασιάς, στο πανηγύρι του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, μετά το τέλος της λειτουργίας λίγο πριν αρχίσουν να λαλάνε τα όργανα.

Αλλά εμείς ξέραμε ήδη όλες τις εκδοχές και δεν μπορούσαν να μας επιρεάσουν τα σχόλια των ψευτοκαθοδηγητών. Ο πατέρας μου διόρθωνε αυτές τις θέσεις των κομμουνιστών, όταν φεύγαμε αργά το απόγευμα καβάλα στα μουλάρια μας, άρχιζε τη δική του αφήγηση για τα γεγονότα. Ντόπιοι κομμουνιστές, που μόλις είχαν ανανήψει, κατηγόρησαν τον παπού ως κομμουνιστή για να σώσουν έναν συγγενή τους που οι ακροδεξιοί Μάυδες τον είχαν δεμένον καταγής.

Οι δεξιοί συγγενείς μας όταν σχολίαζαν την δολοφονία του παπού δεν είχαν καμμιά πρόθεση να επιρεάσουν κανέναν. Αυτοί έλεγαν την αλήθεια, το τόνιζαν πως ήταν αθώος, έπεσε θύμα μιάς άτυχης συγκυρίας και του φανατισμού που είχαν ορισμένα μέλη των ατάκτων επειδή οι κομμουνιστές είχαν σκοτώσει τους συγγενείς τους.

***

Την ημέρα που επρόκειτο να χαθεί ξύπνησε με την ανάμνηση ενός εφιαλτικού ονείρου. Σαν να ήταν στό χωράφι στή Λεύκα δίπλα στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο στην Παλιονίκοβα. Πάνω στίς αιωνόβιες βελανιδιές είχαν μαζευτεί πολλά κοράκια, μάλωναν μεταξύ τους κοάζωντας.

Στο ξύπνημα σκέφτηκε τους πεθαμένους γονείς του.

Εκείνη την ημέρα, 28 Μαΐου 1948, ήταν στην Κάτω Λούτσα με την κόρη του Ερασμία και τον γιό του Αθανάσιο. Τα άλλα παιδιά, ο Απόστολος, η Μαριώ καί η Κωσταντία, είχαν φύγει πριν από μέρες με τη μάνα τους στόν Αχινό, είχαν εκεί σπαρμένα καλαμπόκια σε ενοικιασμένα χωράφια.

Ο ελληνικός τακτικός στρατός, βοηθούμενος από ομάδες ατάκτων τις λεγόμενες Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου, είχε οργανώσει εκκαθαριστικές  επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών στα υψώματα του όρους ΄Ορθρυς.

Οι χωριάτες ειδοποιήθηκαν να συγκεντρωθούν σε περιοχές ελεγχόμενες από τα στρατεύματα διώξεως των ανταρτών. Το κυριώτερο σημείο συγκέντρωσης στην περιοχή ήταν το χωριό Αχινός.

Φόρτωσαν στό γάϊδαρο δύο σακκιά σιτάρι, ήταν τα τελευταία που τους έμεναν από την εσοδεία της περασμένης χρονιάς.

Ο πατέρας μου πρότεινε να κατέβουν όλοι μαζί στ΄Αμπέλια όπου είχαν ένα ελαιοπερίβολο, να περάσουν εκεί τή νύχτα και την επομένη θα έφθαναν στον Αχινό. Τα γελάδια τα είχαν στό Κακοσκάλι, θα τα έπαιρναν μαζί τους. Ο παπούς ήταν σύμφωνος με αυτή την πρόταση.

Οι άτακτοι ακροδεξιοί μαυροσκούφηδες ήταν στό Τσερνοβίτι, έκαναν πλιάτσικο, μάζευαν τά κοπάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, μετά τα οδηγούσαν στην Πελασγία όπου τα πούλαγαν.

«Τράβα πάρε τό φτυάρι νά φύγουμε», είπε ο παπούς.

Πήρε το φτυάρι και μόλις γύρισε ο πατέρας του, βασανισμένος από την έλλειψη τσιγάρου, είχε να καπνίσει τρεις μέρες, έκανε άλλη σκέψη.

«Τράβα εσύ μέ τό κορίτσι στόν Αχινό, εμείς δέν έχουμε τίποτα νά φοβηθούμε, θα πάω τα γελάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο και θα έρθω μετά κάτω, μην έρθετε εσείς απάνω.»

΄Ηταν μιά μέρα ηλιόλουστη, τα πουλιά κελαηδούσαν, τα άνθη μοσχοβολούσαν.

Πήγε ανατολικά πρός τό Κακοσκάλι να μαζέψει τα γελάδια.

Τα παιδιά τράβηξαν νότια προς τ΄Αμπέλια. ΄Ηταν λίγο πριν από το μεσημέρι, η τελευταία φορά που έβλεπαν τον πατέρα τους ν΄ανηφορίζει προς το παλιό χωριό σφυρίζοντας έναν  σκοπό από την Μικρά Ασία : 

« Από τα πολλά που μούχεις καμωμένα, δεν σε θέλω πιά...» 

Χωρίς να το ξέρει πήγαινε να συναντήσει το θάνατο.

***

Έπρεπε να φέρουμε τώρα τα οστά του παπού στο νεκροταφείο να κάνουμε κηδεία με παπά γιατί είχε πάει αδιάβαστος. Τρείς μέρες μετά τη δολοφονία τον είχε βρει ο πατέρας μου. Το σώμα του, μισοφαγωμένο από τα σκυλιά και τα όρνια, χωρίς μάτια, χωρίς γλώσσα και την κοιλιά του ξεσκισμένη με τα εντόσθια έξω.

Τον έθαψε τότε στα γρήγορα, μόνος του, και μόνο την προσευχή, «Βασιλεύ ουράνιε», μπόρεσε να πει, πριν φύγει ο ίδιος ως κληρωτός στις τάξεις του Εθνικού Στρατού να πολεμήσει στο Γράμμο...

Η κηδεία γίνεται την Κυριακή μετά τη Θεία Λειτουργία. Τα οστά μέσα στο φέρετρο πλυμένα με ερυθρόν οίνον Νεμέας. Δίπλα η μοναδική ασπρόμαυρη φωτογραφία του παπού, εικοσιδύο χρονών, με τη στολή του Ελληνικού Στρατού, τον Μάιο του 1922, στην Μικρά Ασία. Το πηλήκιο ελαφρώς ανασηκωμένο απ΄όπου φαίνεται το πλατύ μέτωπο, τα μάτια του στο χρώμα του ουρανού και ο καστανόξανθος αγγιστροειδής μύστακας.

Και μέσα σε όλη την ομορφιά του διακρίνω μιά υποψία παράπονου.

Μόλις ο παπα-Κώστας τελειώνει την ψαλμωδία βγάζω έναν σύντομο λογύδριο. Μιλώ για το άνθος της υπαίθρου, τη νεολαία των αγροτοποιμένων. Πάντα στην πρώτη γραμμή. Τους έντυναν τσολιάδες και τους έστελναν σαν τα πρόβατα στο σφαγείο. Εστιάζω τα γεγονότα στην Μικρασιατική εκστρατεία, την πενταετή στρατιωτική θητεία του παπού, την αιχμαλωσία του από τους Τούρκους. Την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής, για τη δράση του, επιστρατευμένος από το ΕΑΜ, στο μεταγωγικό τμήμα του ΕΛΑΣ.

Στο νεκροταφείο μπροστά στον ανοιγμένο τάφο είναι παραταγμένα τα παιδιά του. Στη μέση ο πατέρας μου, η Ερασμία εκ δεξιών, στ΄αριστερά ο Απόστολος και οι δύο μικρότερες αδερφές.

Πίσω τους εμείς, τα δώδεκα εγγόνια του.

Και όταν οι νεκροθάφτες κατεβάζουν το φέρετρο με τις τριχιές η θεία μου Ερασμία αγγαλιάζει τον πατέρα μου με ραγισμένη φωνή : « Θανάση μου, ο πατέρας μας!» 

Τότε ο αδερφός μου κάνει νόημα στους μουσικούς να πλησιάσουν με τα κλαρίνα. Τους είχε βρει στο Γυφτομαχαλά στη Λαμία. 

«Μόνο δώδεκα κλαρίνα θέλω, είπε στο αρχηγό των Τσιγγάνων, ούτε χάλκινα, ούτε βιολιά και νταούλια.»

Οι οργανοπαίκτες όλοι ίδιοι, μαυριδεροί, ντυμένοι στα μαύρα με ρεπούμπλικες και ψαλιδισμένα μουστάκια. 

Μόλις τα οστά ακουμπούν το χώμα τα κλαρίνα αρχίζουν δυνατά τον δικό τους σπαραγμό : 

«Να ΄χε καεί ο πλάτανος να του ΄πεφταν τα φύλλα...»

Και σαν μιά ομίχλη να σηκώνεται από τα γύρω μνήματα, οι νεκροί εγείρονται όλοι μαζί, ντυμένοι με λαμπριάτικα ενδύματα, έρχονται να υποδεχτούν τον παπού μας.  


ΟΣΤΕΟΦΥΛΑΚΙΟΝ

Όνομα : Κωνσταντίνος

Επώνυμο :  Αλεξόπουλος

Έτος γεννήσσεως : 1900

Όνομα πατρός : Αθανάσιος

Όνομα μητρός : Μαρία Αγραδά

Τόπος  γεννήσεως : Τσερνοβίτι Φθιωτιδοφωκίδος

Έτος θανάτου : 1948

Τόπος θανάτου : Άγιος Κωνσταντίνος Παλαιοκερασιά Φθιώτιδος



Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...