dimanche 17 septembre 2023

Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά

γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια

σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά

και σαν τους κλόουν κωμικά χτυπάτε τα χεράκια. 

samedi 1 avril 2023

Η φωλιά*


 Η φωλιά


Ο αδερφός μου κι εγώ δεν είμασταν κυνηγοί πουλιών, δεν φτιάχναμε παγίδες, ούτε για πουλιά, ούτε για λαγούς. Δεν είχαμε σφεντόνες. Ο πατέρας μας απαγόρευε τέτοια παιχνίδια. Μόνο μιά χρονιά, με βαρύ χειμώνα,  ο γιός του γειτονά μας, είχε το μαντρί του με τα πρόβατα νοτιοδυτικά του Γελαδόγροικου, μας χάρισε μιά παγίδα, την έστησε κάτω από την αμυγδαλιά στην ανατολική πλευρά του κήπου μας. Μαζεύονταν εκεί πολλά σπουργίτια. Ένα μεσημέρι μόλις επιστρέψαμε από το σχολείο είδαμε την παγίδα πεσμένη. Ο αδερφός μου έτρεξε και πήρε ένα σπουργίτι που είχε πιαστεί ζωντανό μέσα στη λακούβα. Το έφερε στο σπίτι. «Άκου πως χτυπάει η καρδιά του, φοβάται», μου είπε και μου το έβαλε στα χέρια.

Αυτός ο ταχύτατος κτύπος της καρδούλας του μικροσκοπικού πτηνού μ΄έκανε να καταλάβω, για πρώτη φορά, την ωμή ανακύκλωση του αιώνιου σύμπαντος.

Το σπουργίτι το αφήσαμε να πετάξει ελεύθερο από το ξύλινο μπαλκόνι. Την παγίδα την έκαψε ο πατέρας μας στο φούρνο.


Σε μιά θυρίδα πάνω από την πόρτα του Αγίου Γεωργίου, τα πουλιά, ήταν μικρά γκρίζα τσοπανάκια, είχαν χτίσει με πηλό τη φωλιά τους. Είχε κυκλικό σχήμα, στην μέση ήταν η τρύπα της εισόδου. Ο αδερφός μου κι εγώ είχαμε ειδική σχέση φιλίας με αυτά τα πουλιά. Έρχονταν στο σπίτι μας, χτυπούσαν με το ράμφος το τζάμι στο παράθυρο του ανατολικού δωματίου που έδινε στο ξύλινο μπαλκόνι, σαν να μας έλεγαν πεινάμε. Τους δίναμε ψίχουλα στον κήπο.

Τα καλοκαίρια, μετά το κλείσιμο του σχολείου, όταν φεύγαμε να πάμε στα γίδια μας στο θερινό μαντροστάσι, τα πουλιά έρχονταν δίπλα στο φούρνο, κελαηδούσαν, μας αποχαιρετούσαν, ήταν σύσωμη η οικογένεια, οι γονείς και τα παιδιά τους.

Και μόλις επιστρέφαμε τον Σεπτέμβριο τότε να δεις χαρές και ν΄ακούσεις κελαϊδίσματα, έδιναν κονσέρτο για μάς.


Τη φωλιά τους τη χάλασε εν μέρει ο Βασίλης ο Λιακαμπάς ένα απόγευμα. Ήταν Οκτώβριος. Παίζαμε μπάλα στην αυλή της εκκλησίας και χωρίς καμμιά αφορμή ο Βασίλης πήρε ένα ραβδί, το έβαλε μέσα στην τρύπα της εισόδου και κατάφερε να καταστρέψει τμήμα της φωλιάς. Έτρεξα καταπάνω του με οργισμένες φωνές, τον τράβηξα προς τα πίσω, κατάφερα να τον απωθήσω σπρωχνοντάς τον προς την έξοδο του αυλόγυρου, δίνοντας του χτυπήματα κατακέφαλα με το ραβδί. Έφυγε τρέχωντας και έκτοτε δεν ξαναπάτησε στον Αϊ-Γιώργη.


Οι δύο αδερφοί Λιακαμπά ήταν πολύ ζωηροί. Κυνηγούσαν τα σκυλιά στο δρόμο, έσφαζαν γάτες με το πριόνι, πείραζαν τα μικρότερα παιδιά. Εμείς, ο Αλέκος Μακαρένκο και ο αδερφός του, ο αδερφός μου κι εγώ, τους φοβόμασταν, ήταν επιθετικοί μαζί μας, μας έβριζαν, μας κορόϊδευαν, μας φοβέριζαν, μας χτυπούσαν. 

Στην πρώτη δημοτικού, είχα ήδη συγκρουστεί με τον Μήτσο γιατί δεν με άφηνε σε ησυχία. Το αποτέλεσμα ήταν να τραυματιστεί στο δεξιό μηρό. Παλεύοντας είχαμε κυλιστεί πάνω σε κοφτερές πέτρες και όπως αυτός βρέθηκε από κάτω σχίστηκε το παντελόνι του, έπαθε εκδορές σε πολλά σημεία, έτρεχε το αίμα, έβαλε τα κλάματα και τρέχοντας πήγε να παραπονεθεί στη μάνα του. Ήρθε να εξηγηθεί με τη δική μου και μετά από αυτό οι Λιακαμπάδες σταμάτησαν να μ΄ενοχλούν αλλά πείραζαν συνέχεια τον Αλέκο μέχρι την τελευταία τάξη του δημοτικού οπότε ως μεγαλύτερος αποφάσισα να επέμβω.

Ο Βασίλης ο Λιακαμπάς ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος αλλά είχε μείνει πέντε χρονιές στην ίδια τάξη, έτσι τελειώσαμε μαζί το δημοτικό.

Ήταν οι διακοπές του Πάσχα, η εβδομάδα μετά την Ανάσταση. Ο Λιακαμπάς από μέρες κορόϊδευε και απειλούσε τον Αλέκο. Τον προκάλεσα σε μονομαχία μπροστά στο σπίτι του Μαλλιά. Του λέω : "Αφού είσαι τόσο μάγκας και πειράζεις τον Αλέκο έλα να παλέψουμε να δούμε πόσο δυνατός είσαι."

΄Ηταν δυνατός αλλά δεν είχε επιθετική τεχνική. Απεναντί του ήμουν αδύναμος, του έριχνα χτυπήματα στο στομάχι και στα πλευρά που δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Δεν μπορούσα να τον χτυπήσω στη μούρη, προφυλασσόταν με τα μεγάλα χέρια του.

Τελικά ο Μαλλιάς μας είπε να σταματήσουμε. Με ανακύρηξε νικητή, αλλά δεν ήμουν ικανοποιημένος, ήθελα να του είχα δώσει γροθιές στη μύτη, στα δόντια, να ματώσουν τα χείλη του, να του είχα μαυρίσει τουλάχιστον ένα μάτι, του άξιζε γιατί πείραζε μικρότερους απ΄αυτόν, αλλά κυρίως ήθελα να του δώσω ένα καλό μάθημα επειδή είχε καταστρέψει την φωλιά των πουλιών.

Τα καϋμένα τα τσοπανάκια βιάζονταν να ξαναχτίσουν τη φωλιά τους, ο χειμώνας πλησίαζε. Είπα στον πατέρα μου να τα βοηθήσουμε, να τους πάμε λάσπη, φτερά από τις κότες, τσάκνα από τις ελιές. Ο πατέρας μου είπε ότι άμα το κάνουμε αυτό τα πουλιά θα φύγουν γιατί τα υλικά θα έχουν τη δική μας οσμή.

Κατάφεραν να την επισκευάσουν μόνα τους κακήν-κακώς και βέβαια δεν ήταν όπως η πρώτη ωραία φωλιά τους.


Οι Λιακαμπάδες μετά το τέλος της τελευταίας χρονιάς του δημοτικού κατέβαιναν σπάνια στο χωριό. Ο πατέρας τους τούς έζωσε κοντά στα αιγοπρόβατα. Θυμάμαι τις οιμωγές τους την τελευταία φορά που τους είδα να τους δέρνει μεθοδικά με το στυλιάρι του τσεκουριού. Να τι είχε συμβεί :

Ήταν Σάββατο απόγευμα όταν μιά ομάδα αξιωματικών του στρατού ξηράς, ντυμένοι με πολιτικά, ήρθαν να φάνε τους περίφημους μεζέδες του Πολύμερου. 

Ένας ταγματάρχης, με μαλλιά που είχαν αρχίσει να γίνονται γκρίζα, είχε μαζί του ένα κυνηγόσκυλο ράτσας. Ήταν ένα ωραίο λεπτό ζαγάρι, μαύρο και καφέ, με μεγάλα αυτιά.

Η παρέα μπήκε στο μαγαζί οσμίζοντας τα ψητά. Το λαγωνικό με τη μουσούδα επί του εδάφους γλίστρησε στην πλατεία, κατευθύνθηκε βορειοανατολικά, πέρασε μπροστά στο σπίτι του συνταγματάρχη Γαβρή, οσμίστηκε λίγο τον σωρό των σκουπιδιών, μετά συνέχισε ανατολικά, έφθασε στη δική μας γειτονιά. Οι αδελφοί Λιακαμπά μόλις το είδαν το πήραν στο κυνηγητό. Το σκυλί τρομαγμένο πέρασε μπροστά στο σπίτι μας, οι Λιακαμπάδες έτρεχαν πίσω του με ουρλιαχτά, το ακολούθησαν στην αυλή της εκκλησίας και μετά μέσα στο παλιό νεκροταφείο, ανάμεσα στους παλιούς τάφους, κάνοντας πολλές φορές το γύρο, ξαφνικά το λαγωνικό σάλταρε τον μαντρότοιχο νότια, τα δύο αγόρια σάλταραν επίσης, ακούραστα, κι ενώ το κυνηγόσκυλο πήρε τον ανήφορο προς τον Γελαδόγροικο και μετά έστριψε αριστερά μέσα στο ρέμα, έφτασαν πίσω του σε απόσταση αναπνοής με τις τρομακτικές φωνές τους, το κυνηγούσαν ακόμα και όταν πήρε το δρόμο προς το χωριό, πέρασε πάλι μπροστά στο σπίτι μας προς την αντίθετη φορά και τα δύο θηρία πάντοτε πίσω του λίγο ακόμη για να το πιάσουν αλλά δεν το ΄φταναν και τότε το σκυλί βρήκε το δρόμο προς την πλατεία πάνω από το σπίτι του Μαλλιά, η γλώσσα του κατακόκκινη να σβαρνιέται καταγής, πέρασε νότια από τον μαντρότοιχο του Αγίου Δημητρίου με τους Λιακαμπάδες να το ακολουθούν μπροστά στο μαγαζί του Δήμου, εκεί το σκυλί έστριψε δεξιά, έφτασε στην πλατεία κι έπεσε στα πόδια του ταγματάρχη, αναίσθητο.

*Πρώτη δημοσίευση περιδικό Δεκατα



jeudi 19 janvier 2023

Πρωτελευταίος σταθμός*

 


Επειδή βήχω εδώ και δυό μέρες ασταμάτητα πίνω μιά κουταλιά σούπας από το σιρόπι που έχω εντός του ψυγείου. Πότε ακριβώς το αγόρασα δεν θυμάμαι, το είχα πάρει για τα παιδιά στη αρχή του Χειμώνα.

΄Ολη νύχτα κοιμήθηκα σαν βόΐδι. Το πρωί είδα κι έπαθα να σηκωθώ και να έχω συνέχεια μιά αίσθηση πως κοιμάμαι ακόμη ενώ είμαι ξυπνητός, σαν να κοιμάται ο μισός εγκεφαλός μου και ο άλλος μισός σαν να είναι ξύπνιος, σαν μεθυσμένος, και πού και πού μιά όρεξη για ύπνο, μιά ακατανίκητη νύστα. 

Κι αντί να πάρω το τραμ, όπως κάνω κάθε μέρα, για να πάω στο νοσοκομείο, προχωρώ μέσα στο τούνελ του Μετρό. «Συγγνώμη», λέω δυνατά, «έκανα λάθος», αλλά το συμπαγές πλήθος με σπρώχνει σιωπηλό στην αποβάθρα όπου περιμένει ο συρμός με τις πόρτες ανοιχτές, μοιάζει με το Μετρό αλλά μπορεί να είναι τρένο, πρώτη φορά το βλέπω. Γεμίζει τίγκα και ξεκινάει ταχύτατα. Κοιτάω να δω τον πίνακα με τους σταθμούς, να υπολογίσω που θα κατέβω, πουθενά πίνακας.

«Που πάμε;» Ρωτώ τους διπλανούς μου.

«Στο λιμάνι!» Μου απαντά ένας κοντός με στολή αγροφύλακα που κάπου τον είχα ξαναδεί.

«Θα πάρουμε το πλοίο για την απέναντι όχθη, έχεις τα ναύλα;»

Εγώ να μην έχω δεκάρα μαζί μου,ενώ όλοι γύρω μου κρατούν ένα κέρμα των δύο ευρώ ανάμεσα στα δάκτυλα του δεξιού χεριού σαν να πρόκειται να ρίξουν κορώνα-γράμματα.

Τότε ο συρμός σταματάει. Πρωτελευταίος σταθμός, αναγγέλουν τα μεγάφωνα, για κατούρημα και πόσιμον ύδωρ.

Οι ταξιδιώτες, διψασμένοι, τρέχουν να πιούν νερό στον ποταμό που περνάει κάθετα στις γραμμές του τρένου. Δεν υπάρχουν αγγεία, μόνο καμμιά πενηνταριά βαρέλες χωρίς πάτο, τις είχαν παρατήσει οι κόρες του Δαναού, πριν από χιλιάδες χρόνια, κατά μήκος της όχθης. Πως να πιείς νερό έτσι. Το πλήθος τρέχει σαν κοπάδι αιγοπροβάτων και όλοι πέφτουν με τα τέσσερα να πιούν. Μετά έρχονται σαν ζαλισμένοι, πέφτουν σε βαθύ ύπνο σαν λήθαργος.

«Με αυτές τις συνθήκες δεν θα πιώ», λέω στον αγροφύλακα, «μπήκα κατά λάθος στο συρμό, δεν έχω εισητήριο, ούτε λεφτά για τα ναύλα.»

«Για να πας στην άλλη αποβάθρα», μου απαντά, «πρέπει να περάσεις μέσα από τα χωράφια με τη σίκαλη. Θέλει πολύ προσοχή, παραμονεύει ένα Πιτ-μπουλ με τρία κεφάλια.»

Μου δίνει μιά σακκούλα με γλυκά.

«Δώστου να φάει κι αν ζυγώσει κοντά ρίζε στο ψαχνό», προσθέτει και μου βάζει στο χέρι ένα προπολεμικό Μπερέτα.

«Κάπου το έχω ξαναδεί αυτό!»

«Το είχε μαζί του ο συνταγματάρχης Γαβρής όταν πέρασε από ΄δω πριν τριάντα έξι χρόνια, πάρτο και τράβα», επιμένει.

«Δεν έχω να σου δώσω κάτι, ως αμοιβή για τον κόπο σου», δηλώνω, αλλά αυτός σαν να περίμενε την αντιδρασή μου λέει : « Έχει πληρώσει ο πατέρας σου για σένα, φύγε τώρα.»

Και τρέχωντας μέσα στη σίκαλη ακούω τα γαυγίσματα που πλησιάζουν, πετάω τα γλυκά, τρέχω και τρέχω και ξυπνώ στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο ΄Ανυδρο όπου οι συγγενείς μου είναι συγγεντρωμένοι, δακρυσμένοι, γύρω μου κι ακούω τον παπά να ψέλνει : 

... Εύρω καγώ την οδόν δια της μετανοίας, το απολωλός πρόβατον εγώ ειμί...

* Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Δεκατα, τεύχος 43, Φθινόπωρο 2015




samedi 28 mai 2022

28 Μαΐου 1948

 



Την ημέρα που επρόκειτο να χαθεί ξύπνησε με την ανάμνηση ενός εφιαλτικού ονείρου. Σαν να ήταν στό χωράφι στή Λεύκα δίπλα στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο στην Παλιονίκοβα. Πάνω στίς αιωνόβιες βελανιδιές είχαν μαζευτεί πολλά κοράκια, μάλωναν μεταξύ τους κοάζωντας.
Στο ξύπνημα σκέφτηκε τους πεθαμένους γονείς του.
Εκείνη την ημέρα, 28 Μαΐου 1948, ήταν στην Κάτω Λούτσα με την κόρη του Ερασμία και τον γιό του Αθανάσιο. Τα άλλα παιδιά, ο Απόστολος, η Μαριώ καί η Κωσταντία, είχαν φύγει πριν από μέρες με τη μάνα τους στόν Αχινό, είχαν εκεί σπαρμένα καλαμπόκια σε ενοικιασμένα χωράφια.
Ο ελληνικός τακτικός στρατός, βοηθούμενος από ομάδες ατάκτων τις λεγόμενες Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου, είχε οργανώσει εκκαθαριστικές  επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών στα υψώματα του όρους ΄Ορθρυς.
Οι χωριάτες ειδοποιήθηκαν να συγκεντρωθούν σε περιοχές ελεγχόμενες από τα στρατεύματα διώξεως των ανταρτών. Το κυριώτερο σημείο συγκέντρωσης στην περιοχή ήταν το χωριό Αχινός.

Φόρτωσαν στό γάϊδαρο δύο σακκιά σιτάρι, ήταν τα τελευταία που τους έμεναν από την εσοδεία της περασμένης χρονιάς.
Ο Αθανάσιος πρότεινε να κατέβουν όλοι μαζί στ΄Αμπέλια όπου είχαν ένα ελαιοπερίβολο, να περάσουν εκεί τή νύχτα και την επομένη θα έφθαναν στον Αχινό. Τα γελάδια τα είχαν στό Κακοσκάλι, θα τα έπαιρναν μαζί τους. Ο παπούς ήταν σύμφωνος με αυτή την πρόταση.
Οι άτακτοι ακροδεξιοί μαυροσκούφηδες ήταν στό Τσερνοβίτι, έκαναν πλιάτσικο, μάζευαν τά κοπάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, μετά τα οδηγούσαν στην Πελασγία όπου τα πούλαγαν.
«Τράβα πάρε τό φτυάρι νά φύγουμε», είπε ο παπούς.
Πήρε το φτυάρι και μόλις γύρισε ο πατέρας του, βασανισμένος από την έλλειψη τσιγάρου, είχε να καπνίσει τρεις μέρες, έκανε άλλη σκέψη.
«Τράβα εσύ μέ τό κορίτσι στόν Αχινό, εμείς δέν έχουμε τίποτα νά φοβηθούμε, θα πάω τα γελάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο και θα έρθω μετά κάτω, μην έρθετε εσείς απάνω.»
΄Ηταν μιά μέρα ηλιόλουστη, τα πουλιά κελαηδούσαν, τα άνθη μοσχοβολούσαν.
Πήγε ανατολικά πρός τό Κακοσκάλι να μαζέψει τα γελάδια.
Τα παιδιά τράβηξαν νότια προς τ΄Αμπέλια. ΄Ηταν λίγο πριν από το μεσημέρι, η τελευταία φορά που έβλεπαν τον πατέρα τους ν΄ανηφορίζει προς το παλιό χωριό σφυρίζοντας έναν  σκοπό από την Μικρά Ασία : 
« Από τα πολλά που μούχεις καμωμένα, δεν σε θέλω πιά...» 
Χωρίς να το ξέρει πήγαινε να συναντήσει το θάνατο.

***

΄Ετσι όπως συνέβησαν τα γεγονότα φαίνεται πως ήταν ένα ατύχημα : Βρέθηκε στην λάθος στιγμή σε λάθος μέρος.
Ορισμένοι αφηγητές των γεγονότων άφηναν να εννοηθεί πως τον σκότωσαν επειδή ήταν κομμουνιστής, ήταν πολιτική δολοφονία. Τα έλεγαν αυτά συγγενείς μας, μέλη του Κομμουνιστικού κόμματος, που υπέφεραν πολλά δεινά στον Εμφύλιο και μετά στη δεκαετία του πενήντα και αργότερα. Είχαν διωχθεί, εξόριστοι στα νησιά, χρόνια φυλακή, αλλά δεν υπόγραψαν δήλωση, μουλάρια μέχρι το τέλος, πιστοί στη γραμμή του κόμματος, υπέρ του «αγώνα», με το όπλο παρά πόδα.
Προσπαθούσαν να μας επηρεάσουν, να ενταχθούμε στη δική τους παράταξη, γιατί έπρεπε να τιμήσουμε τη μνήμη του παπού μας.
Τους ακούγαμε, ο αδερφός μου κι εγώ όταν είμασταν μικροί, στην πλατεία της Παλαιοκερασιάς, στο πανηγύρι του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, μετά το τέλος της λειτουργίας λίγο πριν αρχίσουν να λαλάνε τα όργανα.
Αλλά εμείς ξέραμε ήδη όλες τις εκδοχές και δεν μπορούσαν να μας επηρεάσουν τα σχόλια των ψευτοκαθοδηγητών. Ο πατέρας μου διόρθωνε αυτές τις θέσεις των κομμουνιστών, όταν φεύγαμε αργά το απόγευμα καβάλα στα μουλάρια μας, άρχιζε τη δική του αφήγηση για τα γεγονότα. Ντόπιοι κομμουνιστές, που μόλις είχαν ανανήψει, κατηγόρησαν τον παπού ως κομμουνιστή για να σώσουν έναν συγγενή τους που οι ακροδεξιοί Μάυδες τον είχαν δεμένον καταγής.
Οι δεξιοί συγγενείς μας όταν σχολίαζαν την δολοφονία του παπού δεν είχαν καμμιά πρόθεση να επηρεάσουν κανέναν. Αυτοί έλεγαν την αλήθεια, το τόνιζαν πως ήταν αθώος, έπεσε θύμα μιάς άτυχης συγκυρίας και του φανατισμού που είχαν ορισμένα μέλη των ατάκτων επειδή οι κομμουνιστές είχαν σκοτώσει τους συγγενείς τους.

(Απόσπασμα)

vendredi 1 avril 2022

Η διασκέδαση των ηρώων

 ΄Ηταν νέοι άνδρες πιλότοι πολεμικών αεροσκαφών, διωκτικών και βομβαρδιστικών. Τον θάνατο τον αψηφούσαν, δεν ήλπιζαν να ζήσουν, σκοπός τους ήταν ο πόλεμος κατά του ναζισμού. Όσοι επέστρεφαν σώοι από αποστολή τότε ζούσαν μέχρι την επόμενη αναχώρηση. Εμάχοντο κατά της θλίψης, το πένθος για τους χαμένους συντρόφους.

Ο Τσώρτσιλ είχε δώσει διαταγές : ΄Αφθονο ουΐσκυ, χαρούμενη μουσική με ρυθμό αισιοδοξίας και γυναίκες με τη σέσουλα. Να επιστρατευτούν όλα τα μπουρδέλα, να βρεθούν εθελόντριες, να εργάζονται στις λέσχες των πιλότων.
΄Ηταν νέοι άνδρες, ΄Αγγλοι, Γάλλοι, Αμερικάνοι και λίγοι ΄Ελληνες εκ Πειραιώς ορμόμενοι.
΄Οσοι σώθηκαν, χρόνια αργότερα, γερόντια, βετεράνοι, εθελοντές ξεναγοί στο αεροπορικό μουσείο, με νοσταλγία και υγρά μάτια, αφηγούνται τις σεξουαλικές επιδόσεις της νεοτητός των.





samedi 20 novembre 2021

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης : "Ο έρωτας στα χιόνια" Η απώλεια, το πένθος και η παραληρηματική μελαγχολία*

 

Σε αυτό, το εξαιρετικό, διήγημα1 της παραγωγής του, ο Παπαδιαμάντης μας παρουσιάζει έναν άνθρωπο ναυάγιο, σωματικό και ψυχικό ερείπιο, στα τελευταία του. 

Το κείμενο χωρίζεται σε πέντε ενότητες. Στις τρεις πρώτες ενότητες ο αφηγητής μας παρουσιάζει το παρελθόν και την τωρινή καθημερινότητα του πρωταγωνιστή. Στις δύο τελευταίες παρουσιάζει τις τρεις τελευταίες βραδιές, πριν από την αυτολυτική του πράξη. Σύμφωνα με τον Γ. Κεχαγιόγλου2, αντιστοιχούν στις παραμονές των τριών μεγάλων εορτών του Χριστιανισμού : «Χριστούγεννα, Άις-Βασίλης, Φώτα.»

Ο μπαρμπα-Γιαννιός, «δεν ήτο πλέον νέος», φτωχός, μόνος κι έρημος στον κόσμο, που οι γειτονοπούλες τον θεωρούν ως τον τρελλό του χωριού, ζει σε ένα μισογκρεμισμένο παλιόσπιτο, (πιθανόν το πατρικό του), και κάθε μέρα σηκώνεται και κατηφορίζει προς την παραθαλάσσια αγορά, προς το λιμάνι, με μιά κουρελιασμένη πατατούκα και δηλώνοντας με τρόπο τη φλόγα του, τον ερωτά του, για τη γειτόνισσα που είναι παντρεμένη γυναίκα, μητέρα τεσσάρων παιδιών και δραστήρια επιχειρηματίας, μυλωνού.

Ο αφηγητής μας πληροφορεί ότι ο μπαρμπα-Γιαννιός πριν πολλά χρόνια ήταν πλούσιος με δικό του πλοίο, είχε πολυτελή ενδύματα, χρυσά κοσμήματα, πολλά χρήματα, υπήρξε έγγαμος και πατέρας παιδιού, «...αλλἀ τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Μασσαλίαν και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτή επ΄ώμων...», και το αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς ήταν να πεθάνουν η γυναίκα του και το παιδί του.

Το πρόβλημα σε αυτό το κείμενο είναι ότι ο Παπαδιαμάντης δεν αναφέρει άμεσα κανένα στοιχείο για την αιτία της ασωτίας του μπαρμπα-Γιαννιού, σαν να είναι κάτι το ανείπωτο, κάτι το ανομολόγητο. 

Είναι λογικό ο αναγνώστης να αναρωτηθεί για ποιό λόγο, ποιό είναι το κίνητρο, ώστε έτσι ξαφνικά, ο καλός αυτός οικογενειάρχης, ο επιτυχημένος επιχειρηματίας, σπαταλάει την περιουσία του με τις Φρύνες και τις Λαΐδες στα καμπαρέ της Μασσαλίας.

Έμμεσα ο Παπαδιαμάντης δίνει ένα σημαντικό στοιχείο, χρήσιμο για τον αναγνώστη. Πρόκειται για την επιλογή του αντικειμένου στο οποίο ο μπαρμπα-Γιαννιός κάνει την λιβιδινική επένδυση σε μιά κρίση υπομανιακής φύσεως. Το αντικείμενο αυτό είναι η πόρνη. Η πόρνη ως κοινή γυναίκα και γυναίκα ενός άλλου, (του μαστρωπού αλλά και των άλλων πελατών), είναι συγχρόνως, σε συμβολικό και φαντασιωσικό ασύνειδο επίπεδο, γυναίκα μητέρα και κυρίως η μυθική πρωταρχική μητέρα.

Ο μπαρμπα-Γιαννιός βρίσκεται κάτω από την ενόρμηση της επιθυμίας της αιμομιξίας3 και της ηδονής ως απόλαυση. Πως εξηγείται όμως η υπομανιακή κρίση του μπαρμπα-Γιαννιού; 

Υποθέτω ότι συνέβη ένα σημαντικό γεγονός που έχει σχέση με την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου και την διεργασία του πένθους.4 Διεργασία που δεν έγινε κανονικά. Στο κείμενο δεν υπάρχει καμμία αναφορά για τους γονείς και ειδικά για τον πατέρα του μπαρμπα-Γιαννιού. Αν ανατρέξουμε στην προσωπική ζωή του Παπαδιαμάντη βρίσκουμε ένα άλλο σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση της συμπεριφοράς του πρωταγωνιστή. 

Ο πατέρας του Παπαδιαμάντη πέθανε στις 2 Ιουνίου 1895. Το διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις την πρωτοχρονιά του 1896. Η υποθεσή μου είναι ότι η απώλεια του πατέρα ήταν το ερέθισμα για να γραφεί το διήγημα, κατα τη διαμονή του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, το καλοκαίρι του 1895, (Ιούλιος-Σεπτέμβριος)5, ή λίγο πριν από τη δημοσιευσή του όπως συνήθιζε. Το 1895 ο Παπαδιαμάντης είναι 44 χρονών, ώριμος συγγραφέας και ώριμος άνδρας.


Η επιλογή του αντικειμένου, στο πρόσωπο της πόρνης και αργότερα στο πρόσωπο της γειτόνισσας ως μητρικά υποκατάστατα του ήρωα, δείχνει ότι στον ψυχισμό του μπαρμπα-Γιαννιού υπάρχει μιά δυσλειτουργία σε σχέση με την προσκόλληση στην μητέρα. Πρόκειται για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα6 το οποίο δεν είχε ξεπεραστεί από την παιδική ηλικία. Η απώλεια του πατέρα ανοίγει την οδό για την πρόσβαση στην μητέρα και την πραγματοποίηση της επιθυμίας της αιμομιξίας, αλλά εκεί επεμβαίνει το υπερεγώ, διότι η μητέρα ως σεξουαλικό αντικείμενο ανήκει στον πατέρα. Αυτός προστατεύει από την επιθυμία της αιμομιξίας το παιδί, αλλά συγχρόνως τον αντιλαμβάνεται ως αντίζηλο και ανταγωνιστή, ώστε η σχέση μαζί του να χαρακτηρίζεται από συναισθήματα αγάπης-μίσους. Έτσι ο μπαρμπα-Γιαννιός θα στραφεί πρώτα προς τις πόρνες και μετά την απώλεια της περιουσίας του και τον θάνατο της γυναίκας του7 και του παιδιού του, επιστρέφει στο «παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι» όπου «πέφτει στον έρωτα» με την γειτόνισσα με την ίδια προβληματική της επιθυμίας της αιμομιξίας. Ο αφηγητής δεν αναφέρει πόσα χρόνια ο μπαρμπα-Γιαννιός κάνει την πορεία το πρωί από το σπίτι μέχρι την αγορά και τούμπαλιν την νύχτα με το ερωτικό του παραλήρημα όπου ελπίζει να τον αγαπήσει η γειτόνισσα, την οποία τόσον ο ίδιος όσο και ο αφηγητής,8 την παρουσιάζουν ως πόρνη, με μιά πολύ αρνητική περιγραφή. Περιγραφή που δεν ταιριάζει σε γυναίκα, μητέρα οικογένειας, της Σκιάθου του 1895, «πολυλογού..., ψεύτρα..., Εγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μαγουλά της.» Και κυρίως περιμένει να τον καλέσει : «Γιαννιό μου έλα μέσα.» Η έκφραση αυτή είναι κατ΄εξοχήν κάλεσμα πόρνης που καλεί τον υποψήφιο πελάτη να εισέλθει εντός του χαμαιτυπείου.

Ο μπαρμπα-Γιαννιός επιλέγει ως ερωτικό αντικείμενο και στις δύο περιπτώσεις, πρώτα τις πόρνες και μετά τη γειτόνισσα, γυναίκες που δεν είναι ελεύθερες και αδέσμευτες.

Αυτή η προβληματική παρουσιάζεται και σε άλλα κείμενα του Παπαδιαμάντη, όπως «Η γυφτοπούλα», «Η βλαχοπούλα», «Η Νοσταλγός», «Έρως-΄Ηρως», κλπ.

Ο Freud την έχει περιγράψει ως την προβληματική του «ζημιωμένου τρίτου», (Tiers lésé) και ως «έρωτα της πουτάνας», (L’amour de la putain)9, και την συνδέει με την επιθυμία της αιμομιξίας, αλλά και ως μορφή ομοφυλοφυλίας. 

Την έννοια του «ζημιωμένου τρίτου» και τον «έρωτα της πουτάνας» την έχουν αναπτύξει εκ νέου η Elsa Cayat και ο Antonio Fischetti10 ως σχέση μεταξύ ανδρών, αλλά και ο Michel Field11 για την πορνεία ως σχέση μεταξύ ανδρών που συναντιούνται διά μέσου της γυναικός με την συναλλαγή του χρήματος, (ο πελάτης με τον μαστρωπό.) 


Κι ενώ σε αλλα κείμενα ο πρωταγωνιστής εκδηλώνει έντονη ζήλεια12 για τον αντίζηλο και τον ανταγωνιστή του σε σχέση με το ποθητό αντικείμενο, στο «Ο έρωτας στα χιόνια», ο μπαρμπα-Γιαννιός ενώ ζηλεύει την ευτυχία της γειτόνισσας δεν φαίνεται να βλέπει, ούτε τον σύζυγο ως αντίζηλο και ανταγωνιστή, ούτε άλλον άνδρα.

Αυτό θεωρώ ότι οφείλεται σε ένα φαινόμενο που παρατηρείται στην θεματική του «ζημιωμένου τρίτου», αλλά και στο ότι η ψυχική λειτουργία του μπαρμπα-Γιαννιού βρίσκεται σε παλινδρομική κατάσταση δηλαδή έχει παλινδρομήσει σε ένα στάδιο ανωριμότητας σε επίπεδο νεογνού που εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη μητέρα, σε προ-οιδιπόδειο στάδιο. 

Αυτό φαίνεται από την πατατούκα και τα αυτοσχέδια άσματα.

Η πατατούκα είναι «το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους,...» Είναι πιθανόν την πατατούκα να του την είχαν προσφέρει οι γονείς του όταν πρωτομπαρκάρησε ναύτης στη βρατσέρα του εξαδέρφου του και γι΄αυτό έχει μεγάλη συναισθηματική αξία.

Η πατατούκα αναφέρεται στο κείμενο πέντε φορές και πάντοτε ως ρούχο συνοδείας και όχι ως ένδυμα, παρ΄όλο που ο χειμώνας είναι βαρύς. Θα ήταν λογικό να την αναφέρει ως ένδυμα αλλά εδώ η πατατούκα δεν πλοιρεί το ρόλο του ενδύματος διότι ο μπαρμπα-Γιαννιός σε όλο το διήγημα την έχει πάντοτε μαζί του αλλά δεν την φοράει, μόνο την ρίχνει στους ώμους δηλαδή δεν είναι ένδυμα που θα το φορέσει για να προφυλαχθεί από το κρύο αλλά ένα ρούχο που το κουβαλάει μαζί του για συναισθηματικούς και ψυχολογικούς λόγους :


«Και αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκα του, το μόνον ρούχο οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους,...»


«Είχεν αρχίσει το σταδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του.»


«και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ΄ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν,...»


«Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του,...»


«Ν΄ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την  κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον, τον παλαιόν και καταρέοντα, και την πατατούκαν, την λερήν και κουρελιασμένην.»

 

Η πατατούκα και τα αυτοσχἐδια άσματα είναι για τον μπαρμπα-Γιαννιό τα μεταβατικά αντικείμενα και τα μεταβατικά φαινόμενα. Όπως τα μωρά έχουν ένα μικρό πανί ή ένα λούτρινο αρκουδάκι, συχνά μπορεί να είναι ολόκληρη κουβέρτα. Αυτό το αντικείμενο τα παιδιά το έχουν πάντοτε μαζί τους για να αισθάνονται ασφάλεια όταν απουσιάζει η μητέρα ή ο πατέρας που συχνά αντικαθιστά τη μητέρα και δεν δέχονται ούτε να πλένεται, ούτε την αντικαταστασή του. Την ίδια λειτουργία εξυπηρετούν τα αυτοσχέδια άσματα του μπαρμπα-Γιαννιού. Τα μικρά παιδιά πριν κοιμηθούν ή όταν βρίσκονται μόνα τους αφήνουν μικρές φωνές σαν τραγουδάκι, κρατώντας ή βυζαίνωντας το μεταβατικό αντικείμενο, (λούτρινο παιχνίδι ή πανί), που τα βοηθάει να αισθάνονται ασφάλεια για να κοιμούνται. Το φαινόμενο το έχει περιγράψει ο βρετανός παιδοψυχίατρος D. W.Winnicott.13

Έτσι και ο μπάρμπα-Γιαννιός έχοντας πάντοτε την πατατούκα μαζί του, «...δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του : 


Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,

κάνε κ΄εμένα γείτονα με την γειτονισσά σου.»


Μέχρι εδώ ο μπαρμπα-Γιαννιός βρίσκεται σε μιά υπομανιακή φάση,  ελπίζει, είναι εύθυμος, τραγουδάει, εκδηλώνει την επιθυμία του προς τη γειτόνισσα, αφήνοντας με τρόπο λόγια έρωτος, ψευτοεργάζεται στο λιμάνι, αλλά μάλλον έχει ανορεξία διότι πουθενά στο κείμενο δεν υπάρχει αναφορά ότι ο μπαρμπα-Γιαννιός τρέφεται, εκτός από τη φράση ότι βγάζει «κανένα χταπόδι εντός του λιμένος», χωρίς να λέει εάν το έτρωγε ο ίδιος ή το πουλούσε στα καφενεία ή στα εστιατόρια του λιμανιού, αντιθέτως πίνει, λίγα ποτήρια για να ξεχάσει ή να ζεσταθεί. Για το θέμα του ύπνου το κείμενο αναφέρει ότι «εσηκώνετο το πρωί», αλλά δεν αναφέρει ότι ξύπναγε, λέει «πριν απέλθη να κοιμηθεί», αλλά δεν σημειώνει ότι κοιμόταν, επομένως μας επιτρέπεται να υποθέσουμε ότι έχει διαταραχές του ύπνου.


Στην αρχή της τρίτης ενότητας ο αφηγητής μας πληροφορεί ότι ο έρωτας του μπαρμπα-Γιαννιού για τη γειτόνισσα είναι ένα είδος θεραπείας : «Και είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Μασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του.»

Μην έχοντας καμία ανταπόκριση εκ μέρους της γειτόνισσας στην ουτοπική και παραληρηματική επιθυμία του το ρίχνει στο πιοτό : «Και είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάσει την γειτόνισσαν.»


Έπειτα ο μπαρμπα-Γιαννιός σε μιά κατάσταση ζήλειας και φθόνου αναπτύσσει μιά πρώτη φάση εσχατολογικού παραληρήματος : 

  «Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύχτα, μεσάνυχτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις το μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν΄ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσάν της ν΄αλέθη, κ΄ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνιζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.

   -Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... να τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... Ένας γέρο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

   Εφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν΄ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοτσύφια...»

Ο μπαρμπα-Γιαννιός βρίσκεται σε διανοητική σύγχυση, έχει χάσει την ακριβή και καθαρή σκέψη. Σε αντίθεση με την πολιτισμική και θρησκευτική, περιγραφή του έρωτα, από τον Όμηρο ως την Ιταλική Αναγγένηση και μέχρι την εποχή που γράφτηκε το διήγημα, όπου ο έρωτας είναι ένα πτερωτό αγοράκι ή έφηβος με τόξο και βέλη, ο μπάρμπα-Γιαννιός φαίνεται σαν να το αγνοεί κι εύχεται, «Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!.., να είχε βρόχια... να είχε φωτιές...», και τον φαντάζεται σαν γέρο-Φερετζέλη που φέρνει τον θάνατο.

Ενώ ο Έρωτας είναι πηγή ζωής, η ίδια η ζωή, διότι κατά μία εκδοχή, στην ελληνορωμαΐκή μυθολογία, ο Έρωτας είναι ο πρώτος θεός και δι΄αυτού έγιναν όλα, εδώ ο Παπαδιαμάντης τον ταυτίζει με τον Θάνατο και φαίνεται να αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητά του. Βέβαια ο Έρωτας και ο Θάνατος έχουν συγγένεια, ενώ δεν έχουν πατέρα, είναι και οι δύο παιδιά της Νύχτας.14


Στην τέταρτη ενότητα όπου ο αφηγητής ξαναπιάνει την αφήγηση όπου την άφησε στην αρχή, σαν συνέχεια από την πρώτη σειρά, και αντιστοιχεί στην πρώτη βραδιά της αφήγησης δηλαδή στην παραμονή των Χριστουγέννων, ο μπαρμπα-Γιαννιός κάνει δηλώσεις όπου φαίνονται οι μαύρες συγκεχυμένες ιδέες του περί θανάτου και εισέρχεται σε κατάσταση μελαγχολίας :

   «-΄Ενας Θεός θα μας κρίνη... κ΄ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση. Και είτα μετά στεναγμού προσέθετε :

   -Κ΄ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.»


Αλλά φαίνεται να ελπίζει ακόμη γιατί εξακολουθεί να «...υποψάλη το σύνηθες άσμα του :


Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,

Κάμε κ΄εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.»


Στη συνέχεια, που αντιστοιχεί στη δεύτερη αφηγηματική βραδιά, παραμονή του Αγίου Βασιλείου και της Πρωτοχρονιάς, το εσχατολογικό παραλήρημα παίρνει μιά σαδιστική χροιά όπου ο μπαρμπα-Γιαννιός φαντάζεται τον θάνατό του καλυμμένο από το χιόνι αλλά και τον θάνατο της γειτόνισσας και όλης της οικογένειάς της και όλου του κόσμου, σε μιά ουτοπική ιδέα εξαγνισμού σε σημείο που αρνείται την παραστασή τους, μετά θάνατον, στο όμμα του Θεού, «...του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου.» Την άρνηση αυτή την επαναλαμβάνει στο τέλος του διηγήματος όταν ο μπαρμπα-Γιαννιός, μεθυσμένος κατά κόρον, πέφτει κάθετα, «και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.»15 

Ο αφηγητής έρχεται σε αντίθεση με την ιουδαιοχριστιανική μυθολογία περί κρίσεως των ψυχών μετά θάνατον αλλά και με την φιλοσοφική θεωρία του Πλάτωνα που την αναπτύσσει στο έργο του Πολιτεία στον μύθο του Ηρώς.16 :

«Εφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, εν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώσει και ν΄ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τα αμαρτίας, όλα τα περασμένα : Το καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τα αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Μασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου. Ν΄ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην : Να σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμογελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της : Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!»


Έτσι την τρίτη αφηγηματική βραδιά, που αντιστοιχει στην παραμονή των Φώτων και του αγιασμού των υδάτων, όταν ο μπαρμπα-Γιαννιός, «επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.», ο Παπαδιαμάντης μας δίνει μια κλινική περιγραφή της μελαγχολίας ως νοσογραφικής οντότητας17 : 

«Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ΄ανέπνεε πλέον. (Ψυχοκινητική επιβράδυνση)

Χειμών βαρύς, οικία καταρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ανία, κόσμος βαρύς,  κακός, ανάλγητος.(Αισθάνεται δυστυχής και απειλούμενος)

Υγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. (Σύνδρομο του Κοτάρ)

Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε, να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. (Ανηδονία. Κατάθλιψη ακραίας μορφής)

Έπιε διά να σταθή, έπιε για να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος. (Προμελετημένη αυτολυτική πράξη)

.....

Δεν ημπορούσε να σχηματίση λογική πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας. (Διανοητική σύγχυση)

......

Εδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ΄εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια οι λέξεις :

  «Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...» (Σύγχυση)

......

-Και εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε...ζωντανό σοκάκι. ( Έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτοκατηγορία)


Είχαν οι φωτιές έρωτα... Είχαν οι θηλιές χιόνια!»


Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο μπαρμπα-Γιαννιός κατά τη διάρκεια της αυτολυτικής του πράξης πνίγεται εντός του ύδατος, (το χιόνι), και του οίνου, την παραμονή των Φώτων και του αγιασμού των υδάτων, συμβολισμός που παραπέμπει στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον Βαπτιστή.18


Ο έρωτας στα χιόνια, όπως δηλώνει ο τίτλος, είναι τελικά ο θάνατος. Σε μιά κλινική, επιστημολογική προσέγγιση, λαμβάνοντας υπ΄όψιν τις ψυχαναλυτικές έννοιες και κυρίως την προσέγγιση του θέματος του πένθους και της μελαγχολίας από τον Freud νομίζω ότι παρουσιάζει  ενδιαφέρον για την κατανόηση της προβληματικής του κειμένου, η υπόθεση ότι ο μπαρμπα-Γιαννιός πάσχει από παραληρηματική μελαγχολία. 

Σύμφωνα με τον  Freud το πένθος και η μελαγχολία έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, πλην ενός που το βρίσκουμε μόνο στην μελαγχολία και αυτό είναι η έλλειψη αυτοεκτίμησης. 

Στον μπαρμπα-Γιαννιό βρίσκουμε την έλλειψη αυτοεκτίμησης : «Κι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.»

Αισθάνεται χωρίς αξία γιατί η γειτόνισσα, σαν εξωτερικός παράγοντας, ως μητρικό υποκατάστατο, αλλά και κανείς άλλος από το περιβάλλον όπου ζει, δεν του δίνει αξία.

Οι γειτονοπούλες τον κοροϊδεύουν : «Ο μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας.»

Ο Freud κάνει την υπόθεση ότι πριν από την απώλεια της αυτοεκτίμησης, υπήρξε απώλεια ενός αντικειμένου, (για τον μπαρμπα-Γιαννιό είναι ο πεθαμένος πατέρας), που είχε αγαπηθεί με ναρκισσιστική αγάπη, δηλαδή όπως ο ίδιος ο εαυτός του, τρόπος αγάπης που κάνει το αγαπημένο αντικείμενο ασύνειδο, αλλά και την απωλειά του ασύνειδη.

«Ο ασθενής, λέει ο Freud, ξέρει ποιόν έχασε, αλλά όχι τι έχασε σε αυτό το πρόσωπο.»19

«Η μελαγχολία έπεται μετά την απώλεια ενός αγαπημένου αντικειμένου που εθεωρείτο αναπόσπαστο τμήμα του εαυτού του, απαραίτητο για την υπαρξή του. 

Ο Freud προτείνει την υπόθεση ότι εάν το αντικείμενο που αγαπιέται ναρκισσιστικά, χάνεται, το υποκείμενο χάνει τμήμα του εγώ του, έτσι μισεί το αντικείμενο που του αφαιρεί τμήμα από το εγώ του και όταν αυτή η ποσότητα ναρκισσιστικής αγάπης ελευθερώνεται και έρχεται προς το εγώ του υποκειμένου, το υποκείμενο μισεί τον εαυτό του και σκέφτεται την αυτοκτονία.»20


Ο μπαρμπα –Γιαννιός στην προσπαθειά του να κάνει το πένθος οδηγείται από τον μηχανισμό άμυνας της ενδοβολής, στην ενσωμάτωση του ναρκισσιστικού αντικειμένου στο ψυχικό του Εγώ, έτσι χάνοντας το αντικείμενο φθάνει στην απώλεια του ίδιου του, του εαυτού.


Για τον πατέρα του μπαρμπα-Γιαννιού δεν υπάρχει καμμία αναφορά στο κείμενο. 

Ο μπαρμπα-Γιαννιός ως πατέρας περιγράφεται ως ανίκανος, σπάταλος, αλητόβιος, αλκοολικός, ερωτιδεύς, με συμπεριφορά που έρχεται σε αντίθεση με τις εντολές της ιουδαιοχριστιανικής θρησκείας, «Ου μοιχεύσεις. Ουκ επιθυμήσεις την γυναικα του πλησίον σου...»

Ο σύζυγος της γειτόνισσας, παρ΄ολο που αναφέρεται πέντε φορές στο κείμενο, τέσσερεις ως ο άνδρας της πολυλογούς και μία ως σύζυγος, είναι σχεδόν ανύπαρκτος ως πατρική φιγούρα. Μόνον στο τέλος, όταν ο μπαρμπα-Γιαννιός χτυπάει κατά λάθος το ρόπτρον, εμφανίζεται, ανοίγει το παράθυρο, ρωτάει «ποιός είναι;» και αφού δεν λαμβάνει απάντηση, μονολογεί ο ίδιος «Δεν είναι τίποτε», χωρίς τελικά να σώζει τον ήρωα.

Ο Έρωτας ως πρώτος θεός και πατέρας των πάντων, ταυτοποιείται, από τον αφηγητή, με τον αδερφό του τον Θάνατο.

Τον Κριτή, τον Παλαιό ημερών, τον Τρισάγιο, που είναι ο θεός ως αιώνιος πατέρας, ο προϋπάρχων, σύμφωνα με το ιουδαιοχριστιανικό δόγμα, ο αφηγητής τον αρνείται γιατί επιλέγει ώστε ο μπαρμπα-Γιαννιός, αφού θα έχει εξαγνισθεί από το χιόνι, να μην παρασταθεί ενωπιόν του στην τελική κρίση. 

Αν εξετάσουμε μόνο με θρησκευτικά κριτήρια τον ρόλο του πατέρα στο κείμενο δεν μπορούμε να αποφύγουμε την υπόθεση ότι ίσως στο κείμενο του Παπαδιαμάντη γίνεται ταύτιση του Έρωτα με τον Κριτή, τον Παλαιό ημερών, τον Τρισάγιον.


Πολλοί μελετητές θεωρούν το διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια» ως αυτοβιογραφικό, άποψη με την οποία διαφωνεί ο Γ. Κεχαγιόγλου που το κατατάσσει στην κατηγορία του χριστιανικού ρεαλισμού.21

Ωστόσο ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης αναφέρει στα κειμενά του, «Λαμπριάτικος ψάλτης» και «Ο καλόγερος», ότι η χρήση και προσωπικών στοιχείων αποτελεί μέρος της λογοτεχνικής του παραγωγής.

Προσωπικά θεωρώ ότι υπάρχουν εδώ ορισμένα αυτοβιογραφικά στοιχεία, η Σκιάθος, η λερή και κουρελιασμένη πατατούκα, ο αλκοολισμός, οι απόπειρες αυτοκτονίας, η απώλεια του πατέρα, παρ΄όλο που αυτό το τελευταίο δεν αναφέρεται άμεσα.


Το διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια» βρίσκεται σε συνάρτηση με άλλα κορυφαία κείμενα του Παπαδιαμάντη που έχουν άμεσο ή έμμεσο εξομολογητικό χαρακτήρα. Τέτοια κείμενα είναι : 

«Η μαυρομαντηλού», «Η Νοσταλγός», «Λαμπριάτικος ψάλτης», «Τα δαιμόνια στο ρέμα», «Υπό την βασιλικήν δρυν», «Ολόγυρα στη λίμνη», «Στην Αγία Αναστασιά», «Η φαρμακολύτρια», «Αμαρτίας φάντασμα», «Όνειρο στο κύμα», «Τα ρόδινα ακρογιάλια», «Η φόνισσα», «Το ιδιόκτητο», «Ο αυτοκτόνος», «Ο κοσμολαΐτης»...

Αυτά τα κείμενα λειτουργούν μεταξύ τους σαν συγκοινωνούντα δοχεία και υποδηλώνουν ότι, ο μεγαλύτερος συγγραφέας της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας, ο άνθρωπος Παπαδιαμάντης, είχε επίγνωση της προσωπικής του τραγωδίας. 



Κώστας Αλεξόπουλος

Παρίσι, Ιανουάριος 2021





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ :


1. Αναφέρομαι στο κείμενο των εκδόσεων Δόμος, Άπαντα ΙΙΙ, επιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, 1989, σελ. 105-110.


2. Γ. Κεχαγιόγλου : «Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη "Ο έρωτας στα χιόνια"»,  στο Φώτα Ολόφωτα, Ε.Λ.Ι.Α, Αθήνα 1981. Ο οποίος κάνει λάθος γράφοντας ότι το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1895, εκτός εάν είναι τυπογραφική αβλεψία. Το διήγημα  δημοσιεύτηκε την Πρωτοχρονιά του 1896.


3. Την έννοια της επιθυμίας της αιμομιξίας στο έργο του Παπαδιαμάντη την έχει αναδείξει ο Guy (Michel) Saunier στο Εωσφόρος και Άβυσσος, Ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, Άγρα 2001.


4. S. Freud : «Deuil et Mélancolie», στο Métapsychologie, σελ. 145-171. Gallimard 1968. Ελληνική μετάφραση, Δοκίμια μεταψυχολογίας, Πλέθρον 2020.


5. Έρη Σταυροπούλου. «Χρονολόγιο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)» Περ. Διαβάζω, τεύχος 165, Αθήνα, (11 Μαρτίου 1987). www.papadiamantis.net


6. S. Freud : Cinq leçons sur la psychanalyse. «Quatrième leçon», σελ.57-70. Petite Bibliothèque Payot. 2001. 

Ελληνική μετάφραση, Πέντε διαλέξεις για την ψυχανάλυση, Νίκας, Αθήνα 2016.


7. Το κείμενο δεν αναφέρει κανένα στοιχείο για την γυναίκα του μπαρμπα-Γιαννιού.


8. Η αφήγηση είναι τέτοια που δεν είναι σαφές εάν πρόκειται για τις σκέψεις του μπαρμπα-Γιαννιού ή αυτές του παντογνώστη αφηγητή. Βλέπε Γ. Γ. Φαρίνου  : «Ο έρωτας στα χιόνια : Μιά ανάγνωση.» Στο Φώτα Ολόφωτα, Ε.Λ.Ι.Α, Αθήνα 1981. Επίσης Γ. Φαρίνου - Μαλαματάρη : Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη 1887-1910, σελ. 80, Κέδρος Αθήνα 1987.


9. S. Freud : «Contributions à la psychologie de la vie amoureuse : I, Un type particulier de choix d'objet chez l'homme (1910)», στο La vie sexuelle, PUF 1969, σελ. 45-55.

Επίσης, «Sur quelques mécanismes névrotiques dans la jalousie, la paranoïa et l'homosexualité (1922)», στο Névrose, psychose et perversion, Puf, Paris 1973, σελ. 271-281. 


10. Elsa Cayat και Antonio Fischetti : Le Désir et la Putain : Les Enjeux cachés de la sexualité masculine. Albin Michel, Paris 2007.


11. M. Field : «De la prostitution», στο L'argent pour une réhabilitation morale, περ. Autrement N° 132, σελ. 39-50, Octobre 1992.


12. Για τη ζήλεια στο έργο του Παπαδιαμάντη βλέπε : N. Evzonas, «Le désir jaloux ou l'obstacle du Rival», σελ. 124-151, στην διατριβή του, Le désir érotique dans l'œuvre d'Alexandre Papadiamantis, Université Paris V. 2012. 


13. D. W. Winnicott : «Objets transitionnels et phénomènes transitionnels», στο Jeu et réalité, l'espace potentiel, σελ. 7-39, nrf, Editions Gallimard, Paris 1975. 


14. P. Grimal : Dictionnaire de la Mythologie grecque et romaine,  Presses Universitaires de France, Paris 1951, σελ. 147-148 και 447.

-R. Graves : Les mythes grecs, Librairie Fayard, Pluriel, Paris 1967, σελ. 67. Ελληνική μετάφραση Οι ελληνικοί μύθοι, Κάκτος 1998.

-Αριστοφάνης. Όρνιθες, 693-697

-Πλάτων. Συμπόσιο, 178a-178d


15. Για τις θρησκευτικές προσεγγίσεις του διηγήματος βλέπε :

-Γ. Κεχαγιόγλου, όπου προηγ. -Α. Καστρινάκη : «Ο Xριστός στα χιόνια (Παπαδιαμαντικό)», στο Ζητήματα νεοελληνικής φιλολογίας : Μετρικά, υφολογικά, κριτικά, μεταφραστικά. Μνήμη Ξενοφώντα Α. Κοκόλη, Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 335-343. -Σ. Ν. Φιλιππίδης : «Tο χιόνι των Χριστουγέννων. Η θειακούλα του Βλαχογιάννη και O έρωτας στα χιόνια του Παπαδιαμάντη.»  Πρακτικά Β΄διεθνούς συνεδρίου 2001, σελ. 572-585. www.papadiamantis.net 


16. Πλάτων : Πολιτεία 614b-621d. Ο Παπαδιαμάντης γνώριζε πολύ καλά τα έργα του Πλάτωνα. Γι΄αυτό το θέμα βλέπε : Ν. Α. Ε. Καλοσπύρος : Η αρχαιογνωσία του Α. Παπαδιαμάντη, Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών, Εκδόσεις Δόμος. www.papadiamantis.net


17. M. -C. Hardy-Baylé : Enseignement de la Psychiatrie, Sémiologie et logique décisionnelle en psychiatrie, Doin Editeurs, Paris 1986, σελ. 45-94.


18.  Ο Guy (Michel) Saunier στο Εωσφόρος και Άβυσσος, αναφέρει τον πνιγμό εντός του ύδατος ως επαναλαμβανόμενη  προβληματική στο έργο του Παπαδιαμάντη όπου επιστατεί ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Βαπτιστής και συγκεκριμένα για τον μπαρμπα-Γιαννιό που πνίγεται στο νερό και στο κρασί. Σελ. 234, 378, 386.


19. S. Freud, όπου προηγ. σημ. αρ. 4.


20. Pierre Marie : «Lecture de deuil et mélancolie», περ. La clinique lacanienne, 2014/1 n° 25, Eres, σελ. 143-156.


21. Γ. Κεχαγιόγλου, όπου προηγ. σημ. αρ. 2.



*Πρώτη δημοσίευση Περιοδικό Οδός Πανός, τεύχος 192, Ιανουάριος-Μάρτιος 2022

 




samedi 16 octobre 2021

ΕΠΙΣΚΕΨΗ

 Ο γιός μου είναι άρρωστος. Τον πηγαίνω στα επείγοντα του νοσοκομείου όπου εργάζομαι και μετά αργά τη νύχτα σαν να έχουμε πάει να κοιμηθούμε στον ξενώνα του κοινωνικού τμήματος όπου φιλοξενούνται οι άστεγοι. Το πρωί όλοι βρίσκονται σε εγρήγορση γιατί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας έρχεται επίσκεψη έκπληξη να δει ιδίοις όμασι πως λειτουργούν οι υπηρεσίες του κράτους. Εμείς θέλουμε να φύγουμε και τότε ομάδα συνδικαλιστών με αναγνωρίζει. Διαμαρτύρονται, η παρουσία μου τους ενοχλεί. Υποστηρίζουν ότι ήρθα με δόλο να κάνω μυστική κλινική έρευνα, έτσι είχε κάνει ένας κοινωνιολόγος-ψυχαναλυτής πριν από δεκαπέντε χρόνια και έκτοτε άρχισαν οι περικοπές δαπανών στο ίδρυμα και οι απολύσεις προσωπικού. Αντιδρώ άμεσα και τους λέω ότι η ρητορική τους δεν στέκει, η κακή εικόνα του ιδρύματος οφείλεται στο ότι δεν εργάζονται και περνούν τον χρόνο τους πίνωντας καφέδες φραπέ ενώ συζητούν συνέχεια για τούρκικα σήριαλ. Οι περισσότεροι χτυπούν κάρτα και φεύγουν, πηγαίνουν ν΄ανοίξουν τα μαγαζιά τους στο εμπορικό κέντρο απέναντι. Τα λόγια μου σκεπάζονται από τη μουσική, η ορχήστρα της προεδρικής φρουράς παίζει εμβατήρια και μετά ακολουθεί ο εθνικός ύμνος.

Επειδή ο γιός μου δεν μπορεί να περπατήσει τον παίρνω στους ώμους όπως όταν ήταν μικρός και προχωρώντας στη μεγάλη γαλαρία κατευθυνόμαστε προς την έξοδο για να πάρουμε το τραμ.
Κατεβαίνουμε στο σταθμό του τραίνου στο χωριό Καραβόμυλος. Ο γιός μου είναι τώρα ο αδερφός μου και μόλις απολύθηκε από το στρατό. Θέλει να πάμε να δει έναν πρώην συμμαθητή του από το Λύκειο Στυλίδος. Έχουν ένα παλιό κόκκινο τρακτέρ ΙΜΤ Γιουγκοσλαβικής κατασκευής αλλά είναι κατακαίνουργο σαν να το αγόρασαν σήμερα. Είναι σταθμευμένο στον ίσκιο της γέρικης μουριάς στην αυλή του σπιτιού τους. Ο αδερφός μου θέλει να το οδηγήσει να πάει μια βόλτα κατά μήκος της θάλασσας, όμως εγώ δεν συμφωνώ, του λέω ότι δεν είναι τώρα ώρα για βόλτες. Πάνω στην ώρα έρχεται ο πατέρας μας με το κόκκινο Datsun κατακαίνουργο όπως το είχαμε αγοράσει το 1979. Κατεβαίνει και πηγαίνει να χαιρετήσει την οικογένεια του φίλου του. Τον βλέπω που προχωρεί κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού και το σώμα του δεν αφήνει σκιά. Ο φίλος του αδερφού μου προτείνει στον πατέρα μας να ξαπλώσει στο ντιβάνι που είναι δίπλα στο τρακτέρ κάτω από τη γέρικη μουριά.
«Θα φύγουμε αμέσως», λέει ο πατέρας μου, «ήρθα να πάρω τα παιδιά.»
Καθώς επιβιβαζώμαστε στο φορτηγό, ο πατέρας μου μού δίνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου να οδηγήσω και μου λέει εμπιστευτικά στο αριστερό αυτί.
«Η μάνα σου ετοίμασε χορτόπιτα και μοσχαρίσιο κρέας με μακαρόνια, όπως σου αρέσει.»





Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...