vendredi 18 juin 2021

Τρία Πινάκια

Τρια Πινακια
310804
Οι πυροσβεστες ερχονται να κανουν ασκησεις στο νοσοκομειο και σαν να ειναι το σταδιο στην αυλη του Λυκειου Στυλιδος. Κανουν ασκησεις με τα φλογοβολα, τα εχουν στους ωμους, φορουν γιαλιστερα κρανη, απολυμαινουν το σταδιο με τις φλογες. Ειμαι στις κερκιδες του σταδιου, στη νοτια πλευρα. Η πριγκιπισσα φθανει με ενα πρασινο καμπριολε αυτοκινητο, τη συνοδευει ενας νεαρος σωματοφυλακας. Θελω να της κανω καλη εντυπωση, κοιταζω το ντυσιμο μου, ειμαι ικανοποιημενος απο την εμφανιση μου.
Απο την εισοδο του βορρα φθανουν οι κλοσσαρ, τους αδειαζει το λεωφορειο της νομαρχιας, τους μαζευει καθε μερα στο Παρισι. Τους βλεπω, προχωρουν με ασταθες βαδισμα μεθυσμενων. Ειναι αυτοι που προκειται να τους καψουν οι πυροσβεστες με τα φλογοβολα, κατω απο τα βλεμματα του πολυχρωμου πληθους που περιμενει ορυμαγδον.
070904
Ειμαστε με τα παιδια στη Λουτσα το καλοκαιρι. Ειναι πρωι γυρω στις δεκα. Βλεπω ενα συννεφο, ερχεται απο την ανατολη. Ειναι ολομαυρο, αποτελειται απο ξερα αγκαθια. Οταν φθανει στο υψος μου ειναι απο ξερα κλαδια σχοινου. Ενα δευτερο συννεφο ερχεται ειναι μαυρο, μια γυναικα με μαυρα ενδυματα, σαν ορθοδοξη καλογρια, στεκεται ορθια πανω στο συννεφο. Εχει μαζι της μια μαυρη γατα με χρυσα ματια. Η γατα κατεβαινει, πηγαινει μεσα στην καλυβα, κανει ζημιες, μετα πινει γαλα σε μια κουπα που της εδωσαν τα παιδια καταγης. Η Λιζα διαμαρτυρεται. Ομως εγω βλεπω τη γατα εξω, με κοιταει με τα κιτρινα χρυσα ματια της, σαν φλογες. Η Λιζα ερχεται εξω, απορει πως γινεται και η γατα ειναι μεσα κι εξω. Η καλογρια λεει στη γατα να ανεβει στο συννεφο, προσπαθει να φυγει προς τον ουρανο αλλα δεν τα καταφερνει, μονο για λιγο το συννεφο υψωνεται και ξανακατεβαινει. Το συννεφο στεκεται αιωρουμενο σε υψος ενος μετρου απο το εδαφος. Τοτε ερχεται ενας γερος ντυμενος με μαυρα ενδυματα, με ασπρα μαλλια και ροδοκοκκινο προσωπο. Απλωνει το χερι του να με χαιρετησει εγκαρδια, αλλα το ανασυρει μολις προσπαθω να το αγγιξω. Ηρθε να βοηθησει την καλογρια να ανυψωσει το συννεφο. Καθως το συννεφο απογειωνεται την ρωταει γιατι αργησε να τον καλεσει.
181004
Εχω μια μοτοσικλετα μεγαλου κυβισμου, κατεβαινω με ταχυτητα 110 χιλιομετρων στο δρομο απο το Ανυδρο προς τον Αγιο Νικολαο Στυλιδος. Ειναι χωματοδρομος γεματος γλοιωδεις λασπες, μοιαζουν με φρεσκα κοπρανα ανοιχτου χακι χρωματος. Ειναι νυχτα αλλα το τοπιο φωτιζεται απο το φως της σεληνης, ειναι δυνατο σαν το φως ηλεκτρικων λαμπτηρων. Πισω μου τρεχει ενας ανδρας πενηνταρης, τρεχει και τρεχει διπλα μου. Λεω να επιταχυνω τη μοτοσικλετα να τον αφησω πισω μου, αλλα εις ματην, ο ανδρας τρεχει παντοτε στο ιδιο υψος. Ειναι ο Αγιος Γεωργιος, του λεω να ανεβει στη μοτοσικλετα, ανεβαινει και σαν να ειναι το λευκο του αλογο, τρεχει καλπαζοντας με ταχυτητα. Παρακατω βλεπουμε εναν αλλο ανδρα, τρεχει με μια μοτοσικλετα οπως εμεις. Ειναι ο Αγιος Δημητριος με το μελι του αλογο. Τρεχουμε οι δυο Αγιοι κι εγω, με τις μοτοσικλετες, να συναντησουμε τον Αι-Νικολα.
Πρωτη δημοσιευση περιοδικο (δε)κατα, τευχος 26, καλοκαιρι 2011

 

Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...