samedi 1 avril 2023

Η φωλιά*


 Η φωλιά


Ο αδερφός μου κι εγώ δεν είμασταν κυνηγοί πουλιών, δεν φτιάχναμε παγίδες, ούτε για πουλιά, ούτε για λαγούς. Δεν είχαμε σφεντόνες. Ο πατέρας μας απαγόρευε τέτοια παιχνίδια. Μόνο μιά χρονιά, με βαρύ χειμώνα,  ο γιός του γειτονά μας, είχε το μαντρί του με τα πρόβατα νοτιοδυτικά του Γελαδόγροικου, μας χάρισε μιά παγίδα, την έστησε κάτω από την αμυγδαλιά στην ανατολική πλευρά του κήπου μας. Μαζεύονταν εκεί πολλά σπουργίτια. Ένα μεσημέρι μόλις επιστρέψαμε από το σχολείο είδαμε την παγίδα πεσμένη. Ο αδερφός μου έτρεξε και πήρε ένα σπουργίτι που είχε πιαστεί ζωντανό μέσα στη λακούβα. Το έφερε στο σπίτι. «Άκου πως χτυπάει η καρδιά του, φοβάται», μου είπε και μου το έβαλε στα χέρια.

Αυτός ο ταχύτατος κτύπος της καρδούλας του μικροσκοπικού πτηνού μ΄έκανε να καταλάβω, για πρώτη φορά, την ωμή ανακύκλωση του αιώνιου σύμπαντος.

Το σπουργίτι το αφήσαμε να πετάξει ελεύθερο από το ξύλινο μπαλκόνι. Την παγίδα την έκαψε ο πατέρας μας στο φούρνο.


Σε μιά θυρίδα πάνω από την πόρτα του Αγίου Γεωργίου, τα πουλιά, ήταν μικρά γκρίζα τσοπανάκια, είχαν χτίσει με πηλό τη φωλιά τους. Είχε κυκλικό σχήμα, στην μέση ήταν η τρύπα της εισόδου. Ο αδερφός μου κι εγώ είχαμε ειδική σχέση φιλίας με αυτά τα πουλιά. Έρχονταν στο σπίτι μας, χτυπούσαν με το ράμφος το τζάμι στο παράθυρο του ανατολικού δωματίου που έδινε στο ξύλινο μπαλκόνι, σαν να μας έλεγαν πεινάμε. Τους δίναμε ψίχουλα στον κήπο.

Τα καλοκαίρια, μετά το κλείσιμο του σχολείου, όταν φεύγαμε να πάμε στα γίδια μας στο θερινό μαντροστάσι, τα πουλιά έρχονταν δίπλα στο φούρνο, κελαηδούσαν, μας αποχαιρετούσαν, ήταν σύσωμη η οικογένεια, οι γονείς και τα παιδιά τους.

Και μόλις επιστρέφαμε τον Σεπτέμβριο τότε να δεις χαρές και ν΄ακούσεις κελαϊδίσματα, έδιναν κονσέρτο για μάς.


Τη φωλιά τους τη χάλασε εν μέρει ο Βασίλης ο Λιακαμπάς ένα απόγευμα. Ήταν Οκτώβριος. Παίζαμε μπάλα στην αυλή της εκκλησίας και χωρίς καμμιά αφορμή ο Βασίλης πήρε ένα ραβδί, το έβαλε μέσα στην τρύπα της εισόδου και κατάφερε να καταστρέψει τμήμα της φωλιάς. Έτρεξα καταπάνω του με οργισμένες φωνές, τον τράβηξα προς τα πίσω, κατάφερα να τον απωθήσω σπρωχνοντάς τον προς την έξοδο του αυλόγυρου, δίνοντας του χτυπήματα κατακέφαλα με το ραβδί. Έφυγε τρέχωντας και έκτοτε δεν ξαναπάτησε στον Αϊ-Γιώργη.


Οι δύο αδερφοί Λιακαμπά ήταν πολύ ζωηροί. Κυνηγούσαν τα σκυλιά στο δρόμο, έσφαζαν γάτες με το πριόνι, πείραζαν τα μικρότερα παιδιά. Εμείς, ο Αλέκος Μακαρένκο και ο αδερφός του, ο αδερφός μου κι εγώ, τους φοβόμασταν, ήταν επιθετικοί μαζί μας, μας έβριζαν, μας κορόϊδευαν, μας φοβέριζαν, μας χτυπούσαν. 

Στην πρώτη δημοτικού, είχα ήδη συγκρουστεί με τον Μήτσο γιατί δεν με άφηνε σε ησυχία. Το αποτέλεσμα ήταν να τραυματιστεί στο δεξιό μηρό. Παλεύοντας είχαμε κυλιστεί πάνω σε κοφτερές πέτρες και όπως αυτός βρέθηκε από κάτω σχίστηκε το παντελόνι του, έπαθε εκδορές σε πολλά σημεία, έτρεχε το αίμα, έβαλε τα κλάματα και τρέχοντας πήγε να παραπονεθεί στη μάνα του. Ήρθε να εξηγηθεί με τη δική μου και μετά από αυτό οι Λιακαμπάδες σταμάτησαν να μ΄ενοχλούν αλλά πείραζαν συνέχεια τον Αλέκο μέχρι την τελευταία τάξη του δημοτικού οπότε ως μεγαλύτερος αποφάσισα να επέμβω.

Ο Βασίλης ο Λιακαμπάς ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος αλλά είχε μείνει πέντε χρονιές στην ίδια τάξη, έτσι τελειώσαμε μαζί το δημοτικό.

Ήταν οι διακοπές του Πάσχα, η εβδομάδα μετά την Ανάσταση. Ο Λιακαμπάς από μέρες κορόϊδευε και απειλούσε τον Αλέκο. Τον προκάλεσα σε μονομαχία μπροστά στο σπίτι του Μαλλιά. Του λέω : "Αφού είσαι τόσο μάγκας και πειράζεις τον Αλέκο έλα να παλέψουμε να δούμε πόσο δυνατός είσαι."

΄Ηταν δυνατός αλλά δεν είχε επιθετική τεχνική. Απεναντί του ήμουν αδύναμος, του έριχνα χτυπήματα στο στομάχι και στα πλευρά που δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Δεν μπορούσα να τον χτυπήσω στη μούρη, προφυλασσόταν με τα μεγάλα χέρια του.

Τελικά ο Μαλλιάς μας είπε να σταματήσουμε. Με ανακύρηξε νικητή, αλλά δεν ήμουν ικανοποιημένος, ήθελα να του είχα δώσει γροθιές στη μύτη, στα δόντια, να ματώσουν τα χείλη του, να του είχα μαυρίσει τουλάχιστον ένα μάτι, του άξιζε γιατί πείραζε μικρότερους απ΄αυτόν, αλλά κυρίως ήθελα να του δώσω ένα καλό μάθημα επειδή είχε καταστρέψει την φωλιά των πουλιών.

Τα καϋμένα τα τσοπανάκια βιάζονταν να ξαναχτίσουν τη φωλιά τους, ο χειμώνας πλησίαζε. Είπα στον πατέρα μου να τα βοηθήσουμε, να τους πάμε λάσπη, φτερά από τις κότες, τσάκνα από τις ελιές. Ο πατέρας μου είπε ότι άμα το κάνουμε αυτό τα πουλιά θα φύγουν γιατί τα υλικά θα έχουν τη δική μας οσμή.

Κατάφεραν να την επισκευάσουν μόνα τους κακήν-κακώς και βέβαια δεν ήταν όπως η πρώτη ωραία φωλιά τους.


Οι Λιακαμπάδες μετά το τέλος της τελευταίας χρονιάς του δημοτικού κατέβαιναν σπάνια στο χωριό. Ο πατέρας τους τούς έζωσε κοντά στα αιγοπρόβατα. Θυμάμαι τις οιμωγές τους την τελευταία φορά που τους είδα να τους δέρνει μεθοδικά με το στυλιάρι του τσεκουριού. Να τι είχε συμβεί :

Ήταν Σάββατο απόγευμα όταν μιά ομάδα αξιωματικών του στρατού ξηράς, ντυμένοι με πολιτικά, ήρθαν να φάνε τους περίφημους μεζέδες του Πολύμερου. 

Ένας ταγματάρχης, με μαλλιά που είχαν αρχίσει να γίνονται γκρίζα, είχε μαζί του ένα κυνηγόσκυλο ράτσας. Ήταν ένα ωραίο λεπτό ζαγάρι, μαύρο και καφέ, με μεγάλα αυτιά.

Η παρέα μπήκε στο μαγαζί οσμίζοντας τα ψητά. Το λαγωνικό με τη μουσούδα επί του εδάφους γλίστρησε στην πλατεία, κατευθύνθηκε βορειοανατολικά, πέρασε μπροστά στο σπίτι του συνταγματάρχη Γαβρή, οσμίστηκε λίγο τον σωρό των σκουπιδιών, μετά συνέχισε ανατολικά, έφθασε στη δική μας γειτονιά. Οι αδελφοί Λιακαμπά μόλις το είδαν το πήραν στο κυνηγητό. Το σκυλί τρομαγμένο πέρασε μπροστά στο σπίτι μας, οι Λιακαμπάδες έτρεχαν πίσω του με ουρλιαχτά, το ακολούθησαν στην αυλή της εκκλησίας και μετά μέσα στο παλιό νεκροταφείο, ανάμεσα στους παλιούς τάφους, κάνοντας πολλές φορές το γύρο, ξαφνικά το λαγωνικό σάλταρε τον μαντρότοιχο νότια, τα δύο αγόρια σάλταραν επίσης, ακούραστα, κι ενώ το κυνηγόσκυλο πήρε τον ανήφορο προς τον Γελαδόγροικο και μετά έστριψε αριστερά μέσα στο ρέμα, έφτασαν πίσω του σε απόσταση αναπνοής με τις τρομακτικές φωνές τους, το κυνηγούσαν ακόμα και όταν πήρε το δρόμο προς το χωριό, πέρασε πάλι μπροστά στο σπίτι μας προς την αντίθετη φορά και τα δύο θηρία πάντοτε πίσω του λίγο ακόμη για να το πιάσουν αλλά δεν το ΄φταναν και τότε το σκυλί βρήκε το δρόμο προς την πλατεία πάνω από το σπίτι του Μαλλιά, η γλώσσα του κατακόκκινη να σβαρνιέται καταγής, πέρασε νότια από τον μαντρότοιχο του Αγίου Δημητρίου με τους Λιακαμπάδες να το ακολουθούν μπροστά στο μαγαζί του Δήμου, εκεί το σκυλί έστριψε δεξιά, έφτασε στην πλατεία κι έπεσε στα πόδια του ταγματάρχη, αναίσθητο.

*Πρώτη δημοσίευση περιδικό Δεκατα



Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...