dimanche 12 juillet 2020

Το πανηγύρι*

΄Ηταν χτισμένο σε λόφο αγναντερό. Εκατόν σαραντατρία δρασκήλια νότια από τη βρύση με τις πέτρινες πελεκητές ποτίστρες. ΄Ενα χτίσμα παμπάλαιο. Μιά ξεφτισμένη εικόνα είχε μιά παλιά χρονολογία. Στους τοίχους ήταν φανερά τα σημάδια από τα μαστιγώματα της βροχής και του ανέμου. Οι πέτρινες πλάκες της σκεπής ήταν αυλακωμένες. Η πόρτα και τα παράθυρα ήταν καινούργια, σιδερένια. Το όνομα του δωρητή γραμμένο με μεγάλα γράμματα. Η σανιδένια παλιόπορτα και τα ξύλινα παράθυρα ήταν πεταμένα δίπλα στη ρίζα μιας βασιλικής δρυός. Χιλιοτρυπημένα απο τις σφαίρες. Τον καιρό της κλεφτουργιάς και αργότερα στον καιρό της Κατοχής και του Εμφυλίου, δώθηκαν μάχες εδώ. Τα ξυλόγλυπτα μανουάλια μισοκαμμένα ήταν ριγμένα δίπλα στους θάμνους. Εδώ μαζεύονταν οι άνθρωποι τα χρόνια τα παλιά, το κατακαλόκαιρο, τον Αλωνάρη, γιόρταζαν του Αϊ-Λια τη χάρη. Το πανηγύρι κράταγε τρεις μέρες. ΄Ερχονταν απ΄όλα τα χωριά. Αγροτοποιμένες, χωριάτες, Βλάχοι, αντάμωναν όλοι μαζί. Μετά τη λειτουργία γλεντοκόπαγαν. Είχαν κλαρίνα, βιολιά, ταμπούρλα. Φόραγαν φουστανέλλες, τσαρούχια, σελάχια όπου είχαν τα πιστόλια και τα χατζάρια. Οι γυναίκες φόραγαν μαντήλια πολύχρωμα, λευκά μεταξωτά πουκάμισα, ζακέτες υφαμένες με ζηλευτή τέχνη. Από τον θόρυβο του γλεντιού πρόγκαγαν τα κοπάδια και όλα τα ζουλάπια. Γαύγιζαν σαν ζαγάρια οι σταυραετοί.΄Ομως το γλέντι συνεχιζόταν. Συχνά γίνονταν παρεξηγήσεις, μεθυσμένοι νεαροί μαχαιρώνονταν, όμως δεν έπεφτε ποτέ τουφεκιά. Φοβόντουσαν τον ΄Αγιο, να μην ξυπνήσει. Τα βλέμματα αγρίευαν, πέταγαν σπίθες, τα χέρια έπιαναν τις λαβές των μαχαιριών, βάδιζαν αργά, απειλητικά. Τότε πετάγονταν απάνω ο παπάς. ΄Υψωνε τα χέρια με φωνή : «Σταθείτε αδέρφια!» Τους έλεγε τον βίο του Αγίου, πως από ψαράς έγινε ορειβάτης. Σταμάταγαν όλοι τότε, τον άκουγαν με προσοχή, μ΄ευλάβεια και φόβο. Ο παπάς συνέχιζε βλοσυρός : «Καθείστε φρόνιμα, θέλετε να φανεί με το κάρρο του και να σας πετσοκόψει; ησυχάστε, πιαστείτε και χορέψτε.»
΄Αρχιζαν πάλι να λαλάνε τα όργανα, οι λεβέντες χοροπήδαγαν, καμάρωναν οι μανάδες, έστριβαν τα μουστάκια τους οι πατεράδες. Τα κορίτσια κοίταγαν κρυφά, με χτυποκάρδι.Οι πατεράδες των παληκαριών διάλεγαν ποιά θα πάρουν νύφη για το γυιό τους κι άμα τα συμφώναγαν για το μέγεθος της προίκας, έκαναν την αναγγελία των αρραβώνων. Το γλέντι τότε φούντωνε, έπαιρνε άλλον χαρακτήρα.

΄Ετσι και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, κόσμος φάνηκε ν΄ανηφορίζει στο δασικό χωματόδρομο.
Τ΄αυτοκίνητα βογγομανούσαν στον ανήφορο. ΄Αλλοι σε γιωταχί, άλλοι σε αγροτικά, άλλοι σε καρότσες που τις τράβαγαν δυναμικά τρακτέρ.
Ο Κάνουρας σάλταρε σε μια καρότσα μαζί με άλλους πανηγυριώτες. Στα χέρια του τυλιγμένο, σε ένα πανί, είχε το κλαρίνο του παπού του. ΄Ηταν χαρούμενος, θα τους έβαζε όλους κάτω, μαγνητόφωνα και πικ-απ, ήταν σίγουρος.
΄Εφτασαν και ξεπέζεψαν κάτω από τις βασιλικές δρυς. Στον χοντρόν ίσκιο έστρωσαν χαλιά, ψάθες, τραπεζομάνδηλα. Πρώτη φορά έρχονταν εδώ. Συμφώνησαν όλοι από τα γύρω χωριά να ξαναζωντανέψουν το παλιό έθιμο. ΄Ανδρες, γυναίκες γέροι και παιδιά.΄Ηταν κι άλλοι με σορτσάκια, βρώμικοι, μακρυμάλλιδες, με σκουλαρίκια στις μύτες, στα φρύδια και στ΄αυτιά, με πολύχρωμα πουκάμισα και ξεβαμμένα παντελόνια. Οι γριές και τα γερόντια ήταν μέσα στην εκκλησία. Παρακολουθούσαν τον παπά που λειτουργούσε : «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρινικά και καλήν απολογίαν...»
Οι ψάλτες τραγουδούσαν σε διαφορετικό σκοπό ο καθένας, άλλος σε μοντέρνο ευρωπαϊκό, άλλος σε δημοτικό, άλλος σε βαρύ λαϊκό αμανέ. Ο παπάς τους αγριοκοίταξε, τους έκανε νοήματα να μονοιάσουν. ΄Εξω από την εκκλησία οι προσκυνητές έκαναν βόλτες. Συζητούσαν για την πολιτική κατάσταση, τον καιρό, το ποδόσφαιρο, την παγκόσμια συναδέλφωση. Παντού ακούγονταν οι λέξεις : "Δοξασμένος να είναι".
Ο Κάνουρας έπαιρνε βαθειές ανάσες να καθαρίσουν τα πνευμόνια του, μόλις τελείωνε η λειτουργία να είναι έτοιμος. ΄Ετριβε τα χέρια του ικανοποιημένος.
Οι γονείς είχαν φτιάξει κούνιες δεμένες σταθερά από θεόρατες βελανιδιές. Δυό παιδιά έπεσαν. ΄Εκλεγαν γοερά και οι μανάδες τους τα παρηγορούσαν λέγωντας : «Να ο νονός σου, ο νονός σου με τα δώρα...»
Στο μεταξύ οι πανηγυριώτες μάζεψαν ξύλα και άναψαν μεγάλες φωτιές. Αρνιά και κατσίκια άφηναν την τελευταία τους πνοή βελάζωντας. Επιδέξιοι εκδοροσφαγείς τα κρέμαγαν στις πουρνάρες. Οι ξύλινες σούβλες από κέδρο περίμεναν έτοιμες. Μόλις έγινε θράκα όλοι με τη σειρά γύριζαν τους οβελίες. Οι μακρυμάλλιδες μαζεύτηκαν σαν μύγες, οσμίζονταν με όρεξη.
Μόλις τελείωσε ο παπάς τον αγιασμό ρίχτηκαν όλοι με τα μούτρα στο φαΐ. ΄Επιναν μπύρες, κρασιά και αναψυκτικά. Αφού απόφαγαν μπήκαν στο χορό.
Ο Κάνουρας ξεφάσκιωσε το κλαρίνο ταχύτατα και φυσούσε με δύναμη. Ακούστηκε κάτι σαν κλάμα, ύστερα σκεπάστηκε από τα ηχεία, κάθε παρέα είχε το δικό της μηχάνημα, τα περισσότερα στερεοφωνικά. Δημοτικά, ρεμπέτικα, λαϊκά, ποπ, ροκ, ντίσκο, μπλουζ, τζαζ, ραπ. ΄Ολα ανακατεμένα.
Φύσηξε δυνατώτερα, έγινε κατακκόκινος, ιδρωκόπησε. Πάλι τίποτα. Νευριασμένος πέταξε το κλαρίνο πάνω στα μεγάλα πουρνάρια κι έφυγε κλαίοντας. Το όργανο στάθηκε στα κλωνάρια.
Κανένας δεν τον πρόσεχε, ήταν αφοσιωμένοι στα πηδήματα και στα κουνήματα, άλλοι σφιχταγκαλιασμένοι χόρευαν ευτυχείς.

Το βράδυ έφυγαν όλοι, ούτε σκυλί δεν έμεινε. Το φως του φεγγαριού φώτιζε το χώρο γύρω από την εκκλησία. ΄Ηταν πολλά χαρτιά λαδωμένα, πεταμένα, βρώμικα. Κόκκαλα, κονσερβοκούτια, αποτσίγαρα. 
Ησυχία.

*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Φθιωτική Σκέψη, Απρίλιος 1979.



Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...