jeudi 19 janvier 2023

Πρωτελευταίος σταθμός*

 


Επειδή βήχω εδώ και δυό μέρες ασταμάτητα πίνω μιά κουταλιά σούπας από το σιρόπι που έχω εντός του ψυγείου. Πότε ακριβώς το αγόρασα δεν θυμάμαι, το είχα πάρει για τα παιδιά στη αρχή του Χειμώνα.

΄Ολη νύχτα κοιμήθηκα σαν βόΐδι. Το πρωί είδα κι έπαθα να σηκωθώ και να έχω συνέχεια μιά αίσθηση πως κοιμάμαι ακόμη ενώ είμαι ξυπνητός, σαν να κοιμάται ο μισός εγκεφαλός μου και ο άλλος μισός σαν να είναι ξύπνιος, σαν μεθυσμένος, και πού και πού μιά όρεξη για ύπνο, μιά ακατανίκητη νύστα. 

Κι αντί να πάρω το τραμ, όπως κάνω κάθε μέρα, για να πάω στο νοσοκομείο, προχωρώ μέσα στο τούνελ του Μετρό. «Συγγνώμη», λέω δυνατά, «έκανα λάθος», αλλά το συμπαγές πλήθος με σπρώχνει σιωπηλό στην αποβάθρα όπου περιμένει ο συρμός με τις πόρτες ανοιχτές, μοιάζει με το Μετρό αλλά μπορεί να είναι τρένο, πρώτη φορά το βλέπω. Γεμίζει τίγκα και ξεκινάει ταχύτατα. Κοιτάω να δω τον πίνακα με τους σταθμούς, να υπολογίσω που θα κατέβω, πουθενά πίνακας.

«Που πάμε;» Ρωτώ τους διπλανούς μου.

«Στο λιμάνι!» Μου απαντά ένας κοντός με στολή αγροφύλακα που κάπου τον είχα ξαναδεί.

«Θα πάρουμε το πλοίο για την απέναντι όχθη, έχεις τα ναύλα;»

Εγώ να μην έχω δεκάρα μαζί μου,ενώ όλοι γύρω μου κρατούν ένα κέρμα των δύο ευρώ ανάμεσα στα δάκτυλα του δεξιού χεριού σαν να πρόκειται να ρίξουν κορώνα-γράμματα.

Τότε ο συρμός σταματάει. Πρωτελευταίος σταθμός, αναγγέλουν τα μεγάφωνα, για κατούρημα και πόσιμον ύδωρ.

Οι ταξιδιώτες, διψασμένοι, τρέχουν να πιούν νερό στον ποταμό που περνάει κάθετα στις γραμμές του τρένου. Δεν υπάρχουν αγγεία, μόνο καμμιά πενηνταριά βαρέλες χωρίς πάτο, τις είχαν παρατήσει οι κόρες του Δαναού, πριν από χιλιάδες χρόνια, κατά μήκος της όχθης. Πως να πιείς νερό έτσι. Το πλήθος τρέχει σαν κοπάδι αιγοπροβάτων και όλοι πέφτουν με τα τέσσερα να πιούν. Μετά έρχονται σαν ζαλισμένοι, πέφτουν σε βαθύ ύπνο σαν λήθαργος.

«Με αυτές τις συνθήκες δεν θα πιώ», λέω στον αγροφύλακα, «μπήκα κατά λάθος στο συρμό, δεν έχω εισητήριο, ούτε λεφτά για τα ναύλα.»

«Για να πας στην άλλη αποβάθρα», μου απαντά, «πρέπει να περάσεις μέσα από τα χωράφια με τη σίκαλη. Θέλει πολύ προσοχή, παραμονεύει ένα Πιτ-μπουλ με τρία κεφάλια.»

Μου δίνει μιά σακκούλα με γλυκά.

«Δώστου να φάει κι αν ζυγώσει κοντά ρίζε στο ψαχνό», προσθέτει και μου βάζει στο χέρι ένα προπολεμικό Μπερέτα.

«Κάπου το έχω ξαναδεί αυτό!»

«Το είχε μαζί του ο συνταγματάρχης Γαβρής όταν πέρασε από ΄δω πριν τριάντα έξι χρόνια, πάρτο και τράβα», επιμένει.

«Δεν έχω να σου δώσω κάτι, ως αμοιβή για τον κόπο σου», δηλώνω, αλλά αυτός σαν να περίμενε την αντιδρασή μου λέει : « Έχει πληρώσει ο πατέρας σου για σένα, φύγε τώρα.»

Και τρέχωντας μέσα στη σίκαλη ακούω τα γαυγίσματα που πλησιάζουν, πετάω τα γλυκά, τρέχω και τρέχω και ξυπνώ στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο ΄Ανυδρο όπου οι συγγενείς μου είναι συγγεντρωμένοι, δακρυσμένοι, γύρω μου κι ακούω τον παπά να ψέλνει : 

... Εύρω καγώ την οδόν δια της μετανοίας, το απολωλός πρόβατον εγώ ειμί...

* Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Δεκατα, τεύχος 43, Φθινόπωρο 2015




Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...