mercredi 25 mars 2020

Κούλα Μαστρογούλα (Μαστρογιάννη)


Κουρεύω το γιό μου Αθανάσιο με μια ηλεκτρική μηχανή. Κοντεύω να τελειώσω και τότε η μηχανή παθαίνει βλάβη. Πηγαίνω στο λουτρό να πάρω μιά μηχανή μικρότερη, την έχω για τα γατσιόμαλλα.
Επιστρέφωντας βρίσκω στη θέση του γιού μου την αόματη θεία μου  Κούλα Μαστρογούλα, είναι η μεγαλύτερη αδερφή της μητέρας μου. Φοράει μαύρα γυαλιά, κάθεται μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη του σαλονιού. Παρ΄όλη τη ηλικία της, (ενενηκοντούτις), τα μαλλιά της είναι κατάμαυρα. Πρέπει να τη χτενίσω, να την ετοιμάσω για την εκδήλωση που πρόκειται να συμμετάσχει στο σύλλογο των παλαίμαχων αγωνιστών. Στην αυλή την περιμένουν οι παλιοί της συμπολεμιστές. Οι επαναπατρισμένοι σύντροφοι, με ολόλευκα μαλλιά, καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες κάτω από τη γέρικη συκιά, καπνίζουν Σέρτικα Λαμίας και αφηγούνται τις εμπειρίες τους στα χωριά της Σιβηρίας όπου τους έστειλε ο Στάλιν.
Η θεία μου ήταν ανθυπολοχαγός του λεγόμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος». Μόλις είχε αποφοιτήσει από τη σχολή αξιωματικών, τραυματίστηκε σοβαρά στο πρόσωπο από θραύσματα όλμου. Ήταν Μεγάλη Τετάρτη, στις 20 Απριλίου 1949, έξω από το χωριό Λιδωρίκι. ΄Ετσι έχασε για πάντα τα μάτια της σε ηλικία είκοσι-πέντε χρονών.



Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire

Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...