vendredi 6 novembre 2020

Το εμβόλιο

 ΄Ολα τα μέσα ενημέρωσης μιλούν για το νέο εμβόλιο. Πρέπει να το κάνουμε να σωθούμε από τη φοβερή αρρώστια. Ο Αλέκος Μακαρένκο με πείθει να πάμε στο παράρτημα του νοσοκομείου, είναι στην κορυφή του Γελαδόγροικου και σαν να είναι καφενείο καθώς περιμένουμε στη σειρά.

«Γιατί να μην πάμε στο νοσοκομείο που είναι πάνω από τα σπίτια μας;» Ρωτώ τον Αλέκο.

«Εδώ εμβολιάζει ένας μεγάλος καθηγητής, έχει το ερευνητικό του κέντρο.»

Σε λίγο ο Αλέκος φεύγει.

«Που πας ρε μεγάλε;»

«Δίψασα, πάω να φέρω μπύρες, κράτα σειρά,» λέει ο Αλέκος.

Μόλις φθάνει η σειρά μου ο γέρο καθηγητής λέει : «Δεν έχει άλλες δόσεις για σήμερα.»

Σαν να τον έχω ξαναδεί κάπου, σαν να τον έχω γνωρίσει πριν από χρόνια.

«Δεν έχετε ψυγείο, διαμαρτύρομαι, αύριο έχω δουλειές με φούντες.»

«Ψυγεία όσα θες», λέει ο καθηγητής, «αλλά είναι στο μεγάλο νοσοκομείο απέναντι. Εδώ είναι το παράρτημα, το ερευνητικό κέντρο.» Μετά προσθέτει, «πρέπει να πάω να δω τα μωρά μου.»

Εννοεί πως κάνει καλλιέργεια βλαστοκυττάρων, πρέπει να πάει να τα ταΐσει.

Ο Αλέκος έχει γίνει άφαντος.

Γυρίζω πίσω στο μεγάλο νοσοκομείο. ΄Ενας νεότερος γιατρός εμβολιάζει τον πληθυσμό. Κάπου τον ξέρω αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ που και πότε είχαμε συναντηθεί στο παρελθόν.

Εμβολιασμένος επιστρέφω στο Γελαδόγροικο αναζητώντας τον Αλέκο Μακαρένκο, να του πω να πάει να εμβολιαστεί απέναντι.

Συναντώ το γέρο καθηγητή στην αυλή του καφενείου όπου είναι το εργαστηριό του. Τότε τον αναγνωρίζω, είναι ο καθηγητής Σαμουήλ Λαζενές, τώρα έχει μουστάκι, διπλό σαγόνι με φαλάκρα και λίγα λευκά μαλλιά.

«Κι εγώ σε θυμάμαι νεαρό φοιτητή στο Παρίσι», λέει ο Λαζενές, «με είχε εντυπωσιάσει η μνήμη σου, δεν κρατούσες ποτέ σημειώσεις και είχες τους καλύτερους βαθμούς στην ανατομία, κανένα λάθος.»

«΄Ομως τώρα δεν θυμάμαι το όνομα του γιατρού που μου έκανε το εμβόλιο, ούτε που τον συνάντησα για πρώτη φορά, ήταν πριν από τριάντα χρόνια.»

«Είναι στρατιωτικός γιατρός», απαντά ο Λαζενές, «τον επιστρατεύσαμε για την περίσταση του εμβολίου.»

Τότε τον θυμήθηκα στο στρατόπεδο νεοσυλλέκτων στο Μεσολόγγι και μετά στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο Αθηνών.

«Δεν τον έχει αγγίξει ο χρόνος», λέω εγώ.

«Είδες βρε παιδί μου πως γεράσαμε, διπλά σαγόνια, φαλάκρα και λευκά μαλλιά», λέει ο Λαζενές καθώς με κοιτάει κατάματα σαν να βλέπει τον εαυτό του σε καθρέφτη.

«Ήρθες να περάσεις τη συνταξή σου στο χωριό σου;» με ρωτάει μετά.

«΄Ηρθα για το μνημόσυνο της μάνας μου. Θα φτάσω στο χείλος του τάφου και δεν θα πάρω σύνταξη», αποκρίνομαι.

«Κι εγώ το ίδιο», λέει ο καθηγητής, «δεν έχω συμπληρώσει ακόμη τα απαραίτητα τρίμηνα.»



Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire

Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...