Ο αδερφός μου κι εγώ δεν είμασταν κυνηγοί πουλιών, δεν φτιάχναμε παγίδες, ούτε για πουλιά, ούτε για λαγούς. Δεν είχαμε σφεντόνες. Ο πατέρας μας απαγόρευε τέτοια παιχνίδια. Μόνο μιά χρονιά, με βαρύ χειμώνα, ο γιός του γειτονά μας, είχε το μαντρί του με τα πρόβατα νοτιοδυτικά του Γελαδόγροικου, μας χάρισε μιά παγίδα, την έστησε κάτω από την αμυγδαλιά στην ανατολική πλευρά του κήπου μας. Μαζεύονταν εκεί πολλά σπουργίτια. Ένα μεσημέρι μόλις επιστρέψαμε από το σχολείο είδαμε την παγίδα πεσμένη. Ο αδερφός μου έτρεξε και πήρε ένα σπουργίτι που είχε πιαστεί ζωντανό μέσα στη λακούβα. Το έφερε στο σπίτι. «Άκου πως χτυπάει η καρδιά του, φοβάται», μου είπε και μου το έβαλε στα χέρια.
Αυτός ο ταχύτατος κτύπος της καρδούλας του μικροσκοπικού πτηνού μ΄έκανε να καταλάβω, για πρώτη φορά, την ωμή ανακύκλωση του αιώνιου σύμπαντος.
Το σπουργίτι το αφήσαμε να πετάξει ελεύθερο από το ξύλινο μπαλκόνι. Την παγίδα την έκαψε ο πατέρας μας στο φούρνο.
Σε μιά θυρίδα πάνω από την πόρτα του Αγίου Γεωργίου, τα πουλιά, ήταν μικρά γκρίζα τσοπανάκια, είχαν χτίσει με πηλό τη φωλιά τους. Είχε κυκλικό σχήμα, στην μέση ήταν η τρύπα της εισόδου. Ο αδερφός μου κι εγώ είχαμε ειδική σχέση φιλίας με αυτά τα πουλιά. Έρχονταν στο σπίτι μας, χτυπούσαν με το ράμφος το τζάμι στο παράθυρο του ανατολικού δωματίου που έδινε στο ξύλινο μπαλκόνι, σαν να μας έλεγαν πεινάμε. Τους δίναμε ψίχουλα στον κήπο.
Τα καλοκαίρια, μετά το κλείσιμο του σχολείου, όταν φεύγαμε να πάμε στα γίδια μας στο θερινό μαντροστάσι, τα πουλιά έρχονταν δίπλα στο φούρνο, κελαηδούσαν, μας αποχαιρετούσαν, ήταν σύσωμη η οικογένεια, οι γονείς και τα παιδιά τους.
Και μόλις επιστρέφαμε τον Σεπτέμβριο τότε να δεις χαρές και ν΄ακούσεις κελαϊδίσματα, έδιναν κονσέρτο για μάς.
Τη φωλιά τους τη χάλασε εν μέρει ο Βασίλης ο Λιακαμπάς ένα απόγευμα. Ήταν Οκτώβριος. Παίζαμε μπάλα στην αυλή της εκκλησίας και χωρίς καμμιά αφορμή ο Βασίλης πήρε ένα ραβδί, το έβαλε μέσα στην τρύπα της εισόδου και κατάφερε να καταστρέψει τμήμα της φωλιάς. Έτρεξα καταπάνω του με οργισμένες φωνές, τον τράβηξα προς τα πίσω, κατάφερα να τον απωθήσω σπρωχνοντάς τον προς την έξοδο του αυλόγυρου, δίνοντας του χτυπήματα κατακέφαλα με το ραβδί. Έφυγε τρέχωντας και έκτοτε δεν ξαναπάτησε στον Αϊ-Γιώργη.
Οι δύο αδερφοί Λιακαμπά ήταν πολύ ζωηροί. Κυνηγούσαν τα σκυλιά στο δρόμο, έσφαζαν γάτες με το πριόνι, πείραζαν τα μικρότερα παιδιά. Εμείς, ο Αλέκος Μακαρένκο και ο αδερφός του, ο αδερφός μου κι εγώ, τους φοβόμασταν, ήταν επιθετικοί μαζί μας, μας έβριζαν, μας κορόϊδευαν, μας φοβέριζαν, μας χτυπούσαν.
Στην πρώτη δημοτικού, είχα ήδη συγκρουστεί με τον Μήτσο γιατί δεν με άφηνε σε ησυχία. Το αποτέλεσμα ήταν να τραυματιστεί στο δεξιό μηρό. Παλεύοντας είχαμε κυλιστεί πάνω σε κοφτερές πέτρες και όπως αυτός βρέθηκε από κάτω σχίστηκε το παντελόνι του, έπαθε εκδορές σε πολλά σημεία, έτρεχε το αίμα, έβαλε τα κλάματα και τρέχοντας πήγε να παραπονεθεί στη μάνα του. Ήρθε να εξηγηθεί με τη δική μου και μετά από αυτό οι Λιακαμπάδες σταμάτησαν να μ΄ενοχλούν αλλά πείραζαν συνέχεια τον Αλέκο μέχρι την τελευταία τάξη του δημοτικού οπότε ως μεγαλύτερος αποφάσισα να επέμβω.
Ο Βασίλης ο Λιακαμπάς ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος αλλά είχε μείνει πέντε χρονιές στην ίδια τάξη, έτσι τελειώσαμε μαζί το δημοτικό.
Ήταν οι διακοπές του Πάσχα, η εβδομάδα μετά την Ανάσταση. Ο Λιακαμπάς από μέρες κορόϊδευε και απειλούσε τον Αλέκο. Τον προκάλεσα σε μονομαχία μπροστά στο σπίτι του Μαλλιά. Του λέω : "Αφού είσαι τόσο μάγκας και πειράζεις τον Αλέκο έλα να παλέψουμε να δούμε πόσο δυνατός είσαι."
΄Ηταν δυνατός αλλά δεν είχε επιθετική τεχνική. Απεναντί του ήμουν αδύναμος, του έριχνα χτυπήματα στο στομάχι και στα πλευρά που δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Δεν μπορούσα να τον χτυπήσω στη μούρη, προφυλασσόταν με τα μεγάλα χέρια του.
Τελικά ο Μαλλιάς μας είπε να σταματήσουμε. Με ανακύρηξε νικητή, αλλά δεν ήμουν ικανοποιημένος, ήθελα να του είχα δώσει γροθιές στη μύτη, στα δόντια, να ματώσουν τα χείλη του, να του είχα μαυρίσει τουλάχιστον ένα μάτι, του άξιζε γιατί πείραζε μικρότερους απ΄αυτόν, αλλά κυρίως ήθελα να του δώσω ένα καλό μάθημα επειδή είχε καταστρέψει την φωλιά των πουλιών.
Τα καϋμένα τα τσοπανάκια βιάζονταν να ξαναχτίσουν τη φωλιά τους, ο χειμώνας πλησίαζε. Είπα στον πατέρα μου να τα βοηθήσουμε, να τους πάμε λάσπη, φτερά από τις κότες, τσάκνα από τις ελιές. Ο πατέρας μου είπε ότι άμα το κάνουμε αυτό τα πουλιά θα φύγουν γιατί τα υλικά θα έχουν τη δική μας οσμή.
Κατάφεραν να την επισκευάσουν μόνα τους κακήν-κακώς και βέβαια δεν ήταν όπως η πρώτη ωραία φωλιά τους.
Οι Λιακαμπάδες μετά το τέλος της τελευταίας χρονιάς του δημοτικού κατέβαιναν σπάνια στο χωριό. Ο πατέρας τους τούς έζωσε κοντά στα αιγοπρόβατα. Θυμάμαι τις οιμωγές τους την τελευταία φορά που τους είδα να τους δέρνει μεθοδικά με το στυλιάρι του τσεκουριού. Να τι είχε συμβεί :
Ήταν Σάββατο απόγευμα όταν μιά ομάδα αξιωματικών του στρατού ξηράς, ντυμένοι με πολιτικά, ήρθαν να φάνε τους περίφημους μεζέδες του Πολύμερου.
Ένας ταγματάρχης, με μαλλιά που είχαν αρχίσει να γίνονται γκρίζα, είχε μαζί του ένα κυνηγόσκυλο ράτσας. Ήταν ένα ωραίο λεπτό ζαγάρι, μαύρο και καφέ, με μεγάλα αυτιά.
Η παρέα μπήκε στο μαγαζί οσμίζοντας τα ψητά. Το λαγωνικό με τη μουσούδα επί του εδάφους γλίστρησε στην πλατεία, κατευθύνθηκε βορειοανατολικά, πέρασε μπροστά στο σπίτι του συνταγματάρχη Γαβρή, οσμίστηκε λίγο τον σωρό των σκουπιδιών, μετά συνέχισε ανατολικά, έφθασε στη δική μας γειτονιά. Οι αδελφοί Λιακαμπά μόλις το είδαν το πήραν στο κυνηγητό. Το σκυλί τρομαγμένο πέρασε μπροστά στο σπίτι μας, οι Λιακαμπάδες έτρεχαν πίσω του με ουρλιαχτά, το ακολούθησαν στην αυλή της εκκλησίας και μετά μέσα στο παλιό νεκροταφείο, ανάμεσα στους παλιούς τάφους, κάνοντας πολλές φορές το γύρο, ξαφνικά το λαγωνικό σάλταρε τον μαντρότοιχο νότια, τα δύο αγόρια σάλταραν επίσης, ακούραστα, κι ενώ το κυνηγόσκυλο πήρε τον ανήφορο προς τον Γελαδόγροικο και μετά έστριψε αριστερά μέσα στο ρέμα, έφτασαν πίσω του σε απόσταση αναπνοής με τις τρομακτικές φωνές τους, το κυνηγούσαν ακόμα και όταν πήρε το δρόμο προς το χωριό, πέρασε πάλι μπροστά στο σπίτι μας προς την αντίθετη φορά και τα δύο θηρία πάντοτε πίσω του λίγο ακόμη για να το πιάσουν αλλά δεν το ΄φταναν και τότε το σκυλί βρήκε το δρόμο προς την πλατεία πάνω από το σπίτι του Μαλλιά, η γλώσσα του κατακόκκινη να σβαρνιέται καταγής, πέρασε νότια από τον μαντρότοιχο του Αγίου Δημητρίου με τους Λιακαμπάδες να το ακολουθούν μπροστά στο μαγαζί του Δήμου, εκεί το σκυλί έστριψε δεξιά, έφτασε στην πλατεία κι έπεσε στα πόδια του ταγματάρχη, αναίσθητο.
Επειδή βήχω εδώ και δυό μέρες ασταμάτητα πίνω μιά κουταλιά σούπας από το σιρόπι που έχω εντός του ψυγείου. Πότε ακριβώς το αγόρασα δεν θυμάμαι, το είχα πάρει για τα παιδιά στη αρχή του Χειμώνα.
΄Ολη νύχτα κοιμήθηκα σαν βόΐδι. Το πρωί είδα κι έπαθα να σηκωθώ και να έχω συνέχεια μιά αίσθηση πως κοιμάμαι ακόμη ενώ είμαι ξυπνητός, σαν να κοιμάται ο μισός εγκεφαλός μου και ο άλλος μισός σαν να είναι ξύπνιος, σαν μεθυσμένος, και πού και πού μιά όρεξη για ύπνο, μιά ακατανίκητη νύστα.
Κι αντί να πάρω το τραμ, όπως κάνω κάθε μέρα, για να πάω στο νοσοκομείο, προχωρώ μέσα στο τούνελ του Μετρό. «Συγγνώμη», λέω δυνατά, «έκανα λάθος», αλλά το συμπαγές πλήθος με σπρώχνει σιωπηλό στην αποβάθρα όπου περιμένει ο συρμός με τις πόρτες ανοιχτές, μοιάζει με το Μετρό αλλά μπορεί να είναι τρένο, πρώτη φορά το βλέπω. Γεμίζει τίγκα και ξεκινάει ταχύτατα. Κοιτάω να δω τον πίνακα με τους σταθμούς, να υπολογίσω που θα κατέβω, πουθενά πίνακας.
«Που πάμε;» Ρωτώ τους διπλανούς μου.
«Στο λιμάνι!» Μου απαντά ένας κοντός με στολή αγροφύλακα που κάπου τον είχα ξαναδεί.
«Θα πάρουμε το πλοίο για την απέναντι όχθη, έχεις τα ναύλα;»
Εγώ να μην έχω δεκάρα μαζί μου,ενώ όλοι γύρω μου κρατούν ένα κέρμα των δύο ευρώ ανάμεσα στα δάκτυλα του δεξιού χεριού σαν να πρόκειται να ρίξουν κορώνα-γράμματα.
Τότε ο συρμός σταματάει. Πρωτελευταίος σταθμός, αναγγέλουν τα μεγάφωνα, για κατούρημα και πόσιμον ύδωρ.
Οι ταξιδιώτες, διψασμένοι, τρέχουν να πιούν νερό στον ποταμό που περνάει κάθετα στις γραμμές του τρένου. Δεν υπάρχουν αγγεία, μόνο καμμιά πενηνταριά βαρέλες χωρίς πάτο, τις είχαν παρατήσει οι κόρες του Δαναού, πριν από χιλιάδες χρόνια, κατά μήκος της όχθης. Πως να πιείς νερό έτσι. Το πλήθος τρέχει σαν κοπάδι αιγοπροβάτων και όλοι πέφτουν με τα τέσσερα να πιούν. Μετά έρχονται σαν ζαλισμένοι, πέφτουν σε βαθύ ύπνο σαν λήθαργος.
«Με αυτές τις συνθήκες δεν θα πιώ», λέω στον αγροφύλακα, «μπήκα κατά λάθος στο συρμό, δεν έχω εισητήριο, ούτε λεφτά για τα ναύλα.»
«Για να πας στην άλλη αποβάθρα», μου απαντά, «πρέπει να περάσεις μέσα από τα χωράφια με τη σίκαλη. Θέλει πολύ προσοχή, παραμονεύει ένα Πιτ-μπουλ με τρία κεφάλια.»
Μου δίνει μιά σακκούλα με γλυκά.
«Δώστου να φάει κι αν ζυγώσει κοντά ρίζε στο ψαχνό», προσθέτει και μου βάζει στο χέρι ένα προπολεμικό Μπερέτα.
«Κάπου το έχω ξαναδεί αυτό!»
«Το είχε μαζί του ο συνταγματάρχης Γαβρής όταν πέρασε από ΄δω πριν τριάντα έξι χρόνια, πάρτο και τράβα», επιμένει.
«Δεν έχω να σου δώσω κάτι, ως αμοιβή για τον κόπο σου», δηλώνω, αλλά αυτός σαν να περίμενε την αντιδρασή μου λέει : « Έχει πληρώσει ο πατέρας σου για σένα, φύγε τώρα.»
Και τρέχωντας μέσα στη σίκαλη ακούω τα γαυγίσματα που πλησιάζουν, πετάω τα γλυκά, τρέχω και τρέχω και ξυπνώ στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο ΄Ανυδρο όπου οι συγγενείς μου είναι συγγεντρωμένοι, δακρυσμένοι, γύρω μου κι ακούω τον παπά να ψέλνει :
... Εύρω καγώ την οδόν δια της μετανοίας, το απολωλός πρόβατον εγώ ειμί...
* Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Δεκατα, τεύχος 43, Φθινόπωρο 2015
Την ημέρα που επρόκειτο να χαθεί ξύπνησε με την ανάμνηση ενός εφιαλτικού ονείρου. Σαν να ήταν στό χωράφι στή Λεύκα δίπλα στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο στην Παλιονίκοβα. Πάνω στίς αιωνόβιες βελανιδιές είχαν μαζευτεί πολλά κοράκια, μάλωναν μεταξύ τους κοάζωντας.
Στο ξύπνημα σκέφτηκε τους πεθαμένους γονείς του.
Εκείνη την ημέρα, 28 Μαΐου 1948, ήταν στην Κάτω Λούτσα με την κόρη του Ερασμία και τον γιό του Αθανάσιο. Τα άλλα παιδιά, ο Απόστολος, η Μαριώ καί η Κωσταντία, είχαν φύγει πριν από μέρες με τη μάνα τους στόν Αχινό, είχαν εκεί σπαρμένα καλαμπόκια σε ενοικιασμένα χωράφια.
Ο ελληνικός τακτικός στρατός, βοηθούμενος από ομάδες ατάκτων τις λεγόμενες Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου, είχε οργανώσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών στα υψώματα του όρους ΄Ορθρυς.
Οι χωριάτες ειδοποιήθηκαν να συγκεντρωθούν σε περιοχές ελεγχόμενες από τα στρατεύματα διώξεως των ανταρτών. Το κυριώτερο σημείο συγκέντρωσης στην περιοχή ήταν το χωριό Αχινός.
Φόρτωσαν στό γάϊδαρο δύο σακκιά σιτάρι, ήταν τα τελευταία που τους έμεναν από την εσοδεία της περασμένης χρονιάς.
Ο Αθανάσιος πρότεινε να κατέβουν όλοι μαζί στ΄Αμπέλια όπου είχαν ένα ελαιοπερίβολο, να περάσουν εκεί τή νύχτα και την επομένη θα έφθαναν στον Αχινό. Τα γελάδια τα είχαν στό Κακοσκάλι, θα τα έπαιρναν μαζί τους. Ο παπούς ήταν σύμφωνος με αυτή την πρόταση.
Οι άτακτοι ακροδεξιοί μαυροσκούφηδες ήταν στό Τσερνοβίτι, έκαναν πλιάτσικο, μάζευαν τά κοπάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, μετά τα οδηγούσαν στην Πελασγία όπου τα πούλαγαν.
«Τράβα πάρε τό φτυάρι νά φύγουμε», είπε ο παπούς.
Πήρε το φτυάρι και μόλις γύρισε ο πατέρας του, βασανισμένος από την έλλειψη τσιγάρου, είχε να καπνίσει τρεις μέρες, έκανε άλλη σκέψη.
«Τράβα εσύ μέ τό κορίτσι στόν Αχινό, εμείς δέν έχουμε τίποτα νά φοβηθούμε, θα πάω τα γελάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο και θα έρθω μετά κάτω, μην έρθετε εσείς απάνω.»
΄Ηταν μιά μέρα ηλιόλουστη, τα πουλιά κελαηδούσαν, τα άνθη μοσχοβολούσαν.
Πήγε ανατολικά πρός τό Κακοσκάλι να μαζέψει τα γελάδια.
Τα παιδιά τράβηξαν νότια προς τ΄Αμπέλια. ΄Ηταν λίγο πριν από το μεσημέρι, η τελευταία φορά που έβλεπαν τον πατέρα τους ν΄ανηφορίζει προς το παλιό χωριό σφυρίζοντας έναν σκοπό από την Μικρά Ασία :
« Από τα πολλά που μούχεις καμωμένα, δεν σε θέλω πιά...»
Χωρίς να το ξέρει πήγαινε να συναντήσει το θάνατο.
***
΄Ετσι όπως συνέβησαν τα γεγονότα φαίνεται πως ήταν ένα ατύχημα : Βρέθηκε στην λάθος στιγμή σε λάθος μέρος.
Ορισμένοι αφηγητές των γεγονότων άφηναν να εννοηθεί πως τον σκότωσαν επειδή ήταν κομμουνιστής, ήταν πολιτική δολοφονία. Τα έλεγαν αυτά συγγενείς μας, μέλη του Κομμουνιστικού κόμματος, που υπέφεραν πολλά δεινά στον Εμφύλιο και μετά στη δεκαετία του πενήντα και αργότερα. Είχαν διωχθεί, εξόριστοι στα νησιά, χρόνια φυλακή, αλλά δεν υπόγραψαν δήλωση, μουλάρια μέχρι το τέλος, πιστοί στη γραμμή του κόμματος, υπέρ του «αγώνα», με το όπλο παρά πόδα.
Προσπαθούσαν να μας επηρεάσουν, να ενταχθούμε στη δική τους παράταξη, γιατί έπρεπε να τιμήσουμε τη μνήμη του παπού μας.
Τους ακούγαμε, ο αδερφός μου κι εγώ όταν είμασταν μικροί, στην πλατεία της Παλαιοκερασιάς, στο πανηγύρι του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, μετά το τέλος της λειτουργίας λίγο πριν αρχίσουν να λαλάνε τα όργανα.
Αλλά εμείς ξέραμε ήδη όλες τις εκδοχές και δεν μπορούσαν να μας επηρεάσουν τα σχόλια των ψευτοκαθοδηγητών. Ο πατέρας μου διόρθωνε αυτές τις θέσεις των κομμουνιστών, όταν φεύγαμε αργά το απόγευμα καβάλα στα μουλάρια μας, άρχιζε τη δική του αφήγηση για τα γεγονότα. Ντόπιοι κομμουνιστές, που μόλις είχαν ανανήψει, κατηγόρησαν τον παπού ως κομμουνιστή για να σώσουν έναν συγγενή τους που οι ακροδεξιοί Μάυδες τον είχαν δεμένον καταγής.
Οι δεξιοί συγγενείς μας όταν σχολίαζαν την δολοφονία του παπού δεν είχαν καμμιά πρόθεση να επηρεάσουν κανέναν. Αυτοί έλεγαν την αλήθεια, το τόνιζαν πως ήταν αθώος, έπεσε θύμα μιάς άτυχης συγκυρίας και του φανατισμού που είχαν ορισμένα μέλη των ατάκτων επειδή οι κομμουνιστές είχαν σκοτώσει τους συγγενείς τους.
΄Ηταν νέοι άνδρες πιλότοι πολεμικών αεροσκαφών, διωκτικών και βομβαρδιστικών. Τον θάνατο τον αψηφούσαν, δεν ήλπιζαν να ζήσουν, σκοπός τους ήταν ο πόλεμος κατά του ναζισμού. Όσοι επέστρεφαν σώοι από αποστολή τότε ζούσαν μέχρι την επόμενη αναχώρηση. Εμάχοντο κατά της θλίψης, το πένθος για τους χαμένους συντρόφους.
Ο Τσώρτσιλ είχε δώσει διαταγές : ΄Αφθονο ουΐσκυ, χαρούμενη μουσική με ρυθμό αισιοδοξίας και γυναίκες με τη σέσουλα. Να επιστρατευτούν όλα τα μπουρδέλα, να βρεθούν εθελόντριες, να εργάζονται στις λέσχες των πιλότων.
΄Ηταν νέοι άνδρες, ΄Αγγλοι, Γάλλοι, Αμερικάνοι και λίγοι ΄Ελληνες εκ Πειραιώς ορμόμενοι.
΄Οσοι σώθηκαν, χρόνια αργότερα, γερόντια, βετεράνοι, εθελοντές ξεναγοί στο αεροπορικό μουσείο, με νοσταλγία και υγρά μάτια, αφηγούνται τις σεξουαλικές επιδόσεις της νεοτητός των.
Σε αυτό, το εξαιρετικό, διήγημα1 της παραγωγής του, ο Παπαδιαμάντης μας παρουσιάζει έναν άνθρωπο ναυάγιο, σωματικό και ψυχικό ερείπιο, στα τελευταία του.
Το κείμενο χωρίζεται σε πέντε ενότητες. Στις τρεις πρώτες ενότητες ο αφηγητής μας παρουσιάζει το παρελθόν και την τωρινή καθημερινότητα του πρωταγωνιστή. Στις δύο τελευταίες παρουσιάζει τις τρεις τελευταίες βραδιές, πριν από την αυτολυτική του πράξη. Σύμφωνα με τον Γ. Κεχαγιόγλου2, αντιστοιχούν στις παραμονές των τριών μεγάλων εορτών του Χριστιανισμού : «Χριστούγεννα, Άις-Βασίλης, Φώτα.»
Ο μπαρμπα-Γιαννιός, «δεν ήτο πλέον νέος», φτωχός, μόνος κι έρημος στον κόσμο, που οι γειτονοπούλες τον θεωρούν ως τον τρελλό του χωριού, ζει σε ένα μισογκρεμισμένο παλιόσπιτο, (πιθανόν το πατρικό του), και κάθε μέρα σηκώνεται και κατηφορίζει προς την παραθαλάσσια αγορά, προς το λιμάνι, με μιά κουρελιασμένη πατατούκα και δηλώνοντας με τρόπο τη φλόγα του, τον ερωτά του, για τη γειτόνισσα που είναι παντρεμένη γυναίκα, μητέρα τεσσάρων παιδιών και δραστήρια επιχειρηματίας, μυλωνού.
Ο αφηγητής μας πληροφορεί ότι ο μπαρμπα-Γιαννιός πριν πολλά χρόνια ήταν πλούσιος με δικό του πλοίο, είχε πολυτελή ενδύματα, χρυσά κοσμήματα, πολλά χρήματα, υπήρξε έγγαμος και πατέρας παιδιού, «...αλλἀ τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Μασσαλίαν και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτή επ΄ώμων...», και το αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς ήταν να πεθάνουν η γυναίκα του και το παιδί του.
Το πρόβλημα σε αυτό το κείμενο είναι ότι ο Παπαδιαμάντης δεν αναφέρει άμεσα κανένα στοιχείο για την αιτία της ασωτίας του μπαρμπα-Γιαννιού, σαν να είναι κάτι το ανείπωτο, κάτι το ανομολόγητο.
Είναι λογικό ο αναγνώστης να αναρωτηθεί για ποιό λόγο, ποιό είναι το κίνητρο, ώστε έτσι ξαφνικά, ο καλός αυτός οικογενειάρχης, ο επιτυχημένος επιχειρηματίας, σπαταλάει την περιουσία του με τις Φρύνες και τις Λαΐδες στα καμπαρέ της Μασσαλίας.
Έμμεσα ο Παπαδιαμάντης δίνει ένα σημαντικό στοιχείο, χρήσιμο για τον αναγνώστη. Πρόκειται για την επιλογή του αντικειμένου στο οποίο ο μπαρμπα-Γιαννιός κάνει την λιβιδινική επένδυση σε μιά κρίση υπομανιακής φύσεως. Το αντικείμενο αυτό είναι η πόρνη. Η πόρνη ως κοινή γυναίκα και γυναίκα ενός άλλου, (του μαστρωπού αλλά και των άλλων πελατών), είναι συγχρόνως, σε συμβολικό και φαντασιωσικό ασύνειδο επίπεδο, γυναίκα μητέρα και κυρίως η μυθική πρωταρχική μητέρα.
Ο μπαρμπα-Γιαννιός βρίσκεται κάτω από την ενόρμηση της επιθυμίας της αιμομιξίας3 και της ηδονής ως απόλαυση. Πως εξηγείται όμως η υπομανιακή κρίση του μπαρμπα-Γιαννιού;
Υποθέτω ότι συνέβη ένα σημαντικό γεγονός που έχει σχέση με την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου και την διεργασία του πένθους.4 Διεργασία που δεν έγινε κανονικά. Στο κείμενο δεν υπάρχει καμμία αναφορά για τους γονείς και ειδικά για τον πατέρα του μπαρμπα-Γιαννιού. Αν ανατρέξουμε στην προσωπική ζωή του Παπαδιαμάντη βρίσκουμε ένα άλλο σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση της συμπεριφοράς του πρωταγωνιστή.
Ο πατέρας του Παπαδιαμάντη πέθανε στις 2 Ιουνίου 1895. Το διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις την πρωτοχρονιά του 1896. Η υποθεσή μου είναι ότι η απώλεια του πατέρα ήταν το ερέθισμα για να γραφεί το διήγημα, κατα τη διαμονή του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, το καλοκαίρι του 1895, (Ιούλιος-Σεπτέμβριος)5, ή λίγο πριν από τη δημοσιευσή του όπως συνήθιζε. Το 1895 ο Παπαδιαμάντης είναι 44 χρονών, ώριμος συγγραφέας και ώριμος άνδρας.
Η επιλογή του αντικειμένου, στο πρόσωπο της πόρνης και αργότερα στο πρόσωπο της γειτόνισσας ως μητρικά υποκατάστατα του ήρωα, δείχνει ότι στον ψυχισμό του μπαρμπα-Γιαννιού υπάρχει μιά δυσλειτουργία σε σχέση με την προσκόλληση στην μητέρα. Πρόκειται για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα6 το οποίο δεν είχε ξεπεραστεί από την παιδική ηλικία. Η απώλεια του πατέρα ανοίγει την οδό για την πρόσβαση στην μητέρα και την πραγματοποίηση της επιθυμίας της αιμομιξίας, αλλά εκεί επεμβαίνει το υπερεγώ, διότι η μητέρα ως σεξουαλικό αντικείμενο ανήκει στον πατέρα. Αυτός προστατεύει από την επιθυμία της αιμομιξίας το παιδί, αλλά συγχρόνως τον αντιλαμβάνεται ως αντίζηλο και ανταγωνιστή, ώστε η σχέση μαζί του να χαρακτηρίζεται από συναισθήματα αγάπης-μίσους. Έτσι ο μπαρμπα-Γιαννιός θα στραφεί πρώτα προς τις πόρνες και μετά την απώλεια της περιουσίας του και τον θάνατο της γυναίκας του7 και του παιδιού του, επιστρέφει στο «παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι» όπου «πέφτει στον έρωτα» με την γειτόνισσα με την ίδια προβληματική της επιθυμίας της αιμομιξίας. Ο αφηγητής δεν αναφέρει πόσα χρόνια ο μπαρμπα-Γιαννιός κάνει την πορεία το πρωί από το σπίτι μέχρι την αγορά και τούμπαλιν την νύχτα με το ερωτικό του παραλήρημα όπου ελπίζει να τον αγαπήσει η γειτόνισσα, την οποία τόσον ο ίδιος όσο και ο αφηγητής,8 την παρουσιάζουν ως πόρνη, με μιά πολύ αρνητική περιγραφή. Περιγραφή που δεν ταιριάζει σε γυναίκα, μητέρα οικογένειας, της Σκιάθου του 1895, «πολυλογού..., ψεύτρα..., Εγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μαγουλά της.» Και κυρίως περιμένει να τον καλέσει : «Γιαννιό μου έλα μέσα.» Η έκφραση αυτή είναι κατ΄εξοχήν κάλεσμα πόρνης που καλεί τον υποψήφιο πελάτη να εισέλθει εντός του χαμαιτυπείου.
Ο μπαρμπα-Γιαννιός επιλέγει ως ερωτικό αντικείμενο και στις δύο περιπτώσεις, πρώτα τις πόρνες και μετά τη γειτόνισσα, γυναίκες που δεν είναι ελεύθερες και αδέσμευτες.
Αυτή η προβληματική παρουσιάζεται και σε άλλα κείμενα του Παπαδιαμάντη, όπως «Η γυφτοπούλα», «Η βλαχοπούλα», «Η Νοσταλγός», «Έρως-΄Ηρως», κλπ.
Ο Freud την έχει περιγράψει ως την προβληματική του «ζημιωμένου τρίτου», (Tiers lésé) και ως «έρωτα της πουτάνας», (L’amour de la putain)9, και την συνδέει με την επιθυμία της αιμομιξίας, αλλά και ως μορφή ομοφυλοφυλίας.
Την έννοια του «ζημιωμένου τρίτου» και τον «έρωτα της πουτάνας» την έχουν αναπτύξει εκ νέου η Elsa Cayat και ο Antonio Fischetti10 ως σχέση μεταξύ ανδρών, αλλά και ο Michel Field11 για την πορνεία ως σχέση μεταξύ ανδρών που συναντιούνται διά μέσου της γυναικός με την συναλλαγή του χρήματος, (ο πελάτης με τον μαστρωπό.)
Κι ενώ σε αλλα κείμενα ο πρωταγωνιστής εκδηλώνει έντονη ζήλεια12 για τον αντίζηλο και τον ανταγωνιστή του σε σχέση με το ποθητό αντικείμενο, στο «Ο έρωτας στα χιόνια», ο μπαρμπα-Γιαννιός ενώ ζηλεύει την ευτυχία της γειτόνισσας δεν φαίνεται να βλέπει, ούτε τον σύζυγο ως αντίζηλο και ανταγωνιστή, ούτε άλλον άνδρα.
Αυτό θεωρώ ότι οφείλεται σε ένα φαινόμενο που παρατηρείται στην θεματική του «ζημιωμένου τρίτου», αλλά και στο ότι η ψυχική λειτουργία του μπαρμπα-Γιαννιού βρίσκεται σε παλινδρομική κατάσταση δηλαδή έχει παλινδρομήσει σε ένα στάδιο ανωριμότητας σε επίπεδο νεογνού που εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη μητέρα, σε προ-οιδιπόδειο στάδιο.
Αυτό φαίνεται από την πατατούκα και τα αυτοσχέδια άσματα.
Η πατατούκα είναι «το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους,...» Είναι πιθανόν την πατατούκα να του την είχαν προσφέρει οι γονείς του όταν πρωτομπαρκάρησε ναύτης στη βρατσέρα του εξαδέρφου του και γι΄αυτό έχει μεγάλη συναισθηματική αξία.
Η πατατούκα αναφέρεται στο κείμενο πέντε φορές και πάντοτε ως ρούχο συνοδείας και όχι ως ένδυμα, παρ΄όλο που ο χειμώνας είναι βαρύς. Θα ήταν λογικό να την αναφέρει ως ένδυμα αλλά εδώ η πατατούκα δεν πλοιρεί το ρόλο του ενδύματος διότι ο μπαρμπα-Γιαννιός σε όλο το διήγημα την έχει πάντοτε μαζί του αλλά δεν την φοράει, μόνο την ρίχνει στους ώμους δηλαδή δεν είναι ένδυμα που θα το φορέσει για να προφυλαχθεί από το κρύο αλλά ένα ρούχο που το κουβαλάει μαζί του για συναισθηματικούς και ψυχολογικούς λόγους :
«Και αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκα του, το μόνον ρούχο οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους,...»
«Είχεν αρχίσει το σταδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του.»
«και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ΄ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν,...»
«Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του,...»
«Ν΄ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον, τον παλαιόν και καταρέοντα, και την πατατούκαν, την λερήν και κουρελιασμένην.»
Η πατατούκα και τα αυτοσχἐδια άσματα είναι για τον μπαρμπα-Γιαννιό τα μεταβατικά αντικείμενα και τα μεταβατικά φαινόμενα. Όπως τα μωρά έχουν ένα μικρό πανί ή ένα λούτρινο αρκουδάκι, συχνά μπορεί να είναι ολόκληρη κουβέρτα. Αυτό το αντικείμενο τα παιδιά το έχουν πάντοτε μαζί τους για να αισθάνονται ασφάλεια όταν απουσιάζει η μητέρα ή ο πατέρας που συχνά αντικαθιστά τη μητέρα και δεν δέχονται ούτε να πλένεται, ούτε την αντικαταστασή του. Την ίδια λειτουργία εξυπηρετούν τα αυτοσχέδια άσματα του μπαρμπα-Γιαννιού. Τα μικρά παιδιά πριν κοιμηθούν ή όταν βρίσκονται μόνα τους αφήνουν μικρές φωνές σαν τραγουδάκι, κρατώντας ή βυζαίνωντας το μεταβατικό αντικείμενο, (λούτρινο παιχνίδι ή πανί), που τα βοηθάει να αισθάνονται ασφάλεια για να κοιμούνται. Το φαινόμενο το έχει περιγράψει ο βρετανός παιδοψυχίατρος D. W.Winnicott.13
Έτσι και ο μπάρμπα-Γιαννιός έχοντας πάντοτε την πατατούκα μαζί του, «...δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του :
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάνε κ΄εμένα γείτονα με την γειτονισσά σου.»
Μέχρι εδώ ο μπαρμπα-Γιαννιός βρίσκεται σε μιά υπομανιακή φάση, ελπίζει, είναι εύθυμος, τραγουδάει, εκδηλώνει την επιθυμία του προς τη γειτόνισσα, αφήνοντας με τρόπο λόγια έρωτος, ψευτοεργάζεται στο λιμάνι, αλλά μάλλον έχει ανορεξία διότι πουθενά στο κείμενο δεν υπάρχει αναφορά ότι ο μπαρμπα-Γιαννιός τρέφεται, εκτός από τη φράση ότι βγάζει «κανένα χταπόδι εντός του λιμένος», χωρίς να λέει εάν το έτρωγε ο ίδιος ή το πουλούσε στα καφενεία ή στα εστιατόρια του λιμανιού, αντιθέτως πίνει, λίγα ποτήρια για να ξεχάσει ή να ζεσταθεί. Για το θέμα του ύπνου το κείμενο αναφέρει ότι «εσηκώνετο το πρωί», αλλά δεν αναφέρει ότι ξύπναγε, λέει «πριν απέλθη να κοιμηθεί», αλλά δεν σημειώνει ότι κοιμόταν, επομένως μας επιτρέπεται να υποθέσουμε ότι έχει διαταραχές του ύπνου.
Στην αρχή της τρίτης ενότητας ο αφηγητής μας πληροφορεί ότι ο έρωτας του μπαρμπα-Γιαννιού για τη γειτόνισσα είναι ένα είδος θεραπείας : «Και είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Μασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του.»
Μην έχοντας καμία ανταπόκριση εκ μέρους της γειτόνισσας στην ουτοπική και παραληρηματική επιθυμία του το ρίχνει στο πιοτό : «Και είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάσει την γειτόνισσαν.»
Έπειτα ο μπαρμπα-Γιαννιός σε μιά κατάσταση ζήλειας και φθόνου αναπτύσσει μιά πρώτη φάση εσχατολογικού παραληρήματος :
«Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύχτα, μεσάνυχτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις το μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν΄ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσάν της ν΄αλέθη, κ΄ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνιζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.
-Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... να τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... Ένας γέρο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Εφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν΄ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοτσύφια...»
Ο μπαρμπα-Γιαννιός βρίσκεται σε διανοητική σύγχυση, έχει χάσει την ακριβή και καθαρή σκέψη. Σε αντίθεση με την πολιτισμική και θρησκευτική, περιγραφή του έρωτα, από τον Όμηρο ως την Ιταλική Αναγγένηση και μέχρι την εποχή που γράφτηκε το διήγημα, όπου ο έρωτας είναι ένα πτερωτό αγοράκι ή έφηβος με τόξο και βέλη, ο μπάρμπα-Γιαννιός φαίνεται σαν να το αγνοεί κι εύχεται, «Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!.., να είχε βρόχια... να είχε φωτιές...», και τον φαντάζεται σαν γέρο-Φερετζέλη που φέρνει τον θάνατο.
Ενώ ο Έρωτας είναι πηγή ζωής, η ίδια η ζωή, διότι κατά μία εκδοχή, στην ελληνορωμαΐκή μυθολογία, ο Έρωτας είναι ο πρώτος θεός και δι΄αυτού έγιναν όλα, εδώ ο Παπαδιαμάντης τον ταυτίζει με τον Θάνατο και φαίνεται να αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητά του. Βέβαια ο Έρωτας και ο Θάνατος έχουν συγγένεια, ενώ δεν έχουν πατέρα, είναι και οι δύο παιδιά της Νύχτας.14
Στην τέταρτη ενότητα όπου ο αφηγητής ξαναπιάνει την αφήγηση όπου την άφησε στην αρχή, σαν συνέχεια από την πρώτη σειρά, και αντιστοιχεί στην πρώτη βραδιά της αφήγησης δηλαδή στην παραμονή των Χριστουγέννων, ο μπαρμπα-Γιαννιός κάνει δηλώσεις όπου φαίνονται οι μαύρες συγκεχυμένες ιδέες του περί θανάτου και εισέρχεται σε κατάσταση μελαγχολίας :
«-΄Ενας Θεός θα μας κρίνη... κ΄ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση. Και είτα μετά στεναγμού προσέθετε :
-Κ΄ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.»
Αλλά φαίνεται να ελπίζει ακόμη γιατί εξακολουθεί να «...υποψάλη το σύνηθες άσμα του :
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
Κάμε κ΄εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.»
Στη συνέχεια, που αντιστοιχεί στη δεύτερη αφηγηματική βραδιά, παραμονή του Αγίου Βασιλείου και της Πρωτοχρονιάς, το εσχατολογικό παραλήρημα παίρνει μιά σαδιστική χροιά όπου ο μπαρμπα-Γιαννιός φαντάζεται τον θάνατό του καλυμμένο από το χιόνι αλλά και τον θάνατο της γειτόνισσας και όλης της οικογένειάς της και όλου του κόσμου, σε μιά ουτοπική ιδέα εξαγνισμού σε σημείο που αρνείται την παραστασή τους, μετά θάνατον, στο όμμα του Θεού, «...του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου.» Την άρνηση αυτή την επαναλαμβάνει στο τέλος του διηγήματος όταν ο μπαρμπα-Γιαννιός, μεθυσμένος κατά κόρον, πέφτει κάθετα, «και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.»15
Ο αφηγητής έρχεται σε αντίθεση με την ιουδαιοχριστιανική μυθολογία περί κρίσεως των ψυχών μετά θάνατον αλλά και με την φιλοσοφική θεωρία του Πλάτωνα που την αναπτύσσει στο έργο του Πολιτεία στον μύθο του Ηρώς.16 :
«Εφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, εν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώσει και ν΄ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τα αμαρτίας, όλα τα περασμένα : Το καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τα αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Μασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου. Ν΄ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην : Να σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμογελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της : Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!»
Έτσι την τρίτη αφηγηματική βραδιά, που αντιστοιχει στην παραμονή των Φώτων και του αγιασμού των υδάτων, όταν ο μπαρμπα-Γιαννιός, «επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.», ο Παπαδιαμάντης μας δίνει μια κλινική περιγραφή της μελαγχολίας ως νοσογραφικής οντότητας17 :
«Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ΄ανέπνεε πλέον. (Ψυχοκινητική επιβράδυνση)
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο μπαρμπα-Γιαννιός κατά τη διάρκεια της αυτολυτικής του πράξης πνίγεται εντός του ύδατος, (το χιόνι), και του οίνου, την παραμονή των Φώτων και του αγιασμού των υδάτων, συμβολισμός που παραπέμπει στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον Βαπτιστή.18
Ο έρωτας στα χιόνια, όπως δηλώνει ο τίτλος, είναι τελικά ο θάνατος. Σε μιά κλινική, επιστημολογική προσέγγιση, λαμβάνοντας υπ΄όψιν τις ψυχαναλυτικές έννοιες και κυρίως την προσέγγιση του θέματος του πένθους και της μελαγχολίας από τον Freud νομίζω ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον για την κατανόηση της προβληματικής του κειμένου, η υπόθεση ότι ο μπαρμπα-Γιαννιός πάσχει από παραληρηματική μελαγχολία.
Σύμφωνα με τον Freud το πένθος και η μελαγχολία έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, πλην ενός που το βρίσκουμε μόνο στην μελαγχολία και αυτό είναι η έλλειψη αυτοεκτίμησης.
Στον μπαρμπα-Γιαννιό βρίσκουμε την έλλειψη αυτοεκτίμησης : «Κι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.»
Αισθάνεται χωρίς αξία γιατί η γειτόνισσα, σαν εξωτερικός παράγοντας, ως μητρικό υποκατάστατο, αλλά και κανείς άλλος από το περιβάλλον όπου ζει, δεν του δίνει αξία.
Οι γειτονοπούλες τον κοροϊδεύουν : «Ο μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας.»
Ο Freud κάνει την υπόθεση ότι πριν από την απώλεια της αυτοεκτίμησης, υπήρξε απώλεια ενός αντικειμένου, (για τον μπαρμπα-Γιαννιό είναι ο πεθαμένος πατέρας), που είχε αγαπηθεί με ναρκισσιστική αγάπη, δηλαδή όπως ο ίδιος ο εαυτός του, τρόπος αγάπης που κάνει το αγαπημένο αντικείμενο ασύνειδο, αλλά και την απωλειά του ασύνειδη.
«Ο ασθενής, λέει ο Freud, ξέρει ποιόν έχασε, αλλά όχι τι έχασε σε αυτό το πρόσωπο.»19
«Η μελαγχολία έπεται μετά την απώλεια ενός αγαπημένου αντικειμένου που εθεωρείτο αναπόσπαστο τμήμα του εαυτού του, απαραίτητο για την υπαρξή του.
Ο Freud προτείνει την υπόθεση ότι εάν το αντικείμενο που αγαπιέται ναρκισσιστικά, χάνεται, το υποκείμενο χάνει τμήμα του εγώ του, έτσι μισεί το αντικείμενο που του αφαιρεί τμήμα από το εγώ του και όταν αυτή η ποσότητα ναρκισσιστικής αγάπης ελευθερώνεται και έρχεται προς το εγώ του υποκειμένου, το υποκείμενο μισεί τον εαυτό του και σκέφτεται την αυτοκτονία.»20
Ο μπαρμπα –Γιαννιός στην προσπαθειά του να κάνει το πένθος οδηγείται από τον μηχανισμό άμυνας της ενδοβολής, στην ενσωμάτωση του ναρκισσιστικού αντικειμένου στο ψυχικό του Εγώ, έτσι χάνοντας το αντικείμενο φθάνει στην απώλεια του ίδιου του, του εαυτού.
Για τον πατέρα του μπαρμπα-Γιαννιού δεν υπάρχει καμμία αναφορά στο κείμενο.
Ο μπαρμπα-Γιαννιός ως πατέρας περιγράφεται ως ανίκανος, σπάταλος, αλητόβιος, αλκοολικός, ερωτιδεύς, με συμπεριφορά που έρχεται σε αντίθεση με τις εντολές της ιουδαιοχριστιανικής θρησκείας, «Ου μοιχεύσεις. Ουκ επιθυμήσεις την γυναικα του πλησίον σου...»
Ο σύζυγος της γειτόνισσας, παρ΄ολο που αναφέρεται πέντε φορές στο κείμενο, τέσσερεις ως ο άνδρας της πολυλογούς και μία ως σύζυγος, είναι σχεδόν ανύπαρκτος ως πατρική φιγούρα. Μόνον στο τέλος, όταν ο μπαρμπα-Γιαννιός χτυπάει κατά λάθος το ρόπτρον, εμφανίζεται, ανοίγει το παράθυρο, ρωτάει «ποιός είναι;» και αφού δεν λαμβάνει απάντηση, μονολογεί ο ίδιος «Δεν είναι τίποτε», χωρίς τελικά να σώζει τον ήρωα.
Ο Έρωτας ως πρώτος θεός και πατέρας των πάντων, ταυτοποιείται, από τον αφηγητή, με τον αδερφό του τον Θάνατο.
Τον Κριτή, τον Παλαιό ημερών, τον Τρισάγιο, που είναι ο θεός ως αιώνιος πατέρας, ο προϋπάρχων, σύμφωνα με το ιουδαιοχριστιανικό δόγμα, ο αφηγητής τον αρνείται γιατί επιλέγει ώστε ο μπαρμπα-Γιαννιός, αφού θα έχει εξαγνισθεί από το χιόνι, να μην παρασταθεί ενωπιόν του στην τελική κρίση.
Αν εξετάσουμε μόνο με θρησκευτικά κριτήρια τον ρόλο του πατέρα στο κείμενο δεν μπορούμε να αποφύγουμε την υπόθεση ότι ίσως στο κείμενο του Παπαδιαμάντη γίνεται ταύτιση του Έρωτα με τον Κριτή, τον Παλαιό ημερών, τον Τρισάγιον.
Πολλοί μελετητές θεωρούν το διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια» ως αυτοβιογραφικό, άποψη με την οποία διαφωνεί ο Γ. Κεχαγιόγλου που το κατατάσσει στην κατηγορία του χριστιανικού ρεαλισμού.21
Ωστόσο ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης αναφέρει στα κειμενά του, «Λαμπριάτικος ψάλτης» και «Ο καλόγερος», ότι η χρήση και προσωπικών στοιχείων αποτελεί μέρος της λογοτεχνικής του παραγωγής.
Προσωπικά θεωρώ ότι υπάρχουν εδώ ορισμένα αυτοβιογραφικά στοιχεία, η Σκιάθος, η λερή και κουρελιασμένη πατατούκα, ο αλκοολισμός, οι απόπειρες αυτοκτονίας, η απώλεια του πατέρα, παρ΄όλο που αυτό το τελευταίο δεν αναφέρεται άμεσα.
Το διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια» βρίσκεται σε συνάρτηση με άλλα κορυφαία κείμενα του Παπαδιαμάντη που έχουν άμεσο ή έμμεσο εξομολογητικό χαρακτήρα. Τέτοια κείμενα είναι :
«Η μαυρομαντηλού», «Η Νοσταλγός», «Λαμπριάτικος ψάλτης», «Τα δαιμόνια στο ρέμα», «Υπό την βασιλικήν δρυν», «Ολόγυρα στη λίμνη», «Στην Αγία Αναστασιά», «Η φαρμακολύτρια», «Αμαρτίας φάντασμα», «Όνειρο στο κύμα», «Τα ρόδινα ακρογιάλια», «Η φόνισσα», «Το ιδιόκτητο», «Ο αυτοκτόνος», «Ο κοσμολαΐτης»...
Αυτά τα κείμενα λειτουργούν μεταξύ τους σαν συγκοινωνούντα δοχεία και υποδηλώνουν ότι, ο μεγαλύτερος συγγραφέας της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας, ο άνθρωπος Παπαδιαμάντης, είχε επίγνωση της προσωπικής του τραγωδίας.
Κώστας Αλεξόπουλος
Παρίσι, Ιανουάριος 2021
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ :
1. Αναφέρομαι στο κείμενο των εκδόσεων Δόμος, Άπαντα ΙΙΙ, επιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, 1989, σελ. 105-110.
2. Γ. Κεχαγιόγλου : «Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη "Ο έρωτας στα χιόνια"», στο Φώτα Ολόφωτα, Ε.Λ.Ι.Α, Αθήνα 1981. Ο οποίος κάνει λάθος γράφοντας ότι το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1895, εκτός εάν είναι τυπογραφική αβλεψία. Το διήγημα δημοσιεύτηκε την Πρωτοχρονιά του 1896.
3. Την έννοια της επιθυμίας της αιμομιξίας στο έργο του Παπαδιαμάντη την έχει αναδείξει ο Guy (Michel) Saunier στο Εωσφόρος και Άβυσσος, Ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, Άγρα 2001.
4. S. Freud : «Deuil et Mélancolie», στο Métapsychologie, σελ. 145-171. Gallimard 1968. Ελληνική μετάφραση, Δοκίμια μεταψυχολογίας, Πλέθρον 2020.
6. S. Freud : Cinq leçons sur la psychanalyse. «Quatrième leçon», σελ.57-70. Petite Bibliothèque Payot. 2001.
Ελληνική μετάφραση, Πέντε διαλέξεις για την ψυχανάλυση, Νίκας, Αθήνα 2016.
7. Το κείμενο δεν αναφέρει κανένα στοιχείο για την γυναίκα του μπαρμπα-Γιαννιού.
8. Η αφήγηση είναι τέτοια που δεν είναι σαφές εάν πρόκειται για τις σκέψεις του μπαρμπα-Γιαννιού ή αυτές του παντογνώστη αφηγητή. Βλέπε Γ. Γ. Φαρίνου : «Ο έρωτας στα χιόνια : Μιά ανάγνωση.» Στο Φώτα Ολόφωτα, Ε.Λ.Ι.Α, Αθήνα 1981. Επίσης Γ. Φαρίνου - Μαλαματάρη : Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη 1887-1910, σελ. 80, Κέδρος Αθήνα 1987.
9. S. Freud : «Contributions à la psychologie de la vie amoureuse : I, Un type particulier de choix d'objet chez l'homme (1910)», στο La vie sexuelle, PUF 1969, σελ. 45-55.
Επίσης, «Sur quelques mécanismes névrotiques dans la jalousie, la paranoïa et l'homosexualité (1922)», στο Névrose, psychose et perversion, Puf, Paris 1973, σελ. 271-281.
10. Elsa Cayat και Antonio Fischetti : Le Désir et la Putain : Les Enjeux cachés de la sexualité masculine. Albin Michel, Paris 2007.
11. M. Field : «De la prostitution», στο L'argent pour une réhabilitation morale, περ. Autrement N° 132, σελ. 39-50, Octobre 1992.
12. Για τη ζήλεια στο έργο του Παπαδιαμάντη βλέπε : N. Evzonas, «Le désir jaloux ou l'obstacle du Rival», σελ. 124-151, στην διατριβή του, Le désir érotique dans l'œuvre d'Alexandre Papadiamantis, Université Paris V. 2012.
13. D. W. Winnicott : «Objets transitionnels et phénomènes transitionnels», στο Jeu et réalité, l'espace potentiel, σελ. 7-39, nrf, Editions Gallimard, Paris 1975.
14. P. Grimal : Dictionnaire de la Mythologie grecque et romaine, Presses Universitaires de France, Paris 1951, σελ. 147-148 και 447.
-R. Graves : Les mythes grecs, Librairie Fayard, Pluriel, Paris 1967, σελ. 67. Ελληνική μετάφραση Οι ελληνικοί μύθοι, Κάκτος 1998.
-Αριστοφάνης. Όρνιθες, 693-697
-Πλάτων. Συμπόσιο, 178a-178d
15. Για τις θρησκευτικές προσεγγίσεις του διηγήματος βλέπε :
-Γ. Κεχαγιόγλου, όπου προηγ. -Α. Καστρινάκη : «Ο Xριστός στα χιόνια (Παπαδιαμαντικό)», στο Ζητήματα νεοελληνικής φιλολογίας : Μετρικά, υφολογικά, κριτικά, μεταφραστικά. Μνήμη Ξενοφώντα Α. Κοκόλη, Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 335-343. -Σ. Ν. Φιλιππίδης : «Tο χιόνι των Χριστουγέννων. Η θειακούλα του Βλαχογιάννη και O έρωτας στα χιόνια του Παπαδιαμάντη.» Πρακτικά Β΄διεθνούς συνεδρίου 2001, σελ. 572-585. www.papadiamantis.net
16. Πλάτων : Πολιτεία 614b-621d. Ο Παπαδιαμάντης γνώριζε πολύ καλά τα έργα του Πλάτωνα. Γι΄αυτό το θέμα βλέπε : Ν. Α. Ε. Καλοσπύρος : Η αρχαιογνωσία του Α. Παπαδιαμάντη, Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών, Εκδόσεις Δόμος. www.papadiamantis.net
17. M. -C. Hardy-Baylé : Enseignement de la Psychiatrie, Sémiologie et logique décisionnelle en psychiatrie, Doin Editeurs, Paris 1986, σελ. 45-94.
18. Ο Guy (Michel) Saunier στο Εωσφόρος και Άβυσσος, αναφέρει τον πνιγμό εντός του ύδατος ως επαναλαμβανόμενη προβληματική στο έργο του Παπαδιαμάντη όπου επιστατεί ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Βαπτιστής και συγκεκριμένα για τον μπαρμπα-Γιαννιό που πνίγεται στο νερό και στο κρασί. Σελ. 234, 378, 386.
19. S. Freud, όπου προηγ. σημ. αρ. 4.
20. Pierre Marie : «Lecture de deuil et mélancolie», περ. La clinique lacanienne, 2014/1 n° 25, Eres, σελ. 143-156.
Ο γιός μου είναι άρρωστος. Τον πηγαίνω στα επείγοντα του νοσοκομείου όπου εργάζομαι και μετά αργά τη νύχτα σαν να έχουμε πάει να κοιμηθούμε στον ξενώνα του κοινωνικού τμήματος όπου φιλοξενούνται οι άστεγοι. Το πρωί όλοι βρίσκονται σε εγρήγορση γιατί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας έρχεται επίσκεψη έκπληξη να δει ιδίοις όμασι πως λειτουργούν οι υπηρεσίες του κράτους. Εμείς θέλουμε να φύγουμε και τότε ομάδα συνδικαλιστών με αναγνωρίζει. Διαμαρτύρονται, η παρουσία μου τους ενοχλεί. Υποστηρίζουν ότι ήρθα με δόλο να κάνω μυστική κλινική έρευνα, έτσι είχε κάνει ένας κοινωνιολόγος-ψυχαναλυτής πριν από δεκαπέντε χρόνια και έκτοτε άρχισαν οι περικοπές δαπανών στο ίδρυμα και οι απολύσεις προσωπικού. Αντιδρώ άμεσα και τους λέω ότι η ρητορική τους δεν στέκει, η κακή εικόνα του ιδρύματος οφείλεται στο ότι δεν εργάζονται και περνούν τον χρόνο τους πίνωντας καφέδες φραπέ ενώ συζητούν συνέχεια για τούρκικα σήριαλ. Οι περισσότεροι χτυπούν κάρτα και φεύγουν, πηγαίνουν ν΄ανοίξουν τα μαγαζιά τους στο εμπορικό κέντρο απέναντι. Τα λόγια μου σκεπάζονται από τη μουσική, η ορχήστρα της προεδρικής φρουράς παίζει εμβατήρια και μετά ακολουθεί ο εθνικός ύμνος.
Επειδή ο γιός μου δεν μπορεί να περπατήσει τον παίρνω στους ώμους όπως όταν ήταν μικρός και προχωρώντας στη μεγάλη γαλαρία κατευθυνόμαστε προς την έξοδο για να πάρουμε το τραμ.
Κατεβαίνουμε στο σταθμό του τραίνου στο χωριό Καραβόμυλος. Ο γιός μου είναι τώρα ο αδερφός μου και μόλις απολύθηκε από το στρατό. Θέλει να πάμε να δει έναν πρώην συμμαθητή του από το Λύκειο Στυλίδος. Έχουν ένα παλιό κόκκινο τρακτέρ ΙΜΤ Γιουγκοσλαβικής κατασκευής αλλά είναι κατακαίνουργο σαν να το αγόρασαν σήμερα. Είναι σταθμευμένο στον ίσκιο της γέρικης μουριάς στην αυλή του σπιτιού τους. Ο αδερφός μου θέλει να το οδηγήσει να πάει μια βόλτα κατά μήκος της θάλασσας, όμως εγώ δεν συμφωνώ, του λέω ότι δεν είναι τώρα ώρα για βόλτες. Πάνω στην ώρα έρχεται ο πατέρας μας με το κόκκινο Datsun κατακαίνουργο όπως το είχαμε αγοράσει το 1979. Κατεβαίνει και πηγαίνει να χαιρετήσει την οικογένεια του φίλου του. Τον βλέπω που προχωρεί κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού και το σώμα του δεν αφήνει σκιά. Ο φίλος του αδερφού μου προτείνει στον πατέρα μας να ξαπλώσει στο ντιβάνι που είναι δίπλα στο τρακτέρ κάτω από τη γέρικη μουριά.
«Θα φύγουμε αμέσως», λέει ο πατέρας μου, «ήρθα να πάρω τα παιδιά.»
Καθώς επιβιβαζώμαστε στο φορτηγό, ο πατέρας μου μού δίνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου να οδηγήσω και μου λέει εμπιστευτικά στο αριστερό αυτί.
«Η μάνα σου ετοίμασε χορτόπιτα και μοσχαρίσιο κρέας με μακαρόνια, όπως σου αρέσει.»
Άνυδρο. Νωρίς το πρωί ακόμη νύχτα με ξυπνάει ο θόρυβος του ανέμου. Μαίνεται δυνατή καταιγίδα. Από το παράθυρο της κουζίνας βλέπω το γιατρό Σαμουήλ Λαζενές να φθάνει με το κόκκινο Datsun του πατέρα μου. Του το είχα δανείσει γιατί ήταν εφημερεύων ιατρός στο νοσοκομείο σε νυχτερινή βάρδια. Δυσκολεύεται να κουμαντάρει το όχημα γιατί στην καρότσα σαν να είναι φορτωμένος ένας ελέφαντας τσουρουφλισμένος και υποθέτω ότι τον χτύπησε κεραυνός καθ΄οδόν, αλλά είναι ακόμη ζωντανός, σκέφτομαι ότι μπορεί να ζήσει με την ανάλογη φροντίδα. ΄Ομως το φορτηγό είναι σε άθλια χάλια, στραπατσαρίστηκε από τον κεραυνό αλλά και από την βιαιότητα της καταιγίδας. Τελικά ο Λαζενές καταφέρνει να ακινητοποιήσει το όχημα μέσα στον κήπο, νότια του σπιτιού, κάτω από τη γέρικη μουριά αφού τράκαρε στον δυτικό κίονα του εξώστη. Κατεβαίνει σώος χωρίς γραντζουνιά.
Ξημερώνει. Βγαίνω με τα παιδιά μου στην αυλή. Αναρωτιέμαι πως θα βγάλω τώρα το φορτηγό από τον κήπο. Η κόρη μου Ελένη μου δείχνει το φράχτη όπου υπάρχει αυτοσχέδια πόρτα. Την είχε προβλέψει ο πατέρας μου. Λέει ότι μπορώ να το βγάλω εύκολα μόνος μου, οδηγώντας προσεκτικά. Το κόκκινο Datsun είναι ολοκαίνουργο και αστραφτερό όπως το είχαμε αγοράσει το 1979.
Τότε σκοτεινιάζει απότομα, ο ήλιος σαν να είναι η σελήνη που βρίσκεται στη Δύση και σαν να είναι δυό μεγάλα φεγγάρια που το ένα έλκει το άλλο με δύναμη. Συγκρούονται σαν μεγάλες μπάλες μπιλιάρδου κι ενώ ο ήλιος μένει ακίνητος, η σελήνη έρχεται ταχύτατα προς τη γη αλλά αμέσως ένα άλλο ουράνιο σώμα εμφανίζεται με μέγεθος μπάλας ποδοσφαίρου και σαν να είναι από καιόμενη λάβα ηφαιστείου, κατευθύνεται γρήγορα προς τον ήλιο και συγκρούεται μαζί του. Επανέρχεται προς τη γη, ενώ εγώ σκέφτομαι ότι πρόκειται για την ημέρα της Αποκαλύψεως, είναι το τέλος του κόσμου αλλά δεν αισθάνομαι φόβο, λέω στα παιδιά μου να μην φοβούνται και ότι είναι να γίνει θα γίνει τώρα. Παρακολουθούμε την πορεία της καιόμενης σφαίρας, την βλέπουμε να πέφτει βόρεια του χωριού, δίπλα στα μαντριά, να ζνταΐζεται και να φεύγει πάλι προς τον ουρανό βορειοανατολικά. Μια ιδέα ελπίδας σχηματίζεται στη σκέψη μου. Θα ζήσουμε με νέες συνθήκες τώρα που ο ήλιος έχασε τη δυναμή του, η μέρα θα είναι ένα διαρκές λυκόφως.
Ειμαι με τα παιδια στην οδο Βουργουνδιας, θελουμε να παμε βολτα στο δασος του Φονταινεμπλω, βαδιζουμε βορειοδυτικα οταν ενας γερος απο την αλλη πλευρα του δρομου λεει : που πατε με τετοιον καιρο δεν βλεπετε, ερχεται καταιγιδα.
Οντως νοτιοανατολικα μεγαλα συννεφα παρουσιαζονται, γκριζα και μαυρα, στροβιλιζονται, ενας γιγαντιαιος κυκλωνας πλησιαζει. Επιστρεφουμε στο σπιτι, ειμαστε σε ενα μερος σαν το Βριζοχωραφο, αλλα η καλυβα ειναι η παλια στη Λουτσα. Βαζω τα παιδια μεσα στην καλυβα ενω σκεφτομαι πως θα επιστρεψει η γυναικα μου με τετοιον καιρο.
Παρατηρω την καταιγιδα.Στροβιλιζεται μερικα μετρα μακρια απο την καλυβα μεσα στο δασος. Σιγα-σιγα απομακρυνεται προς δυσμας, τεραστια, θηριωδης, μεγαλοπρεπης, γιγαντιαια, γκριζο θεορατο τερας, αφηνει πισω της το πανυψηλο βουνο με τις αποτομες πρασινες πλαγιες και γκριζα βραχια λαμπυριζουν στις ακτινες του ηλιου.
300600
Πηγαινω στο σπιτι του γιατρου Λαζενες, παρολο που ξερω, υπαρχουν απαγορευτικα μετρα εναντιον του, του εχω εμπιστοσυνη. Μου γραφει μια συνταγη στο περιθωριο ενος χειρογραφου, μετα η γυναικα του, ειναι η ιδια ιατρος, με εξεταζει, μου γραφει μια συνταγη παρομοια με τον συζυγο της. Βαδιζω προς την εξοδο, το ασθενοφορο ερχεται να παραλαβει τον γιατρο, να τον οδηγησει στο ψυχιατρικο νοσοκομειο για εγκλεισμο. Βγαινω στο δρομο, βλεπω ενα φερετρο, μεσα ειναι ξαπλωμενη η κυρια Καγιε. Πρεπει να παρω αντικειμενα που βρισκονται μεσα στο φερετρο. Ανοιγοντας το, η κυρια Καγιε ξυπναει, μου δινει οδηγιες.
240301
Πρωι στο Ανυδρο, ακομη νυχτα, ο πατερας μου ετοιμαζει τα πραγματα μου να φυγω. Διαπραγματευεται με τους εργατες, εχουν ενα στρατιωτικο τζιπ, εαν μπορουν να με παρουν μαζι τους, δεν ειναι σιγουρο εαν θα ερθει το λεωφορειο. Φθανουμε στην πλατεια, μπροστα το μαγαζι του Πολυμερου, εχει ερθει το λεωφορειο. Πολυς κοσμος προσπαθει ν΄ανεβει. Δεν θα βρω θεση. Οι επιβατες βαζουν μεσα στο λεωφορειο καρεκλες καφενειου, πιανουν πολυ χωρο. Αποφασιζω ν΄αφησω μια σιδερενια καρεκλα κηπου, την ειχα παρει απο το καφενειο του Πανοπουλου. Πριν ανεβω στο λεωφορειο ο πατερας μου λεει : εαν η αστυνομια με ρωτησει σχετικα με τον τυπο που εξαφανιστηκε να πω: ειχε ερθει να ρωτησει κατι και μετα εφυγε.
Ο πατερας μου εχει μια παλια ουλη στο προσωπο, ειναι πληγωμενος στο αριστερο χερι.
Ειμαι στο λεωφορειο, καθομαι διπλα στον Αλεκο Μακαρενκο. Το λεωφορειο απογειωνεται, βλεπουμε ενα αλλο αεροπλανο με πολλους οροφους, παει προς ανατολας. Οι επιβατες βγαινουν στα παραθυρα, μας χαιρετουν.
030401
Το μαγαζι του Δημου ειναι εκκλησια. Ο παπα-Κωστας λειτουργει :
Τον επινικιον υμνον αδοντα, βοωντα, κεκραγοτα και λεγοντα.
Ο Συνταγματαρχης Γαβρης ειναι επιτροπος, πηγαινει, ερχεται, σβηνει και μαζευει τα καμμενα κερια. Καθομαι σε ενα στασιδι νοτιοδυτικα προς τη δυτικη εξοδο. Ο παπας ερχεται μπροστα μου, φαινεται ικανοποιημενος απο την παρουσια μου. Φοραει λευκα αμφια, ετοιμαζει τη θεια κοινωνια. Σκεφτομαι, θα μου δωσει να μεταλαβω στο ιδιο κουταλι με τους αλλους. Ο παπας επιστρεφει στο ιερο. Φωναζει οργισμενος : ορισμενοι καθηγητες δεν ειναι παροντες στην εκκλησια.
Διχνει ενα λευκο ρασο, ειναι για τον καθηγητη Καραθεοδωρου, αλλα αυτος δεν εχει ερθει, την επομενη κυριακη θα τον αναφερει.
141101
Βλεπω ενα ρεπορταζ για την Ελλαδα, δειχνουν τη Λαμια. Πρωτα το καστρο, μετα τον Αγιο Λουκα και μετα τη λαϊκη αγορα. Η καμερα σταματαει μπροστα σε εναν ζητιανο, ειναι γερος, τραγουδαει ρεμπετικα παιζοντας εναν μικρο μπαγλαμα. Κουναει το κεφαλι του σαν να ειναι κλοουν. Αναγνωριζω τον πατερα μου : …Μαριγω θα σε τρελλανει ν΄ακουσεις τον Τσιτσανη, να σου παιξω φινο μπαγλαμα.
Σε όλα τα πρόσωπα η αγωνία ήταν μεγάλη. Τα βλέμματα ανήσυχα, τα χείλια σφιγμένα, τα χαμόγελα λιγόστεψαν αισθητά. Ρυτίδες φάνηκαν στα ηλιοψημένα μέτωμα. Οι κινήσεις έχασαν τη σιγουριά τους, Εγιναν αβέβαιες. Ακόμα και τα πρόσωπα των παιδιών έχασαν την ξεννοιασιά και τη ζωηρότητα, ήταν θλιμμένα. Παράσταιναν τους μεγάλους. Τα σκυλιά ούρλιαζαν και γαύγιζαν παράξενα. τα υπόλοιπα ζωντανά βέλαζαν απεγνωσμένα. τα αλογομούλαρα χλιμίντριζαν κι έξυναν τη γη με τα μπροστινά τους πόδια, μόνο τα κοκόρια είχαν ακόμη το κουράγιο και πηδάγανε τις κότες. Τα δένδρα μαραίνονταν. Τα σπαρτά ξεραίνονταν.
-Πάμε χαμένοι.
Αυτές οι δυό λέξεις ακούγονταν από κάθε στόμα.
Ετσι εκείνος πήρε την απόφαση. Ηταν ο ηγέτης. Οι άλλοι τον ακολούθησαν. Πήγαινε μπροστά με το σταυρό και το θυμιατό στα χέρια. Πίσω του όλοι οι χωριανοί, με τις εικόνες οι πιο νέοι. Παρά πίσω οι γυναίκες με αναμμένα κεριά. Ο γέρο-Δήμος κράταγε την ομπρέλλα του, ήταν σίγουρος.
Εφτασαν στο ορισμένο μέρος. Το χορτάρι ήταν ξερό. Στη μέση έβαλαν το τραπέζι. Γύρω-γύρω οι άντρες κράταγαν τις εικόνες σε σχήμα κυκλικό.
Είχε μπροστά του το μπακράτσι με το νερό, στο χέρι του κράταγε την αγιαστούρα, ένα ματσάκι βασιλικό. Φόρεσε το μακρόστενο πανί στο λαιμό του κι έβαλε ευλογητός. Ο ψάλτης τον συνόδευε με την μπάσα φωνή του. Οι άντρες παρακολουθούσαν με ευλάβεια, έσφιγγαν τα χέρια τους νευρικά, ήταν ιδρωμένοι.
Οι γυναίκες σταυροκοπιούνταν κι έκαναν μετάνοιες αδιάκοπα. Τα παιδιά κρυφογελούσαν, τους φαίνονταν παράξενα αυτά τα καμώματα. Ο επίτροπος τα πήρε χαμπάρι, αγριοκοίταξε. Σώπασαν τρομαγμένα. Οι γριές γονατισμένες προσεύχονταν σιωπηλά. Αυτός στη μέση με φρίκη προσπαθούσε να διώξει τις σκέψεις που ανέβαιναν στο νού του : Μη τυχόν και δεν γίνει τίποτα, μήπως έχουν δίκιο όσοι λένε...
-Πίσω μου σ΄έχω Σατανά, σκέφθηκε.
Συνέχισε να ψάλλει με παλλόμενη φωνή : Σώσον Κύριε τον λαόν Σου...
Τα ίδια σκέφτονταν και οι άλλοι εκείνη τη στιγμή. Εψελναν τώρα όλοι μαζί δυνατά. Το τραγούδι τους ακουγόταν κι αντηχούσε παράξενα στις γειτονικές πλαγιές. Κάτι κίσσες πλησίασαν περίεργες να δουν τι γινόταν. Στάθηκαν πάνω στις ελιές και κοίταγαν. Μιά γριά γονατισμένη προσεύχονταν, μπροστά της είχε ένα κερί αναμμένο, μπηγμένο στο χώμα.
Ολοι σκέφτονταν την προηγούμενη ζωή τους. Υπόσχονταν στο μέλλον να είναι πιο πειθαρχικοί. Θα πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία, δεν θα έκαναν παραβάσεις των εντολών.
Είχαν φανεί κάτι μικρά σύννεφα στον ουρανό. Ομως σ΄αυτούς τους φαίνονταν μεγάλα. Συνέχεια τα ΄βλεπαν να μεγαλώνουν. Μόνο τα παιδιά δεν έβλεπαν τίποτα.
-Ερχεται κατακλυσμός, είπε ο γέρο-Δήμος κι άνοιξε την ομπρέλλα του.
Απ΄όλα τα στόματα ακούστηκε η λέξη : Κατακλυσμός!
Ολοι φαντάζονταν τους εαυτούς τους πνιγμένους, τους έπιασε πανικός. Το ΄βαλαν στα πόδια. Τα μικρά παιδιά τα πήραν οι γονείς τους παραμάσκαλα. Τ΄άλλα παιδιά έσκουζαν δυνατότερα από τις γυναίκες.
Ο παπάς στην αρχή φάνηκε ψύχραιμος. Σε λίγο άρχισε να τρέμει. Ετρεχε τώρα κι αυτός. Οι εικόνες είχαν πεταχτεί άτακτα κάτω, το μπαγκράτσι με το νερό χύθηκε. Ο παπάς έτρεχε. Τα πόδια του μπερδεύτηκαν στο μακρύ του ρούχο. Επεσε. Σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει πάλι. Το χρυσοκίτρινο πανί στο λαιμό του ανέμιζε.
Ησυχία απλώθηκε. Είχαν φύγει όλοι εκτός από ένα παιδί. Ηταν ο Δημητράκης του ψάλτη. Κοίταγε γύρω του. Τα μάτια του ανοιγμένα διάπλατα έδειχναν απορία. Ο τόπος γύρω του παράξενος, το κερί μπροστά του αναμμένο, το χόρτο ξερό. Ο ήλιος λαμπερός και καφτός. Η ομπρέλλα ανοιγμένη και πεταμένη δίπλα στα σχοίνα. Εβγαλε την κακομοίρα του, πλησίασε το κερί και το κατούρησε. Το κερί έσβησε.
Κάτι σαν φωνές ακούστηκαν. Ηταν οι κίσσες, έκαναν έρωτα πάνω στις ελιές.
Το γέλιο του παιδιού αντήχησε χαρούμενο και δυνατό.
Οι πυροσβεστες ερχονται να κανουν ασκησεις στο νοσοκομειο και σαν να ειναι το σταδιο στην αυλη του Λυκειου Στυλιδος. Κανουν ασκησεις με τα φλογοβολα, τα εχουν στους ωμους, φορουν γιαλιστερα κρανη, απολυμαινουν το σταδιο με τις φλογες. Ειμαι στις κερκιδες του σταδιου, στη νοτια πλευρα. Η πριγκιπισσα φθανει με ενα πρασινο καμπριολε αυτοκινητο, τη συνοδευει ενας νεαρος σωματοφυλακας. Θελω να της κανω καλη εντυπωση, κοιταζω το ντυσιμο μου, ειμαι ικανοποιημενος απο την εμφανιση μου.
Απο την εισοδο του βορρα φθανουν οι κλοσσαρ, τους αδειαζει το λεωφορειο της νομαρχιας, τους μαζευει καθε μερα στο Παρισι. Τους βλεπω, προχωρουν με ασταθες βαδισμα μεθυσμενων. Ειναι αυτοι που προκειται να τους καψουν οι πυροσβεστες με τα φλογοβολα, κατω απο τα βλεμματα του πολυχρωμου πληθους που περιμενει ορυμαγδον.
070904
Ειμαστε με τα παιδια στη Λουτσα το καλοκαιρι. Ειναι πρωι γυρω στις δεκα. Βλεπω ενα συννεφο, ερχεται απο την ανατολη. Ειναι ολομαυρο, αποτελειται απο ξερα αγκαθια. Οταν φθανει στο υψος μου ειναι απο ξερα κλαδια σχοινου. Ενα δευτερο συννεφο ερχεται ειναι μαυρο, μια γυναικα με μαυρα ενδυματα, σαν ορθοδοξη καλογρια, στεκεται ορθια πανω στο συννεφο. Εχει μαζι της μια μαυρη γατα με χρυσα ματια. Η γατα κατεβαινει, πηγαινει μεσα στην καλυβα, κανει ζημιες, μετα πινει γαλα σε μια κουπα που της εδωσαν τα παιδια καταγης. Η Λιζα διαμαρτυρεται. Ομως εγω βλεπω τη γατα εξω, με κοιταει με τα κιτρινα χρυσα ματια της, σαν φλογες. Η Λιζα ερχεται εξω, απορει πως γινεται και η γατα ειναι μεσα κι εξω. Η καλογρια λεει στη γατα να ανεβει στο συννεφο, προσπαθει να φυγει προς τον ουρανο αλλα δεν τα καταφερνει, μονο για λιγο το συννεφο υψωνεται και ξανακατεβαινει. Το συννεφο στεκεται αιωρουμενο σε υψος ενος μετρου απο το εδαφος. Τοτε ερχεται ενας γερος ντυμενος με μαυρα ενδυματα, με ασπρα μαλλια και ροδοκοκκινο προσωπο. Απλωνει το χερι του να με χαιρετησει εγκαρδια, αλλα το ανασυρει μολις προσπαθω να το αγγιξω. Ηρθε να βοηθησει την καλογρια να ανυψωσει το συννεφο. Καθως το συννεφο απογειωνεται την ρωταει γιατι αργησε να τον καλεσει.
181004
Εχω μια μοτοσικλετα μεγαλου κυβισμου, κατεβαινω με ταχυτητα 110 χιλιομετρων στο δρομο απο το Ανυδρο προς τον Αγιο Νικολαο Στυλιδος. Ειναι χωματοδρομος γεματος γλοιωδεις λασπες, μοιαζουν με φρεσκα κοπρανα ανοιχτου χακι χρωματος. Ειναι νυχτα αλλα το τοπιο φωτιζεται απο το φως της σεληνης, ειναι δυνατο σαν το φως ηλεκτρικων λαμπτηρων. Πισω μου τρεχει ενας ανδρας πενηνταρης, τρεχει και τρεχει διπλα μου. Λεω να επιταχυνω τη μοτοσικλετα να τον αφησω πισω μου, αλλα εις ματην, ο ανδρας τρεχει παντοτε στο ιδιο υψος. Ειναι ο Αγιος Γεωργιος, του λεω να ανεβει στη μοτοσικλετα, ανεβαινει και σαν να ειναι το λευκο του αλογο, τρεχει καλπαζοντας με ταχυτητα. Παρακατω βλεπουμε εναν αλλο ανδρα, τρεχει με μια μοτοσικλετα οπως εμεις. Ειναι ο Αγιος Δημητριος με το μελι του αλογο. Τρεχουμε οι δυο Αγιοι κι εγω, με τις μοτοσικλετες, να συναντησουμε τον Αι-Νικολα.
Je me souviens d'elle aux premiers rangs des pupitres tremblant à chaque fois que notre maître nous battait, car il nous avait surpris en train de jouer illégalement au ballon à des heures que nous devions préparer nos devoirs selon ses incitations.
Ses yeux étaient tristes, dans la salle, pendant les pauses, mais aussi à l'église et au catéchisme, quand notre prêtre parlait des passions du Christ.
Il avait trois frères aînés, tout le monde l'aimait mais surtout ses parents. C'était une rose le dimanche avec sa robe rose ou blanche et ses cheveux en nattes.
Le maître ne l'avait jamais battu, il ne l'avait pas pris au dépourvu, elle n'avait pas été arrêté pour avoir enfreint la loi. Et avec quelle douceur elle a chanté les chansons dans la leçon de musique !
Elle était comme les petites cigales qu'elle chassait et attrapait les étés avec ses tendres mains, dans les hautes montagnes, où toute la famille allait passer l'été avec son troupeau.
Ses frères allaient au lycée, la jeune fille, dès qu'elle a terminé l'école primaire, elle est resté à la maison pour préparer sa dot et dès qu'elle aurait dix-sept ans, un jeune homme, un palicar, il lui demanderait de l'épouser.
L'été qui a suivi les derniers cours de l'école primaire, ils ont gravi la montagne comme chaque année, toute la famille.
Un jour d'orage, elle était assise seule dans la hutte. La radio à côté d'elle jouait de la musique, la fille brodait des roses et des pigeons.
La foudre est soudainement tombée et l'a tué immédiatement. La hutte a brûlé.
Son épaule et la moitié de son visage étaient noirs.
Ils l'ont amené à l'église habillée en jeune mariée et tout le monde pleurait.
Maintenant, quand j'ai dépose des fleurs sur la tombe de ma grand-mère, je laisse une rose sur la sienne et par une photo usée, je vois les yeux tristes qui n'ont pas eu le temps.
Ελεγείο
Το θυμάμαι στις πρώτες σειρές των θρανίων να τρέμει κάθε φορά που ο δάσκαλος μας έδερνε, επειδή μας είχε συλλάβει να παρανομούμε παίζοντας βόλους σε ώρες που κανονικά και σύμφωνα με τις προτροπές του έπρεπε να διαβάζουμε. Τα μάτια του ήταν θλιμμένα, στην αίθουσα, στα διαλείμματα, αλλά και στην εκκλησία και στο κατηχητικό, όταν ο παπάς μας μιλούσε για τα πάθη του Χριστού.
Είχε τρία αδέρφια μεγαλύτερα, όλοι το αγαπούσαν μα πιο πολύ οι γονείς. Ηταν ένα τριανταφυλλάκι τις Κυριακές με το ρόζ ή το άσπρο φορεμά του και τα μαλλιά του κοτσιδάκια.
Ο δάσκαλος δεν το είχε δείρει ποτέ, δεν το έπιασε αδιάβαστο, δε συνελήφθει να παρανομεί. Και τι γλυκά που τραγουδούσε τα σχολικά τραγούδια στο μάθημα της Ωδικής!
« Από γκρεμό κυρά Βαγγελιώ, από γκρεμό γκρεμίζεται
και σε περιβόλι μπαίνει Βαγγελιώ μου παινεμένη...»
«Δεν περνάς κυρά Μαρία, δεν περνάς, περνάς...»
΄Ηταν σαν τα μικρά τζιτζίκια που κυνηγούσε κι έπιανε τα καλοκαίρια με τα τρυφερά χεράκια του, στα ψηλά βουνά, όπου πήγαινε όλη η οικογένεια να ξεκαλοκαιριάσει με το κοπάδι της.
Τ΄αδέρφια του πήγαιναν στο Γυμνάσιο, το κορίτσι, μόλις τελείωσε το Δημοτικό, έμεινε στο σπίτι να ετοιμάσει τα προικιά του και μόλις δεκαεφτάριζε ένας καλός γαμπρός, λεβέντης, θα το ζητούσε να τον παντρευτεί.
Το καλοκαίρι μετά την τελευταία τάξη ανέβηκε όπως κάθε χρόνο στο βουνό με όλη την οικογένεια. Μιά βροχερή μέρα καθόταν μόνο του μέσα στην καλύβα. Το ραδιόφωνο δίπλα του έπαιζε μουσική, το κορίτσι κεντούσε τριαντάφυλλα και περιστέρια.
Ο κεραυνός έπεσε ξαφνικά και το σκότωσε αμέσως. Η καλύβα κάηκε, μα το κορίτσι πρόλαβαν και το ΄βγαλαν. ΄Ηταν μελανός ο ώμος του και το μισό του πρόσωπο. Στην εκκλησία το πήγαν ντυμένο νύφη κι όλος ο κόσμος έκλαιγε.
Τώρα όταν πηγαίνω άνθη στον τάφο της γιαγιάς μου, αφήνω ένα τριανταφυλλάκι στον δικό του και από μιά φθαρμένη φωτογραφία βλέπω τα μάτια τα θλιμμένα που δεν πρόλαβαν.
*Πρώτη δημοσίευση Εφημερίδα Η Στυλίδα σήμερα καλοκαίρι 1993.
Μετά από εβδομήντα τρία χρόνια η ιστορία του δεν έχει ξεχαστεί. Την αφηγούνται στα καφενεία όταν μιλούν οι παλιότεροι για τις συμφορές των Ελλήνων, ως παράδειγμα αδικίας, στις οικογένειες, τις νύχτες του χειμώνα, δίπλα στο τζάκι, δίκην παραμυθιού, μαζί με άλλα εγκλήματα της ίδιας ιστορικής περιόδου, με δράστες και θύματα από τις δύο παρατάξεις, άλλοτε δεξιούς και άλλοτε κομμουνιστές, να μαθαίνουν τα παιδιά τη βαρβαρότητα των ανθρώπων.
Ο Μύλος
Ο νερόμυλος ήταν χτισμένος στην ανατολική όχθη. ΄Ενα σπίτι με δυό πατώματα. Στο πάνω πάτωμα έμενε η οικογένεια του μυλωνά. Στο κάτω ήταν οι μηχανές του μύλου. Θα είχε ενάμισυ αιώνα ζωής. Τα θεόρατα πλατάνια δεν άφηναν να περάσει ούτε αχτίδα ήλιου. Πάντα είχε συντροφιά το βουητό του νερού και τα πουλιά που έφτιαχναν τις φωλιές τους στα κεραμίδια του. ΄Ολα αυτά τα χρόνια είχε δοκιμάσει την ορμή των στοιχείων της φύσης και την ορμή των ανθρώπων που έκαναν πόλεμο. Ο μύλος είχε ζήσει τις χαρές και τις λύπες των ανθρώπων. Μεγάλωσαν πολλές γενιές κάτω από τη στέγη του. Περπάτησαν πολλά ποδάρια στο πλακόστρωτο της αυλής του. Εδώ έρχονταν, πέρα από το χωριό, ν΄αλέσουν γεννήματα. Σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι. Εδώ ανταμώνονταν οι άνθρωποι, συζητούσαν για τα προβληματά τους. ΄Εκαναν δουλειές. Τέλειωναν προξενιά. Πάντα ίδιοι ήταν οι άνθρωποι, τόσα χρόνια τώρα. Ο μύλος δεν τους έβλεπε ν΄αλλάζουν. ΄Ιδιοι στις συνήθειες, ίδιοι στους τρόπους, ίδιοι στα έθιμα. Καθόλου δεν άλλαξαν.
Και τώρα στο μύλο ζούσαν άνθρωποι, τον συντηρούσαν για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο μυλωνάς με τη γυναίκα του και το παιδί τους, ίσαμε πέντε χρονών. Είχαν το νοικοκυριό τους εδώ, μιά γίδα, ένα γουρούνι, καμμιά δεκαριά κότες, τρία σκυλιά και το μύλο κληρονομιά από τον πατέρα του.
Το παιδί ξύπνησε από τα γαυγίσματα των σκυλιών. ΄Ενα μακρόσυρτο γκάρισμα ακούστηκε. Το παιδί πήγε κοντά στο παράθυρο. Ο γάιδαρος φορτωμένος με τρία σακκιά έφτανε από το μονοπάτι. Το χωριό ήταν τρία χιλιόμετρα μακριά από το μύλο. Από πίσω ακολουθούσε ένας γέρος κουτσαίνοντας.
Ο μυλωνάς, μόλις άκουσε γκάρισμα, βγήκε να υποδεχθεί την πελατεία.
Το παιδί πλησίασε στο τραπέζι, πήρε ένα κομμάτι πίτα από το ταψί, πήρε και μερικά χαρτιά από εφημερίδα, τα έβαλε στον κόρφο του, έπειτα βγήκε έξω, τρώγοντας περπάτησε στο πλακόστρωτο και κατέβηκε τα τρία μεγάλα σκαλιά.
Ο μυλωνάς με το γέρο ξεφόρτωναν το ζώο :
«Δεν ίφιρις καλαμπόκι, σαν αλλαφρό μι φαίνιτι.»
«Αμ΄δεν είνι καλαμπόκι, είνι κριθαρ! κάνα δυό ουκάδις π΄μας έμκαν τουφάγαμι τσ΄μέρεις που μας πέρασαν.»
Το παιδί έφτασε στην άκρη, στο ρέμα. Το νερό σχημάτιζε πλάτωμα, ήταν σαν μια μικρή λίμνη.
Ο γέρος και ο μυλωνάς συζητούσαν ακόμα.
«Αλήθεια, τα ΄μαθεις τα νέα, στ΄προυτεύουσα πέθανι κόσμους, τούπι του ράδιου.»
«Δόξα να΄χει ου μεγαλουδύναμους, ιμείς μέχρι τώρα καλά πήγαμι.»
Το παιδί τους έβλεπε, αλλά δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, οι φωνές τους σκεπάζονταν από το βουητό του νερού.
Την προσοχή του τράβηξε μια χελώνα. Είχε ξεμυτίσει να πιει νερό στο ποτάμι. Μόλις την πλησίασε έκρυψε το κεφάλι της στο καβούκι της. Το παιδί την σκούντησε, να βγάλει το κεφάλι της, μ΄ένα ξύλο. Αλλ΄αυτή τίποτα, έκανε την ψόφια. Το παιδί επέμενε, αλλά σαν είδε κι απόειδε, την άφησε ήσυχη.
Ο μυλωνάς στο μεταξύ κουβάλησε τα σακκιά μέσα στο μύλο. Ο γέρος, αφού σιγούρεψε το ζώο, μπήκε κι αυτός μέσα.
Το παιδί ήταν δίπλα στη λίμνη που σχηματιζόταν από το νερό. ΄Εβγαλε απο τον κόρφο του τα χαρτιά. Τα ΄παιρνε ένα-ένα, τα δίπλωνε με τέχνη κι έφτιαχνε βαρκούλες. ΄Εριχνε τις βάρκες στο νερό. Αυτές αρμένιζαν πέρα δώθε, το παιδί ένοιωθε μεγάλη χαρά και γελούσε, όλο γελούσε. Παρατηρούσε σαν εφοπλιστής τα καράβια του και καμάρωνε. Το ρεύμα του νερού τις παρέσυρε, τις έριχνε πάνω σε χαμόκλαδα και βάτα, ήταν φυτρωμένα στις όχθες. ΄Οποια βαρκούλα μπλέκονταν, το παιδί έτρεχε και τη λευτέρωνε.
Η πόρτα του μύλου άνοιξε, ο μυλωνάς με το γέρο βγήκαν κουβαλώντας τα σακκιά με το αλεύρι. Τα φόρτωσαν στο γάιδαρο. Ο γέρος τον έβαλε μπροστά και κούτσα-κούτσα τον ακολούθησε. Το ζώο άφησε ένα γκάρισμα παραπονιάρικο, φωνή διαμαρτυρίας, ο δρόμος ήταν ανήφορος και το φορτίο βαρύ. Το παιδί κοίταγε το γέρο, καλόπιανε το γάιδαρο με χαϊδευτικά λόγια. Τα λόγια τα ΄φερνε πίσω ο αντίλαλος από τη ρεματιά. Ο γέρος μονολογούσε για λίγη ώρα ώσπου χάθηκε στο βάθος του μονοπατιού και το παιδί ούτε τον άκουε ούτε τον έβλεπε τώρα.
΄Αφησε τις βάρκες του, ανέβηκε στο πλακόστρωτο, εκεί είχε άλλα παιγνίδια. Μερικά κουτιά από σπίρτα. Το παιδί έπαιζε με τα σπιρτόκουτα. Τα γέμιζε με πετραδάκια.
Ξαφνικά σταμάτησε. Καμμιά δεκαριά άνθρωποι έφταναν από το μονοπάτι. Δεν ξανά ΄χε δει τέτοιους ανθρώπους. Φορούσαν κάτι σκούρα πράσινα ρούχα. Μόνο ένας φορούσε ρούχα αλλιώτικα. Αυτός πήγαινε μπροστά, οι άλλοι ακολουθούσαν. Πλησίασαν στο μύλο. Ανέβηκαν τα σκαλιά. Περπάτησαν στο πλακόστρωτο, έφτασαν κοντά στο παιδί.
«Που ΄ναι ο πατέρας σου;» ρώτησε αυτός με τα πολιτικά.
«Μέσα», είπε το παιδί.
«Α! κρύφτηκε στο καβούκι της η χελωνίτσα. Ε! παιδιά πάμε μέσα», είπε εκείνος ο άνθρωπος.
΄Ενας από τους άλλους έβγαλε από την τσέπη του μια σοκολάτα, την έδωσε στο παιδί. Του έδωσε και μια φυσαρμόνικα. Το παιδί την έφερε στα χείλη του και φύσηξε. Η φυσαρμόνικα έβγαλε έναν χαρούμενο ήχο. Το παιδί χαμογέλασε, ήταν χαρούμενο κι ευχαριστημένο για τα δώρα που του έδωσε ο πρασινάνθρωπος. Στο άλλο χέρι κρατούσε τη σοκολάτα. Την ξετύλιξε και άρχισε να την τρώει. ΄Ηταν μισολιωμένη από τη ζέστη. Γέμισαν τα δακτυλά του. Μέσα από το σπίτι ακούγονταν φωνές.
«Λέγε, που πήγαν, τους είδες;»
«΄Οχι.»
«Λες ψέματα, το ξέρουμε, πέρασαν από ΄δω.»
«Δεν ξέρω τίποτα.»
Το παιδί άκουγε τις φωνές σαν σε όνειρο, ήταν παραδομένο στο να γλείφει τα δακτυλά του. Σαν μέσα σε όνειρο άκουσε τη ριπή που έσπασε τη σιωπή της ρεματιάς και έσβησε για λίγο το βουητό του νερού. Τα πουλιά πέταξαν μακριά. Οι ξένοι άνθρωποι βγήκαν από το μύλο κι έφευγαν. Εκείνος που του έδωσε τη φυσασμόνικα του χάιδεψε το κεφάλι. Το παιδί έφερε τη φυσαρμόνικα στα χείλη του. Ακούστηκε ένας θλιβερός ήχος. Κοίταγε τους ανθρώπους που έφευγαν και τραγουδούσαν ρυθμικά : Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά....
Μέσα από το μύλο άκουγε τους λυγμούς και τα μοιρολόγια της μάνας του.
΄Ηταν μια ανοιξιάτικη μέρα...
***
Όταν έγραψα αυτό το διήγημα δεν ήξερα τότε ότι ήταν μιά εκδοχή της ιστορίας του παπού μου. Πρώτος μου το είπε ο πατέρας μου όταν το διάβασε και μετά ο νονός μου.
΄Ετσι όπως συνέβησαν τα γεγονότα φαίνεται πως ήταν ένα ατύχημα : Βρέθηκε στην λάθος στιγμή σε λάθος μέρος.
Ορισμένοι αφηγητές των γεγονότων άφηναν να εννοηθεί πως τον σκότωσαν επειδή ήταν κομμουνιστής, ήταν πολιτική δολοφονία. Τα έλεγαν αυτά συγγενείς, μέλη του Κομμουνιστικού κόμματος, που υπέφεραν πολλά δεινά στον Εμφύλιο και μετά στη δεκαετία του πενήντα και αργότερα. Είχαν διωχθεί, εξόριστοι στα νησιά, χρόνια φυλακή, αλλά δεν υπόγραψαν δήλωση, μουλάρια μέχρι το τέλος, πιστοί στη γραμμή του κόμματος, υπέρ του «αγώνα».
Προσπαθούσαν να μας επιρεάσουν, να ενταχθούμε στη δική τους παράταξη, γιατί έπρεπε να τιμήσουμε τη μνήμη του παπού μας.
Τους ακούγαμε, ο αδερφός μου κι εγώ όταν είμασταν μικροί, στην πλατεία της Παλαιοκερασιάς, στο πανηγύρι του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, μετά το τέλος της λειτουργίας λίγο πριν αρχίσουν να λαλάνε τα όργανα.
Αλλά εμείς ξέραμε ήδη όλες τις εκδοχές και δεν μπορούσαν να μας επιρεάσουν τα σχόλια των ψευτοκαθοδηγητών. Ο πατέρας μου διόρθωνε αυτές τις θέσεις των κομμουνιστών, όταν φεύγαμε αργά το απόγευμα καβάλα στα μουλάρια μας, άρχιζε τη δική του αφήγηση για τα γεγονότα. Ντόπιοι κομμουνιστές, που μόλις είχαν ανανήψει, κατηγόρησαν τον παπού ως κομμουνιστή για να σώσουν έναν συγγενή τους που οι ακροδεξιοί Μάυδες τον είχαν δεμένον καταγής.
Οι δεξιοί συγγενείς μας όταν σχολίαζαν την δολοφονία του παπού δεν είχαν καμμιά πρόθεση να επιρεάσουν κανέναν. Αυτοί έλεγαν την αλήθεια, το τόνιζαν πως ήταν αθώος, έπεσε θύμα μιάς άτυχης συγκυρίας και του φανατισμού που είχαν ορισμένα μέλη των ατάκτων επειδή οι κομμουνιστές είχαν σκοτώσει τους συγγενείς τους.
***
Την ημέρα που επρόκειτο να χαθεί ξύπνησε με την ανάμνηση ενός εφιαλτικού ονείρου. Σαν να ήταν στό χωράφι στή Λεύκα δίπλα στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο στην Παλιονίκοβα. Πάνω στίς αιωνόβιες βελανιδιές είχαν μαζευτεί πολλά κοράκια, μάλωναν μεταξύ τους κοάζωντας.
Στο ξύπνημα σκέφτηκε τους πεθαμένους γονείς του.
Εκείνη την ημέρα, 28 Μαΐου 1948, ήταν στην Κάτω Λούτσα με την κόρη του Ερασμία και τον γιό του Αθανάσιο. Τα άλλα παιδιά, ο Απόστολος, η Μαριώ καί η Κωσταντία, είχαν φύγει πριν από μέρες με τη μάνα τους στόν Αχινό, είχαν εκεί σπαρμένα καλαμπόκια σε ενοικιασμένα χωράφια.
Ο ελληνικός τακτικός στρατός, βοηθούμενος από ομάδες ατάκτων τις λεγόμενες Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου, είχε οργανώσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών στα υψώματα του όρους ΄Ορθρυς.
Οι χωριάτες ειδοποιήθηκαν να συγκεντρωθούν σε περιοχές ελεγχόμενες από τα στρατεύματα διώξεως των ανταρτών. Το κυριώτερο σημείο συγκέντρωσης στην περιοχή ήταν το χωριό Αχινός.
Φόρτωσαν στό γάϊδαρο δύο σακκιά σιτάρι, ήταν τα τελευταία που τους έμεναν από την εσοδεία της περασμένης χρονιάς.
Ο πατέρας μου πρότεινε να κατέβουν όλοι μαζί στ΄Αμπέλια όπου είχαν ένα ελαιοπερίβολο, να περάσουν εκεί τή νύχτα και την επομένη θα έφθαναν στον Αχινό. Τα γελάδια τα είχαν στό Κακοσκάλι, θα τα έπαιρναν μαζί τους. Ο παπούς ήταν σύμφωνος με αυτή την πρόταση.
Οι άτακτοι ακροδεξιοί μαυροσκούφηδες ήταν στό Τσερνοβίτι, έκαναν πλιάτσικο, μάζευαν τά κοπάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, μετά τα οδηγούσαν στην Πελασγία όπου τα πούλαγαν.
«Τράβα πάρε τό φτυάρι νά φύγουμε», είπε ο παπούς.
Πήρε το φτυάρι και μόλις γύρισε ο πατέρας του, βασανισμένος από την έλλειψη τσιγάρου, είχε να καπνίσει τρεις μέρες, έκανε άλλη σκέψη.
«Τράβα εσύ μέ τό κορίτσι στόν Αχινό, εμείς δέν έχουμε τίποτα νά φοβηθούμε, θα πάω τα γελάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο και θα έρθω μετά κάτω, μην έρθετε εσείς απάνω.»
΄Ηταν μιά μέρα ηλιόλουστη, τα πουλιά κελαηδούσαν, τα άνθη μοσχοβολούσαν.
Πήγε ανατολικά πρός τό Κακοσκάλι να μαζέψει τα γελάδια.
Τα παιδιά τράβηξαν νότια προς τ΄Αμπέλια. ΄Ηταν λίγο πριν από το μεσημέρι, η τελευταία φορά που έβλεπαν τον πατέρα τους ν΄ανηφορίζει προς το παλιό χωριό σφυρίζοντας έναν σκοπό από την Μικρά Ασία :
« Από τα πολλά που μούχεις καμωμένα, δεν σε θέλω πιά...»
Χωρίς να το ξέρει πήγαινε να συναντήσει το θάνατο.
***
Έπρεπε να φέρουμε τώρα τα οστά του παπού στο νεκροταφείο να κάνουμε κηδεία με παπά γιατί είχε πάει αδιάβαστος. Τρείς μέρες μετά τη δολοφονία τον είχε βρει ο πατέρας μου. Το σώμα του, μισοφαγωμένο από τα σκυλιά και τα όρνια, χωρίς μάτια, χωρίς γλώσσα και την κοιλιά του ξεσκισμένη με τα εντόσθια έξω.
Τον έθαψε τότε στα γρήγορα, μόνος του, και μόνο την προσευχή, «Βασιλεύ ουράνιε», μπόρεσε να πει, πριν φύγει ο ίδιος ως κληρωτός στις τάξεις του Εθνικού Στρατού να πολεμήσει στο Γράμμο...
Η κηδεία γίνεται την Κυριακή μετά τη Θεία Λειτουργία. Τα οστά μέσα στο φέρετρο πλυμένα με ερυθρόν οίνον Νεμέας. Δίπλα η μοναδική ασπρόμαυρη φωτογραφία του παπού, εικοσιδύο χρονών, με τη στολή του Ελληνικού Στρατού, τον Μάιο του 1922, στην Μικρά Ασία. Το πηλήκιο ελαφρώς ανασηκωμένο απ΄όπου φαίνεται το πλατύ μέτωπο, τα μάτια του στο χρώμα του ουρανού και ο καστανόξανθος αγγιστροειδής μύστακας.
Και μέσα σε όλη την ομορφιά του διακρίνω μιά υποψία παράπονου.
Μόλις ο παπα-Κώστας τελειώνει την ψαλμωδία βγάζω έναν σύντομο λογύδριο. Μιλώ για το άνθος της υπαίθρου, τη νεολαία των αγροτοποιμένων. Πάντα στην πρώτη γραμμή. Τους έντυναν τσολιάδες και τους έστελναν σαν τα πρόβατα στο σφαγείο. Εστιάζω τα γεγονότα στην Μικρασιατική εκστρατεία, την πενταετή στρατιωτική θητεία του παπού, την αιχμαλωσία του από τους Τούρκους. Την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής, για τη δράση του, επιστρατευμένος από το ΕΑΜ, στο μεταγωγικό τμήμα του ΕΛΑΣ.
Στο νεκροταφείο μπροστά στον ανοιγμένο τάφο είναι παραταγμένα τα παιδιά του. Στη μέση ο πατέρας μου, η Ερασμία εκ δεξιών, στ΄αριστερά ο Απόστολος και οι δύο μικρότερες αδερφές.
Πίσω τους εμείς, τα δώδεκα εγγόνια του.
Και όταν οι νεκροθάφτες κατεβάζουν το φέρετρο με τις τριχιές η θεία μου Ερασμία αγγαλιάζει τον πατέρα μου με ραγισμένη φωνή : « Θανάση μου, ο πατέρας μας!»
Τότε ο αδερφός μου κάνει νόημα στους μουσικούς να πλησιάσουν με τα κλαρίνα. Τους είχε βρει στο Γυφτομαχαλά στη Λαμία.
«Μόνο δώδεκα κλαρίνα θέλω, είπε στο αρχηγό των Τσιγγάνων, ούτε χάλκινα, ούτε βιολιά και νταούλια.»
Οι οργανοπαίκτες όλοι ίδιοι, μαυριδεροί, ντυμένοι στα μαύρα με ρεπούμπλικες και ψαλιδισμένα μουστάκια.
Μόλις τα οστά ακουμπούν το χώμα τα κλαρίνα αρχίζουν δυνατά τον δικό τους σπαραγμό :
«Να ΄χε καεί ο πλάτανος να του ΄πεφταν τα φύλλα...»
Και σαν μιά ομίχλη να σηκώνεται από τα γύρω μνήματα, οι νεκροί εγείρονται όλοι μαζί, ντυμένοι με λαμπριάτικα ενδύματα, έρχονται να υποδεχτούν τον παπού μας.
ΟΣΤΕΟΦΥΛΑΚΙΟΝ
Όνομα : Κωνσταντίνος
Επώνυμο : Αλεξόπουλος
Έτος γεννήσσεως : 1900
Όνομα πατρός : Αθανάσιος
Όνομα μητρός : Μαρία Αγραδά
Τόπος γεννήσεως : Τσερνοβίτι Φθιωτιδοφωκίδος
Έτος θανάτου : 1948
Τόπος θανάτου : Άγιος Κωνσταντίνος Παλαιοκερασιά Φθιώτιδος