jeudi 10 juin 2021

Elégie, Ελεγείο*

 Elégie

Je me souviens d'elle aux premiers rangs des pupitres tremblant à chaque fois que notre maître nous battait, car il nous avait surpris en train de jouer illégalement au ballon à des heures que nous devions préparer nos devoirs selon ses incitations. 

Ses yeux étaient tristes, dans la salle, pendant les pauses, mais aussi à l'église et au catéchisme, quand notre prêtre parlait des passions du Christ.

Il avait trois frères aînés, tout le monde l'aimait mais surtout ses parents. C'était une rose le dimanche avec sa robe rose ou blanche et ses cheveux en nattes.

Le maître ne l'avait jamais battu, il ne l'avait pas pris au dépourvu, elle n'avait pas été arrêté pour avoir enfreint la loi. Et avec quelle douceur elle a chanté les chansons dans la leçon de musique !

Elle était comme les petites cigales qu'elle chassait et attrapait les étés avec ses tendres mains, dans les hautes montagnes, où toute la famille allait passer l'été avec son troupeau.

Ses frères allaient au lycée, la jeune fille, dès qu'elle a terminé l'école primaire, elle est resté à la maison pour préparer sa dot et dès qu'elle aurait dix-sept ans, un jeune homme, un palicar, il lui demanderait de l'épouser.

L'été qui a suivi les derniers cours de l'école primaire, ils ont gravi la montagne comme chaque année, toute la famille. 

Un jour d'orage, elle était assise seule dans la hutte. La radio à côté d'elle jouait de la musique, la fille brodait des roses et des pigeons.

La foudre est soudainement tombée et l'a tué immédiatement. La hutte a brûlé.

 Son épaule et la moitié de son visage étaient noirs. 

Ils l'ont amené à l'église habillée en jeune mariée et tout le monde pleurait.

Maintenant, quand j'ai dépose des fleurs sur la tombe de ma grand-mère, je laisse une rose sur la sienne et par une photo usée, je vois les yeux tristes qui n'ont pas eu le temps.


Ελεγείο


Το θυμάμαι στις πρώτες σειρές των  θρανίων να τρέμει κάθε φορά που ο δάσκαλος μας έδερνε, επειδή μας είχε συλλάβει να παρανομούμε παίζοντας βόλους σε ώρες που κανονικά και σύμφωνα με τις προτροπές του έπρεπε να διαβάζουμε. Τα μάτια του ήταν θλιμμένα, στην αίθουσα, στα διαλείμματα, αλλά και στην εκκλησία και στο κατηχητικό, όταν ο παπάς μας μιλούσε για τα πάθη του Χριστού.

Είχε τρία αδέρφια μεγαλύτερα, όλοι το αγαπούσαν μα πιο πολύ οι γονείς. Ηταν ένα τριανταφυλλάκι τις Κυριακές με το ρόζ ή το άσπρο φορεμά του και τα μαλλιά του κοτσιδάκια. 

Ο δάσκαλος δεν το είχε δείρει ποτέ, δεν το έπιασε αδιάβαστο, δε συνελήφθει να παρανομεί. Και τι γλυκά που τραγουδούσε τα σχολικά τραγούδια στο μάθημα της Ωδικής!


« Από γκρεμό κυρά Βαγγελιώ, από γκρεμό γκρεμίζεται 

και σε περιβόλι μπαίνει Βαγγελιώ μου παινεμένη...»


«Δεν περνάς κυρά Μαρία, δεν περνάς, περνάς...»


΄Ηταν σαν τα μικρά τζιτζίκια που κυνηγούσε κι έπιανε τα καλοκαίρια με τα τρυφερά χεράκια του, στα ψηλά βουνά, όπου πήγαινε όλη η οικογένεια να ξεκαλοκαιριάσει με το κοπάδι της.

Τ΄αδέρφια του πήγαιναν στο Γυμνάσιο, το κορίτσι, μόλις τελείωσε το Δημοτικό, έμεινε στο σπίτι να ετοιμάσει τα προικιά του και μόλις δεκαεφτάριζε ένας καλός γαμπρός, λεβέντης, θα το ζητούσε να τον παντρευτεί.

Το καλοκαίρι μετά την τελευταία τάξη ανέβηκε όπως κάθε χρόνο στο βουνό με όλη την οικογένεια. Μιά βροχερή μέρα καθόταν μόνο του μέσα στην καλύβα. Το ραδιόφωνο δίπλα του έπαιζε μουσική, το κορίτσι κεντούσε τριαντάφυλλα και περιστέρια.

Ο κεραυνός έπεσε ξαφνικά και το σκότωσε αμέσως. Η καλύβα κάηκε, μα το κορίτσι πρόλαβαν και το ΄βγαλαν. ΄Ηταν μελανός ο ώμος του και το μισό του πρόσωπο. Στην εκκλησία το πήγαν ντυμένο νύφη κι όλος ο κόσμος έκλαιγε.

Τώρα όταν πηγαίνω άνθη στον τάφο της γιαγιάς μου, αφήνω ένα τριανταφυλλάκι στον δικό του και από μιά φθαρμένη φωτογραφία βλέπω τα μάτια τα θλιμμένα που δεν πρόλαβαν.

*Πρώτη δημοσίευση Εφημερίδα Η Στυλίδα σήμερα καλοκαίρι 1993.




Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire

Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...