samedi 17 octobre 2020

Η επιθυμία της μητέρας στο διήγημα Το λουτρό του Μένη Κουμανταρέα*

 H επιθυμία της μητέρας 

στο διήγημα «Το λουτρό» του Μένη Κουμανταρέα. 


Στο διήγημα «Το λουτρό» που είναι το δεύτερο της συλλογής «Τα μηχανάκια»1, ο συγγραφέας περιγράφει τις σχέσεις μιας πυρηνικής οικογένειας η οποία παρουσιάζεται ως η παραδοσιακή τριάδα, πατέρας, μητέρα και γιός. Σε μια πρώτη επιφανειακή ανάγνωση το κύριο θέμα του διηγήματος φαίνεται να είναι η υπερπροστατευτική καταπιεστική σχέση της μητέρας προς το γιό που ετοιμάζεται να αναχωρήσει για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και η επιτυχημένη προσπάθεια του να απελευθερωθεί από τη δυναστεία της μητέρας του.

Από ψυχοπαθολογική άποψη η συμπεριφορά της μητέρας και τα συμπτώματα που περιγράφει ο συγγραφέας μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για αντιδραστικής φύσεως διπολική διαταραχή του συναισθήματος.

Η αφήγηση εκτυλίσσεται γύρω από τη συμπεριφορά και τη δυσκολία της μητέρας να παραδεχτεί το ότι ο γιος της μεγάλωσε και δεν είναι πλέον το μωρό που της αρέσει να βλέπει πάλι και πάλι στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της παιδικής του ηλικίας.

Τα δρώμενα αναφέρονται στη δυνατή σχέση μεταξύ μητέρας, (Αντωνία) και του γιού, (Χαράλαμπος). Για τον πατέρα ο συγγραφέας αναφέρει ότι υπήρξε κάποτε ναυτικός, είναι ένας γέρος παραμερισμένος στη γωνιά, σιωπηλός, δεν παρουσιάζει κανένα σεξουαλικό ενδιαφέρον για τη μητέρα. Κι ενώ το κείμενο δεν το αναφέρει σε κανένα σημείο, δημιουργείται στον αναγνώστη η εντύπωση ότι είναι ανάπηρος, σαν να είναι ζωντανός νεκρός.


Η μάνα περιγράφεται ως «στητή, κοτσανάτη, αρυτίδωτη, με μια κοιλιά που ξεφώνιζε από ευφορία...»


«Με τα μάτια της, μαύρα ακατέργαστα διαμάντια, έλαμπαν από σκοτεινή αγάπη.»


Όσο διαρκούν οι ετοιμασίες για την αναχώρηση του γιού η μάνα βρίσκεται σε υπομανιακή κατάσταση, αναλαμβάνει τα πάντα, από το να ετοιμάσει τη βαλίτσα του μέχρι να του πλύνει τα δόντια σαν να ήταν ο Χαράλαμπος μωρό.

Με την αναχώρηση του γιού η μητέρα εισέρχεται σε μια καταθλιπτική περίοδο.


«η μάνα μέσα στο άδειο σπίτι γυρόφερνε με το ξεχειλωμένο μισοφόρι της, αχτένιστη, αφτιασίδωτη, άπλυτη, ίδια η απελπισία. Γύρω της τα κατσαρόλια στοιβάζονταν λόφοι από γλίτσα και καμένο βούτυρο κι η κνίσα σούμπηγε το κεντρί της στα ρουθούνια. Τα ρούχα άστρωτα, τα φορέματα ασιδέρωτα, οι κάλτσες αμαντάριστες, τα έπιπλα θαμμένα σε προϊστορική σκόνη που οι αράχνες ξεθαρρεμένες τύλιγαν με κουκούλι κεντημένο μύγες.»


«Κοιμόταν λίγο ή καθόλου. Το σαράκι αντίς να την τρώει την έτρεφε - είχε γίνει δυό φορές πιο παχιά.»


«Η μάνα πεσμένη σαν τη λεχώνα στο κρεβάτι, ανάσκελα, γυμνή, ξεφύλιζε με τα μάτια το ημερολόγιο του τοίχου.»


Και μόνο οι φωτογραφίες του γιού της μωρού και τα μωρουδίστικα ρούχα που τα είχε φυλαγμένα είκοσι χρόνια μετά, ενίσχυαν την αναμνηστική της νοσταλγία.

Όταν ο γιός επιστρέφει στο αγρόκτημα, με σαρανταοκτάωρη άδεια, η μάνα βγαίνει από την κατάθλιψη και ξαναβρίσκει την υπομανιακή της δραστηριότητα. Απαγορεύει στο γιό της το κάπνισμα, τον αναγκάζει να πλυθεί, θέλει να τον πλύνει η ίδια και τότε ανακαλύπτει ότι το μωρό, που η ίδια το ήθελε μωρό για πάντα, έγινε άνδρας τριχωτός με πέος και όρχεις. Η μάνα παθαίνει μια κρίση οξείας μορφής και μέσα σε μια ατμόσφαιρα έντονου ερωτισμού ο γιός αντιδρά σαν ένας σύγχρονος απελευθερωμένος αντι-οιδίποδας που έχει τη δυνατότητα επιλογής.


«Την πρόφτασε έξω από το δωμάτιό του και στην προσπάθεια του να την συγκρατήσει της ξέσχισε μια λουρίδα φουστάνι. Ένα κομμάτι μαραμένης μα στητής σάρκας ήρθε να πέσει μπροστά του. Τα μάτια του το δέχτηκαν σαν πεινασμένο σκυλί. Κι όπως οι φωνές της πλήθαιναν και κολλούσαν πάνω στο υγρό τείχος της ζέστης, στην αρχή θέλησε να της φράξει το στόμα κι όπως σύγκορμη σπαρταρούσε στα χέρια του, ανοίγοντας διάπλατη την πόρτα της κάμαρης του, την πέταξε πάνω στο κρεβάτι κι ύστερα βγήκε κλείνοντας πίσω του την πόρτα, βάνοντας και το κλειδί στην τσέπη.»


Το ερώτημα που θέτει ο αναγνώστης για την συμπεριφορά της μητέρας στο «λουτρό» είναι ποιό μπορεί να είναι το κίνητρο αυτής της διπλής συμπεριφοράς. Όταν ο γιός είναι παρών η μητέρα βρίσκεται σε οξεία κρίση αναταραχής και όταν απουσιάζει χάνει όλη της την ενέργεια και εισέρχεται σε καταθλιπτική κατάσταση. 

Είναι σημαντικό να σημειωθεί η έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας από την πλευρά της μητέρας για τον σύζυγό της ο οποίος όπως είπαμε είναι παραμερισμένος και σχεδόν ανύπαρκτος.


Η συμπεριφορά σαν αυτή της μητέρας του «λουτρού» που βρίσκεται στην ηλικία της εμμηνόπαυσης και σε κατάσταση κρίσης στο μέσον της ζωής, έχει περιγραφεί ως σύμπλεγμα της Ιοκάστης. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ψυχαναλυτικής θεωρίας, (H. Deutsch 1944)2, «το ερωτικό αντικείμενο της γυναίκας σε αυτή την ηλικία είναι ο γιός, πρόκειται για έναν νέο μύθο του Οιδίποδα. Και όπως οι αιμομικτικές φαντασιώσεις είναι απαράδεκτες, βλέπουμε να αναδύεται, σε ένα ορισμένο αριθμό γυναικών, μια μάχη εναντίον κάθε σεξουαλικής φαντασίωσης.Το σύνολο που σχηματίζεται από τη φαντασίωση της επιθυμίας και τους ιδιαίτερους μηχανισμούς που την εμποδίζουν να αναδυθεί είναι το σύμπλεγμα της Ιοκάστης. 3 »


Ορισμένες γυναίκες που βρίσκονται σε κρίση στο μέσον της ζωής παραμελούν τη σεξουαλική τους ζωή και εκδηλώνουν έντονη αναταραχή εάν έχουν γιό που οδεύει προς την ανδρική ηλικία ή στο περιβάλλον τους βρίσκεται νέος άνδρας.


Ο Κουμανταρέας στο διήγημά του μας δίνει στοιχεία που μας επιτρέπουν να κάνουμε την υπόθεση αιμομικτικής απωθημένης επιθυμίας από την πλευρά της μητέρας για το γιό της.

Από την γέννηση του παιδιού η μάνα έχει κάνει τέτοια επένδυση αγάπης που έχει σχέση με αυτό που περιγράφεται ως επιθυμία του φαλλού4, (ο φαλλός ως σύμβολο εξουσίας και γονιμότητος). Άλλωστε στο διήγημα η Αντωνία έχει όλα τα χαρακτηριστικά φαλλικής γυναίκας.

Η κρίση της μητέρας εκδηλώνεται όταν καταλαβαίνει ότι ο γιός είναι άνδρας σε ηλικία που μπορεί να έχει σεξουαλικές σχέσεις. Στον ψυχισμό της μητέρας προκαλείται μια απαράδεκτη σύγκρουση, εξ αιτίας της ασύνειδης αιμομικτικής επιθυμίας, που προσπαθεί να την αντιμετωπίσει με τις φωτογραφίες της παιδικής ηλικίας και τα μωρουδίστικα ρούχα του γιού της, ρούχα που τα έχει κρατήσει και τα συντηρεί με θρησκευτική ευλάβεια.


Ο Jacques LACAN στο σχόλιό του για την τραγωδία Αντιγόνη του Σοφοκλή5 δηλώνει ότι η επιθυμία της μητέρας, (Ιοκάστη), είναι επιθυμία ζωής και θανάτου.

Στις διαφορετικές εκδοχές του μύθου των Λαβδακιδών, απ’ όπου ο Φρόιντ εμπνεύστηκε το σύμπλεγμα του Οιδίποδα και οι επίγονοι το σύμπλεγμα της Ιοκάστης, όσο και στην τραγωδία του Σοφοκλή Οιδίπους τύραννος, η Ιοκάστη παρουσιάζεται να γνωρίζει την τιμωρία που επιβάλλει ο θεός στο Λάϊο για την αποπλάνηση του Χρύσσιπου. Είναι αυτή, η Ιοκάστη, που θα δράσει ώστε ο πατέρας Λάιος και ο γιός Οιδίποδας να οδηγηθούν στο θάνατο. Βέβαια ο Οιδίποδας θα σωθεί για να εκπληρωθεί στη συνέχεια ο χρησμός έτσι ώστε ο γιός να φονεύσει τον πατέρα και να έρθει σε γάμο με τη μητέρα ως νέος βασιλιάς.


Στο λουτρό η επιθυμία της μητέρας είναι επιθυμία ζωής αφού η μητέρα είναι η αρχή της ζωής, αλλά συγχρόνως η επιθυμία της είναι επιθυμία θανάτου και αυτό το καταλαβαίνουμε από την διπλή συμπεριφορά, (αναταραχή-κατάθλιψη) που φανερώνει αιμομικτική επιθυμία και από την νοσταλγική της επιθυμία να ήταν το παιδί της για πάντα μωρό.


Ο Κουμανταρέας μας παρουσιάζει το θέμα ενός πανάρχαιου μύθου που είναι ένα από τα θεμέλια του πολιτισμού. Το θέμα αυτό επανέρχεται στην πεζογραφία του Κουμανταρέα κυρίως στα κείμενα όπως «Η κυρία Κούλα»6, όπου μία γυναίκα, των βορείων προαστείων, στην ηλικία της κλημακτηρίου, συνάπτει σεξουαλική σχέση με ένα νεαρό φοιτητή που θα μπορούσε να ήταν ο γιός της, στο κείμενο «Η φανέλα με το εννιά»7 η μεσήλιξ σύζυγος του προπονητή από το Βόλο συνουσιάζεται με τον νεαρό ποδοσφαιριστή και στο «Δύο φορές Έλληνας»8 πάλι η μεσήλιξ σύζυγος του διορθωτή διατηρεί κρυφή σεξουαλική σχέση με ένα νεαρό αλφαμίτη.

Κατά τη γνώμη μου «Το Λουτρό» είναι από τα καλύτερα κείμενα του συγγραφέα και ένα από τα πιο σημαντικά διηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.


                                Κώστας Αλεξόπουλος


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Μένη Κουμανταρέα. Τα Μηχανάκια. Εκδόσεις Κέδρος 1986. Α΄έκδοση "ΦΕΞΗΣ" 1962.


2. H. Deutsch (1944). La psychologie des femmes : étude psychanalytique. Paris PUF, 1967, vol. II. pages 391- 418.


3. Marie-Christine Laznik. Le troisième temps de l'Œdipe chez une femme, (le complexe de Jocaste), in REVUE FRANCAISE DE PSYCHANALYSE 2005/4, (vol. 69), pages 993 - 1011, PUF


4. J. Laplanche et J. -B. Pontalis, Vocabulaire de la psychanalyse PUF 1967, pages 311 - 312.


5. J. Lacan; LE SEMINAIRE livre VII. L'éthique de la psychanalyse. SEUIL 1986. Pages 283 - 333 : L'ESSENCE DE LA TRAGEDIE Un commentaire de l'Antigone de Sophocle.


6. Μένη Κουμανταρέα. Η κυρία Κούλα. Εκδόσεις Κέδρος 1977.


7. Μένη Κουμανταρέα. Η φανέλα με το εννιά. Εκδόσεις Κέδρος 1986.


8. Μένη Κουμανταρέα. Δύο φορές Έλληνας. Εκδόσεις Κέδρος 2001.


*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Οδός Πανός, τχ.175, ιούλιος-σεπτέμβριος 2017.




 


dimanche 27 septembre 2020

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (Απόσπασμα)

 Το 1918 τον πήραν στο στρατό. Κι ενώ τους άλλους συνομήλικους του τούς έστειλαν στο 5/42 σύνταγμα ευζώνων, αυτόν τον έστειλαν στη Χαλκίδα για εκπαίδευση. 

Μετά στον Πειραιά και απο ΄κει στη Σμύρνη όπου τα πλήθη των αμάχων τους υποδέχονταν ως ελευθερωτές.

Δεν γνωρίζω σε ποιό σώμα στρατού υπηρέτησε.

Τον σκέφτομαι συχνά και υποθέτω πως φεύγοντας απο το Τσερνοβίτι θα σιγοσφύριζε δημοτικά τραγούδια : 

Κώστα μ΄τα χιόνια λώσανε και τα πουλιά το λένε...

Κάτω στα δασιά πλατάνια, Διαμαντούλα, κάθονταν δυό παληκάρια...

Φθάνοντας στη Σμύρνη θα άκουγε απο παντού το τραγούδι της εποχής : 

Από τα πολλά που μούχεις καμωμένα, δεν σε θέλω πιά....

Και μετά όταν η σάλπιγγα επαναλάμβανε : Προχωρείτε, προχωρείτε...

...στο νού του είχε σφηνωθεί αυτό το λαϊκό τραγουδάκι, 

...τα σωθικά μου τάχεις μαυρισμένα, δεν σε θέλω πιά...

...και μέσα στα χαρακώματα όταν τραυματίστηκε στο γόνατο...

...δεν μ΄αρέσουν πλέον τα γινάτια, δεν ποθώ πιά τα γλυκά σου μάτια....

και όταν νοσηλεύτηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο κι άκουγε τα ουρλιαχτά των στρατιωτών που έπασχαν απο πριαπισμό και οι γιατροί, ως μόνη θεραπεία, τους έβαζαν μέσα στα πρησμένα πέη, που ήταν μαύρα σαν μελιτζάνες, πυρακτωμένες βελόνες, στο μυαλό του θα είχε τον ίδιο σκοπό... 

...παίζω και γελώ κι άλλην αγαπώ...

και όταν επανήλθε στη μονάδα του τον Απρίλιο του  1922 στη Μικρά Ασία και στις 2 Μαίου έστειλε τη μοναδική φωτογραφία, ( που έχουμε να τον θυμόμαστε ή για να ξέρουμε εμείς τα εγγόνια του, που δεν τον γνωρίσαμε, τι φάτσα είχε), αυτή την φωτογραφία που την έστειλε στην αδερφή του Κωνσταντία - ήταν παντρεμένη στις Ράχες με τον Αθανάσιο Χάδο - όπου της έγραφε το τυποποιημένο τετράστιχο που έγραφαν όλοι οι στρατιώτες στους συγγενείς τους : 

(στην πολυαγαπημένη μου αδερφή Κωνσταντία, 

λάβε κορμί χωρίς ψυχή και σώμα δίχως αίμα, 

λάβε και την φωτογραφία μου για να θυμάσε εμένα.), 

θα είχε πάντα στή σκέψη του αυτή τη μελωδία... 

...μάθε κι άλλη μια πως δεν σε θέλω πιά. 

Ούτε το τραγούδι για του Αϊτού το γιό δεν μπόρεσε να του το βγάλει απο το μυαλό.


΄Η μπορεί να είχε δεί την οπερέτα «Ο Βαφτιστικός», του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, όπου γελειοποιούσε του καραβανάδες που λουφάριζαν, και θα σιγοσφύριζε το ρυθμό... 

...απ΄την πρώτη στιγμή που σας είδα κι εγώ που μου ρίξατε τη ματιά...

...καθώς θα προχωρούσαν προς την Κόκκινη Μηλιά, με τους βιασμούς των γυναικών, τα καμμένα σπίτια, τα καμμένα σπαρτά, τις ομαδικές εκτελέσεις των λιποτακτών και θα γινόταν η κατάρευση, όταν τους αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι στο Αλή Βεράν μαζί με τον στρατηγό Τρικούπη...

...μου ανάψατε στα στήθη μια μεγάλη και τρανή φωτιά...


Δεν ξέρουμε πως τη γλίτωσε, πως κατάφερε να επιζήσει χωρίς νερό στην αλμυρή έρημο, σπάζωντας χαλίκι. Στο στρατόπεδο του Ουσάκ μπορεί να ήταν με τον Παναγιώτη του Θανάση  Βαλτινού και μαζί να επέστρεψαν στη Σμύρνη όπου τους παρέλαβε χύμα ο Ερυθρός Σταυρός με το ατμόπλοιο "Μαρίκα Τόγια".


Επιστρέφοντας στο Τσερνοβίτι βυθίστηκε στην σιωπή και στην ενοχή των επιζόντων. Μόνο άμα ήταν βαρύς ο χειμώνας στην Κανάλα, έλεγε πως έζησε αυτός χειμώνες στη Μικρασία όπου έβγαινες από το αντίσκηνο για κατούρημα το πρωί και το κάτουρο γινόταν πάγος μόλις άγγιζε το χώμα. 

Θυμόταν τις βρισιές των Τούρκων : adam namussuz domuz köpek. (Ανδρα αφιλότιμε, σκυλί, γουρούνι).





vendredi 28 août 2020

Η Κούλα και ο Φάνης

 Ο θείος μου ο Φάνης Μαστρογιάννης στα νιάτα του ήταν ποδοσφαιριστής. Το 1948 λίγους μήνες πριν τον καλέσουν να παρουσιαστεί στις τάξεις του Εθνικού Στρατού να πολεμήσει εναντίον των κομμουνιστών, έσπασε το πόδι του στο μάτς Στυλίδα-Λαμία, έτσι πήρε αναβολή και από αυτή την εύνοια της τύχης δεν βρέθηκε αντιμέτωπος με την μεγαλύτερη αδερφή του.

Η θεία μου η Κούλα Μαστρογούλα ήταν αξιωματικός του λεγόμενου Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, τραυματίστηκε στο πρόσωπο σε μάχη έξω από το χωριό Λιδωρίκι, τον Απρίλιο του 1949, όπου έχασε τα μάτια της από θραύσματα όλμου. Την έσωσαν οι στρατιώτες του τακτικού στρατού που την οδήγησαν στο νοσοκομείο γιατί εάν είχαν προλάβει να την συλλάβουν οι άτακτοι των Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου θα της είχαν κόψει το κεφάλι για μιά χρυσή λίρα Αγγλίας.




vendredi 7 août 2020

Κουρδισμένα βιολιά

...ην δε ο Ιωάννης ενδεδυμένος τρίχας καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού, και εσθίων ακρίδας και μέλι άγριον...

                                                    ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ  6


Είμαι στο ρέμα με τις λυγαριές μπροστά στο σπίτι μας. Είναι πρωί μετά την ανατολή του ηλίου. Βαδίζω μέσα στην απόλυτη ησυχία, δεν ακούγονται ούτε βελάσματα αιγοπροβάτων, ούτε γαυγίσματα σκυλιών, ούτε γκαρίσματα από τα γαιδούρια της γειτονιάς. Μόνο τα τζιτζίκια δειλά-δειλά τολμούν και κουρδίζουν τα βιολιά τους.

Αίφνης ακούγεται η θρηνώδης φωνή του Καζαντζίδη : ...θα σου κλείσω το στόμα με χίλια φιλιά και ας παν στην ευχή τα παλιά...

Ο Γιάννης ο Μαλλιάς έβαλε πάλι σε ενέργεια το ηλεκτρόφωνο. Κι εγώ που ήλπιζα να περάσω ήσυχες διακοπές στο χωριό.

Ανεβαίνω στο δρόμο. Πηγαίνω εκνευρισμένος προς το σπίτι του Μαλλιά να του κάνω συστάσεις να σταματήσει να βάζει τόσο δυνατά μουσική τον Ιούλιο, όσο θα μείνω εδώ, μετά ας κάνει όπως νομίζει. ΄Αμα δεν αλλάξει συμπεριφορά είμαι ικανός να φέρω την αστυνομία.

Προχωρώντας σκέφτομαι πως ο Γιάννης πέθανε πριν απο δέκα χρόνια και πως γίνεται να βάζει τραγούδια της νεοτητός του; Μήπως αναστήθηκε;

Τον βλέπω όρθιο μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού του, λευκός σαν σεντόνι, γερασμένος, είναι ντυμένος με ακατέργαστα δέρματα αιγοπροβάτων. Με κοιτάζει με έκπληξη και σαν να μου λέει πως φεύγει σε λίγο με το λεωφορείο. Θα πάει να το περιμένει στο καφενείο του Πολύμερου.




 

dimanche 2 août 2020

΄Ολοι θα ζήσουμε...

Καθώς ξυρίζομαι το πρωί  σκέφτομαι την οικονομική κατάσταση και τους περιορισμούς που επέβαλε η κυβέρνηση μετά το κλείσιμο των τραπεζών. Και ξαφνικά μέσα στη σκέψη μου στροβιλίζει ένα τραγουδάκι του Γιώργου Κοινούση : 
«΄Ολοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε κι εσύ με τα πολλά και ΄μεις με τα λίγα...»
Που το θυμήθηκα αυτό τώρα μετά από σαρανταδύο χρόνια. Τον θυμάμαι το 1973 στο κανάλι των Ενόπλων Δυνάμεων να το τραγουδά με μακρύ μαλλί, παντελόνι καμπάνα και πουκάμισο ανοιχτό, χωρίς γραβάτα. ΄Ηταν μια σπίθα αντίστασης, σαν κωδικοποιμένο μήνυμα ελπίδας, αυτή η μελωδία μαζί με την «Αφιλότιμη» που τραγουδούσε ο Διονυσίου. 
Μετά έγιναν τα επεισόδια στο Πολυτεχνείο και οχτώ μήνες αργότερα με τα γεγονότα του Ιουλίου τα ραδιόφωνα ξέρναγαν συνέχεια τα εμβατήρια του Θεοδωράκη : 
«Το παλικάρι έχει καϋμό κι εγώ στα μάτια το κοιτώ... 
Είμαστε δυό, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς...»
«Όλοι θα ζήσουμε...», σιγοτραγουδώ και στήνομαι στην ουρά για να πάρω τα εξήντα ευρώ που δικαιούμαι από το αυτόματο μηχάνημα.
Γύρω μου βλέπω θλιμμένα πρόσωπα, ορισμένοι σαν να δακρύζουν από την πολλή ανησυχία.
Τότε προς το τέλος της ουράς ακούγεται το τραγούδι του Κοινούση : 
«...εμείς δεν είχαμε χαρτί και ΄σύ είχες το Ρήγα, όλοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε...»
Πρόκειται για μιά ντουζίνα συνταξιούχων πενηνταπεντάρηδων με ξυρισμένα κρανία και γενειάδες ορθόδοξων ιερέων. Κάνουν χορευτικές κινήσεις ψάλλοντες :  
«Όλοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε...»
«Να που δεν τον θυμάμαι μόνον εγώ τον Κοινούση», σκέφτομαι. Η γενιά μου έχει τις ίδιες αναμνήσεις. 
Ένα σούσουρο γίνεται μεταξύ αυτών που προηγούνται και βρίσκονται πιο κοντά στο αυτόματο μηχάνημα αναλήψεως. Το μηχάνημα άδειασε, δεν δίνει πλέον χαρτονομίσματα.
Το πολύχρωμο πλήθος των πολιτών κατευθύνεται ορυμαγδόν προς την απέναντι πλευρά της πλατείας όπου υπάρχει υποκατάστημα άλλης τράπεζας. Οι πενηνταπεντάρηδες συνταξιούχοι ακολουθούν άδοντες : 
«Τα παιδιά τα παιδιά τα φιλαράκια τα καλά τα σνομπάρεις κι ούτε δίνεις σημασία πια καμμιά. Όλοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε...»



lundi 20 juillet 2020

Αναμνηστικό

Ιούλιος 1974, εγώ φύλαγα τα γίδια, τη μιά μέρα τα πήγαινα στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, την άλλη στην Αγιά Σωτήρω. Εκείνο το απόγευμα αφού σκάρισαν από το στάλο, ήπιαν νερό στη βρύση στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, ανηφόρισαν προς τα Βάτα. Αφού άναψα τα καντήλια στην εκκλησία, τ΄ακολούθησα σιγοσφυρίζοντας ένα τραγουδάκι : 

«Μιλησέ μου, μιλησέ μου μόνο στ΄ονειρό μου σε φιλώ...»

Μόλις φθάνω στη θέση Λιοτρίβι ακούω γυναικεία κλάματα, βλέπω τρεις γυναίκες να βαδίζουν γρήγορα στη θέση Πουρνάρι με κατεύθυνση προς το χωριό. Υπέθεσα πως κάποιος είχε πεθάνει, αμέριμνος έφθασα στην καλύβα μας στη Λούτσα. 
Η γιαγιά μου είχε πήξει γιαούρτι όπως κάθε μέρα. Τρώγοντας, άνοιξα το ραδιόφωνο. Τότε άκουσα τα εμβατήρια και τις ψαλμωδίες του Μίκυ Θεοδωράκη : 
 
«Το παληκάρι έχει καϋμό και ΄γω στα μάτια το κοιτώ...» 
«Είμαστε δυό, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς...»
«Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ..». 

Κατά διαστήματα σύντομο δελτίο ειδήσεων. Οι Τούρκοι είχαν σαλτάρει στην Κύπρο, είχε κηρυχθεί γενική επιστράτευση, γινόταν πόλεμος.
Ανέβηκα στην κορυφή του υψώματος, από ΄κει αγνάντεψα ολόκληρη την κοιλάδα. Εκατοντάδες εκατοντάδων στρατιωτικά οχήματα πέρναγαν στην νέα εθνική οδό με κατεύθυνση τα σύνορα στη βόρειο Ελλάδα. 
Επιστρατεύθηκαν όλοι οι άνδρες από δεκαοχτώ μέχρι εξήντα πέντε χρονών. ΄Ολοι βοηθούσαν να βγει το πολεμικό υλικό από τις αποθήκες μέσα στον ελαιώνα. Οι στρατιωτικοί ήθελαν να προλάβουν ενδεχόμενο βομβαρδισμό των στρατιωτικών εγκαταστάσεων.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών έπεσε. Ο Καραμανλής σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητος. ΄Ενας υπουργός, ο Γεώργιος Μαύρος, ζητούσε με επιμονή να τιμωρηθούν άπαντες οι συνεργάτες της δικτατορίας, μέχρι τον τελευταίο κοινοτάρχη. 
Ο Νητσάκος και η παρέα του κυκλοφορούσαν μουδιασμένοι, έδειχναν πρωτοφανή ζήλο, αληθινοί χαμαιλέοντες, να βοηθήσουν, να μαζέψουν τρόφιμα, ρουχισμό και όλα τα χρειαζούμενα για τους επιστρατευμένους πολίτες.
Τελικά ούτε δικάστηκαν, ούτε τιμωρήθηκαν, με θρασύτητα έθεσαν υποψηφιότητα για τις δημοτικές εκλογές. Ο Καραμανλής δεν ήθελε να προκαλέσει νέα διχόνοια και διχασμό στο τραυματισμένο έθνος.


dimanche 12 juillet 2020

Το πανηγύρι*

΄Ηταν χτισμένο σε λόφο αγναντερό. Εκατόν σαραντατρία δρασκήλια νότια από τη βρύση με τις πέτρινες πελεκητές ποτίστρες. ΄Ενα χτίσμα παμπάλαιο. Μιά ξεφτισμένη εικόνα είχε μιά παλιά χρονολογία. Στους τοίχους ήταν φανερά τα σημάδια από τα μαστιγώματα της βροχής και του ανέμου. Οι πέτρινες πλάκες της σκεπής ήταν αυλακωμένες. Η πόρτα και τα παράθυρα ήταν καινούργια, σιδερένια. Το όνομα του δωρητή γραμμένο με μεγάλα γράμματα. Η σανιδένια παλιόπορτα και τα ξύλινα παράθυρα ήταν πεταμένα δίπλα στη ρίζα μιας βασιλικής δρυός. Χιλιοτρυπημένα απο τις σφαίρες. Τον καιρό της κλεφτουργιάς και αργότερα στον καιρό της Κατοχής και του Εμφυλίου, δώθηκαν μάχες εδώ. Τα ξυλόγλυπτα μανουάλια μισοκαμμένα ήταν ριγμένα δίπλα στους θάμνους. Εδώ μαζεύονταν οι άνθρωποι τα χρόνια τα παλιά, το κατακαλόκαιρο, τον Αλωνάρη, γιόρταζαν του Αϊ-Λια τη χάρη. Το πανηγύρι κράταγε τρεις μέρες. ΄Ερχονταν απ΄όλα τα χωριά. Αγροτοποιμένες, χωριάτες, Βλάχοι, αντάμωναν όλοι μαζί. Μετά τη λειτουργία γλεντοκόπαγαν. Είχαν κλαρίνα, βιολιά, ταμπούρλα. Φόραγαν φουστανέλλες, τσαρούχια, σελάχια όπου είχαν τα πιστόλια και τα χατζάρια. Οι γυναίκες φόραγαν μαντήλια πολύχρωμα, λευκά μεταξωτά πουκάμισα, ζακέτες υφαμένες με ζηλευτή τέχνη. Από τον θόρυβο του γλεντιού πρόγκαγαν τα κοπάδια και όλα τα ζουλάπια. Γαύγιζαν σαν ζαγάρια οι σταυραετοί.΄Ομως το γλέντι συνεχιζόταν. Συχνά γίνονταν παρεξηγήσεις, μεθυσμένοι νεαροί μαχαιρώνονταν, όμως δεν έπεφτε ποτέ τουφεκιά. Φοβόντουσαν τον ΄Αγιο, να μην ξυπνήσει. Τα βλέμματα αγρίευαν, πέταγαν σπίθες, τα χέρια έπιαναν τις λαβές των μαχαιριών, βάδιζαν αργά, απειλητικά. Τότε πετάγονταν απάνω ο παπάς. ΄Υψωνε τα χέρια με φωνή : «Σταθείτε αδέρφια!» Τους έλεγε τον βίο του Αγίου, πως από ψαράς έγινε ορειβάτης. Σταμάταγαν όλοι τότε, τον άκουγαν με προσοχή, μ΄ευλάβεια και φόβο. Ο παπάς συνέχιζε βλοσυρός : «Καθείστε φρόνιμα, θέλετε να φανεί με το κάρρο του και να σας πετσοκόψει; ησυχάστε, πιαστείτε και χορέψτε.»
΄Αρχιζαν πάλι να λαλάνε τα όργανα, οι λεβέντες χοροπήδαγαν, καμάρωναν οι μανάδες, έστριβαν τα μουστάκια τους οι πατεράδες. Τα κορίτσια κοίταγαν κρυφά, με χτυποκάρδι.Οι πατεράδες των παληκαριών διάλεγαν ποιά θα πάρουν νύφη για το γυιό τους κι άμα τα συμφώναγαν για το μέγεθος της προίκας, έκαναν την αναγγελία των αρραβώνων. Το γλέντι τότε φούντωνε, έπαιρνε άλλον χαρακτήρα.

΄Ετσι και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, κόσμος φάνηκε ν΄ανηφορίζει στο δασικό χωματόδρομο.
Τ΄αυτοκίνητα βογγομανούσαν στον ανήφορο. ΄Αλλοι σε γιωταχί, άλλοι σε αγροτικά, άλλοι σε καρότσες που τις τράβαγαν δυναμικά τρακτέρ.
Ο Κάνουρας σάλταρε σε μια καρότσα μαζί με άλλους πανηγυριώτες. Στα χέρια του τυλιγμένο, σε ένα πανί, είχε το κλαρίνο του παπού του. ΄Ηταν χαρούμενος, θα τους έβαζε όλους κάτω, μαγνητόφωνα και πικ-απ, ήταν σίγουρος.
΄Εφτασαν και ξεπέζεψαν κάτω από τις βασιλικές δρυς. Στον χοντρόν ίσκιο έστρωσαν χαλιά, ψάθες, τραπεζομάνδηλα. Πρώτη φορά έρχονταν εδώ. Συμφώνησαν όλοι από τα γύρω χωριά να ξαναζωντανέψουν το παλιό έθιμο. ΄Ανδρες, γυναίκες γέροι και παιδιά.΄Ηταν κι άλλοι με σορτσάκια, βρώμικοι, μακρυμάλλιδες, με σκουλαρίκια στις μύτες, στα φρύδια και στ΄αυτιά, με πολύχρωμα πουκάμισα και ξεβαμμένα παντελόνια. Οι γριές και τα γερόντια ήταν μέσα στην εκκλησία. Παρακολουθούσαν τον παπά που λειτουργούσε : «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρινικά και καλήν απολογίαν...»
Οι ψάλτες τραγουδούσαν σε διαφορετικό σκοπό ο καθένας, άλλος σε μοντέρνο ευρωπαϊκό, άλλος σε δημοτικό, άλλος σε βαρύ λαϊκό αμανέ. Ο παπάς τους αγριοκοίταξε, τους έκανε νοήματα να μονοιάσουν. ΄Εξω από την εκκλησία οι προσκυνητές έκαναν βόλτες. Συζητούσαν για την πολιτική κατάσταση, τον καιρό, το ποδόσφαιρο, την παγκόσμια συναδέλφωση. Παντού ακούγονταν οι λέξεις : "Δοξασμένος να είναι".
Ο Κάνουρας έπαιρνε βαθειές ανάσες να καθαρίσουν τα πνευμόνια του, μόλις τελείωνε η λειτουργία να είναι έτοιμος. ΄Ετριβε τα χέρια του ικανοποιημένος.
Οι γονείς είχαν φτιάξει κούνιες δεμένες σταθερά από θεόρατες βελανιδιές. Δυό παιδιά έπεσαν. ΄Εκλεγαν γοερά και οι μανάδες τους τα παρηγορούσαν λέγωντας : «Να ο νονός σου, ο νονός σου με τα δώρα...»
Στο μεταξύ οι πανηγυριώτες μάζεψαν ξύλα και άναψαν μεγάλες φωτιές. Αρνιά και κατσίκια άφηναν την τελευταία τους πνοή βελάζωντας. Επιδέξιοι εκδοροσφαγείς τα κρέμαγαν στις πουρνάρες. Οι ξύλινες σούβλες από κέδρο περίμεναν έτοιμες. Μόλις έγινε θράκα όλοι με τη σειρά γύριζαν τους οβελίες. Οι μακρυμάλλιδες μαζεύτηκαν σαν μύγες, οσμίζονταν με όρεξη.
Μόλις τελείωσε ο παπάς τον αγιασμό ρίχτηκαν όλοι με τα μούτρα στο φαΐ. ΄Επιναν μπύρες, κρασιά και αναψυκτικά. Αφού απόφαγαν μπήκαν στο χορό.
Ο Κάνουρας ξεφάσκιωσε το κλαρίνο ταχύτατα και φυσούσε με δύναμη. Ακούστηκε κάτι σαν κλάμα, ύστερα σκεπάστηκε από τα ηχεία, κάθε παρέα είχε το δικό της μηχάνημα, τα περισσότερα στερεοφωνικά. Δημοτικά, ρεμπέτικα, λαϊκά, ποπ, ροκ, ντίσκο, μπλουζ, τζαζ, ραπ. ΄Ολα ανακατεμένα.
Φύσηξε δυνατώτερα, έγινε κατακκόκινος, ιδρωκόπησε. Πάλι τίποτα. Νευριασμένος πέταξε το κλαρίνο πάνω στα μεγάλα πουρνάρια κι έφυγε κλαίοντας. Το όργανο στάθηκε στα κλωνάρια.
Κανένας δεν τον πρόσεχε, ήταν αφοσιωμένοι στα πηδήματα και στα κουνήματα, άλλοι σφιχταγκαλιασμένοι χόρευαν ευτυχείς.

Το βράδυ έφυγαν όλοι, ούτε σκυλί δεν έμεινε. Το φως του φεγγαριού φώτιζε το χώρο γύρω από την εκκλησία. ΄Ηταν πολλά χαρτιά λαδωμένα, πεταμένα, βρώμικα. Κόκκαλα, κονσερβοκούτια, αποτσίγαρα. 
Ησυχία.

*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Φθιωτική Σκέψη, Απρίλιος 1979.



Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...