jeudi 10 juin 2021

Elégie, Ελεγείο*

 Elégie

Je me souviens d'elle aux premiers rangs des pupitres tremblant à chaque fois que notre maître nous battait, car il nous avait surpris en train de jouer illégalement au ballon à des heures que nous devions préparer nos devoirs selon ses incitations. 

Ses yeux étaient tristes, dans la salle, pendant les pauses, mais aussi à l'église et au catéchisme, quand notre prêtre parlait des passions du Christ.

Il avait trois frères aînés, tout le monde l'aimait mais surtout ses parents. C'était une rose le dimanche avec sa robe rose ou blanche et ses cheveux en nattes.

Le maître ne l'avait jamais battu, il ne l'avait pas pris au dépourvu, elle n'avait pas été arrêté pour avoir enfreint la loi. Et avec quelle douceur elle a chanté les chansons dans la leçon de musique !

Elle était comme les petites cigales qu'elle chassait et attrapait les étés avec ses tendres mains, dans les hautes montagnes, où toute la famille allait passer l'été avec son troupeau.

Ses frères allaient au lycée, la jeune fille, dès qu'elle a terminé l'école primaire, elle est resté à la maison pour préparer sa dot et dès qu'elle aurait dix-sept ans, un jeune homme, un palicar, il lui demanderait de l'épouser.

L'été qui a suivi les derniers cours de l'école primaire, ils ont gravi la montagne comme chaque année, toute la famille. 

Un jour d'orage, elle était assise seule dans la hutte. La radio à côté d'elle jouait de la musique, la fille brodait des roses et des pigeons.

La foudre est soudainement tombée et l'a tué immédiatement. La hutte a brûlé.

 Son épaule et la moitié de son visage étaient noirs. 

Ils l'ont amené à l'église habillée en jeune mariée et tout le monde pleurait.

Maintenant, quand j'ai dépose des fleurs sur la tombe de ma grand-mère, je laisse une rose sur la sienne et par une photo usée, je vois les yeux tristes qui n'ont pas eu le temps.


Ελεγείο


Το θυμάμαι στις πρώτες σειρές των  θρανίων να τρέμει κάθε φορά που ο δάσκαλος μας έδερνε, επειδή μας είχε συλλάβει να παρανομούμε παίζοντας βόλους σε ώρες που κανονικά και σύμφωνα με τις προτροπές του έπρεπε να διαβάζουμε. Τα μάτια του ήταν θλιμμένα, στην αίθουσα, στα διαλείμματα, αλλά και στην εκκλησία και στο κατηχητικό, όταν ο παπάς μας μιλούσε για τα πάθη του Χριστού.

Είχε τρία αδέρφια μεγαλύτερα, όλοι το αγαπούσαν μα πιο πολύ οι γονείς. Ηταν ένα τριανταφυλλάκι τις Κυριακές με το ρόζ ή το άσπρο φορεμά του και τα μαλλιά του κοτσιδάκια. 

Ο δάσκαλος δεν το είχε δείρει ποτέ, δεν το έπιασε αδιάβαστο, δε συνελήφθει να παρανομεί. Και τι γλυκά που τραγουδούσε τα σχολικά τραγούδια στο μάθημα της Ωδικής!


« Από γκρεμό κυρά Βαγγελιώ, από γκρεμό γκρεμίζεται 

και σε περιβόλι μπαίνει Βαγγελιώ μου παινεμένη...»


«Δεν περνάς κυρά Μαρία, δεν περνάς, περνάς...»


΄Ηταν σαν τα μικρά τζιτζίκια που κυνηγούσε κι έπιανε τα καλοκαίρια με τα τρυφερά χεράκια του, στα ψηλά βουνά, όπου πήγαινε όλη η οικογένεια να ξεκαλοκαιριάσει με το κοπάδι της.

Τ΄αδέρφια του πήγαιναν στο Γυμνάσιο, το κορίτσι, μόλις τελείωσε το Δημοτικό, έμεινε στο σπίτι να ετοιμάσει τα προικιά του και μόλις δεκαεφτάριζε ένας καλός γαμπρός, λεβέντης, θα το ζητούσε να τον παντρευτεί.

Το καλοκαίρι μετά την τελευταία τάξη ανέβηκε όπως κάθε χρόνο στο βουνό με όλη την οικογένεια. Μιά βροχερή μέρα καθόταν μόνο του μέσα στην καλύβα. Το ραδιόφωνο δίπλα του έπαιζε μουσική, το κορίτσι κεντούσε τριαντάφυλλα και περιστέρια.

Ο κεραυνός έπεσε ξαφνικά και το σκότωσε αμέσως. Η καλύβα κάηκε, μα το κορίτσι πρόλαβαν και το ΄βγαλαν. ΄Ηταν μελανός ο ώμος του και το μισό του πρόσωπο. Στην εκκλησία το πήγαν ντυμένο νύφη κι όλος ο κόσμος έκλαιγε.

Τώρα όταν πηγαίνω άνθη στον τάφο της γιαγιάς μου, αφήνω ένα τριανταφυλλάκι στον δικό του και από μιά φθαρμένη φωτογραφία βλέπω τα μάτια τα θλιμμένα που δεν πρόλαβαν.

*Πρώτη δημοσίευση Εφημερίδα Η Στυλίδα σήμερα καλοκαίρι 1993.




jeudi 27 mai 2021

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (Απόσπασμα)

 

Μετά από εβδομήντα τρία χρόνια η ιστορία του δεν έχει ξεχαστεί. Την αφηγούνται στα καφενεία όταν μιλούν οι παλιότεροι για τις συμφορές των Ελλήνων, ως παράδειγμα αδικίας, στις οικογένειες, τις νύχτες του χειμώνα, δίπλα στο τζάκι, δίκην παραμυθιού, μαζί με άλλα εγκλήματα της ίδιας ιστορικής περιόδου, με δράστες και θύματα από τις δύο παρατάξεις,  άλλοτε δεξιούς και άλλοτε κομμουνιστές, να μαθαίνουν τα παιδιά τη βαρβαρότητα των ανθρώπων.

Ο Μύλος

Ο νερόμυλος ήταν χτισμένος στην ανατολική όχθη. ΄Ενα σπίτι με δυό πατώματα. Στο πάνω πάτωμα έμενε η οικογένεια του μυλωνά. Στο κάτω ήταν οι μηχανές του μύλου. Θα είχε ενάμισυ αιώνα ζωής. Τα θεόρατα πλατάνια δεν άφηναν να περάσει ούτε αχτίδα ήλιου. Πάντα είχε συντροφιά το βουητό του νερού και τα πουλιά που έφτιαχναν τις φωλιές τους στα κεραμίδια του. ΄Ολα αυτά τα χρόνια είχε δοκιμάσει την ορμή των στοιχείων της φύσης και την ορμή των ανθρώπων που έκαναν πόλεμο. Ο μύλος είχε ζήσει τις χαρές και τις λύπες των ανθρώπων. Μεγάλωσαν πολλές γενιές κάτω από τη στέγη του. Περπάτησαν πολλά ποδάρια στο πλακόστρωτο της αυλής του. Εδώ έρχονταν, πέρα από το χωριό, ν΄αλέσουν γεννήματα. Σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι. Εδώ ανταμώνονταν οι άνθρωποι, συζητούσαν για τα προβληματά τους. ΄Εκαναν δουλειές. Τέλειωναν προξενιά. Πάντα ίδιοι ήταν οι άνθρωποι, τόσα χρόνια τώρα. Ο μύλος δεν τους έβλεπε ν΄αλλάζουν. ΄Ιδιοι στις συνήθειες, ίδιοι στους τρόπους, ίδιοι στα έθιμα. Καθόλου δεν άλλαξαν. 

Και τώρα στο μύλο ζούσαν άνθρωποι, τον συντηρούσαν για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο μυλωνάς με τη γυναίκα του και το παιδί τους, ίσαμε πέντε χρονών. Είχαν το νοικοκυριό τους εδώ, μιά γίδα, ένα γουρούνι, καμμιά δεκαριά κότες, τρία σκυλιά και το μύλο κληρονομιά από τον πατέρα του.

Το παιδί ξύπνησε από τα γαυγίσματα των σκυλιών. ΄Ενα μακρόσυρτο γκάρισμα ακούστηκε. Το παιδί πήγε κοντά στο παράθυρο. Ο γάιδαρος φορτωμένος με τρία σακκιά έφτανε από το μονοπάτι. Το χωριό ήταν τρία χιλιόμετρα μακριά από το μύλο. Από πίσω ακολουθούσε ένας γέρος κουτσαίνοντας.

Ο μυλωνάς, μόλις άκουσε γκάρισμα, βγήκε να υποδεχθεί την πελατεία.

Το παιδί πλησίασε στο τραπέζι, πήρε ένα κομμάτι πίτα από το ταψί, πήρε και μερικά χαρτιά από εφημερίδα, τα έβαλε στον κόρφο του, έπειτα βγήκε έξω, τρώγοντας περπάτησε στο πλακόστρωτο και κατέβηκε τα τρία μεγάλα σκαλιά.

Ο μυλωνάς με το γέρο ξεφόρτωναν το ζώο :

«Δεν ίφιρις καλαμπόκι, σαν αλλαφρό μι φαίνιτι.» 

«Αμ΄δεν είνι καλαμπόκι, είνι κριθαρ! κάνα δυό ουκάδις π΄μας έμκαν τουφάγαμι τσ΄μέρεις που μας πέρασαν.»

Το παιδί έφτασε στην άκρη, στο ρέμα. Το νερό σχημάτιζε πλάτωμα, ήταν σαν μια μικρή λίμνη.

Ο γέρος και ο μυλωνάς συζητούσαν ακόμα. 

«Αλήθεια, τα ΄μαθεις τα νέα, στ΄προυτεύουσα πέθανι κόσμους, τούπι του ράδιου.»

«Ναι, μ΄τουπι ου Γιώργους τ΄μπάρμπα Στέλιου, χτες τ΄απόγιουμα.»

«Μεγάλ΄δυστυχία φετους.»

«Δόξα να΄χει ου μεγαλουδύναμους, ιμείς μέχρι τώρα καλά πήγαμι.»

Το παιδί τους έβλεπε, αλλά δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, οι φωνές τους σκεπάζονταν από το βουητό του νερού.

Την προσοχή του τράβηξε μια χελώνα. Είχε ξεμυτίσει να πιει νερό στο ποτάμι. Μόλις την πλησίασε έκρυψε το κεφάλι της στο καβούκι της. Το παιδί την σκούντησε, να βγάλει το κεφάλι της, μ΄ένα ξύλο. Αλλ΄αυτή τίποτα, έκανε την ψόφια. Το παιδί επέμενε, αλλά σαν είδε κι απόειδε, την άφησε ήσυχη.

Ο μυλωνάς στο μεταξύ κουβάλησε τα σακκιά μέσα στο μύλο. Ο γέρος, αφού σιγούρεψε το ζώο, μπήκε κι αυτός μέσα.

Το παιδί ήταν δίπλα στη λίμνη που σχηματιζόταν από το νερό. ΄Εβγαλε απο τον κόρφο του τα χαρτιά. Τα ΄παιρνε ένα-ένα, τα δίπλωνε με τέχνη κι έφτιαχνε βαρκούλες. ΄Εριχνε τις βάρκες στο νερό. Αυτές αρμένιζαν πέρα δώθε, το παιδί ένοιωθε μεγάλη χαρά και γελούσε, όλο γελούσε. Παρατηρούσε σαν εφοπλιστής τα καράβια του και καμάρωνε. Το ρεύμα του νερού τις παρέσυρε, τις έριχνε πάνω σε χαμόκλαδα και βάτα, ήταν φυτρωμένα στις όχθες. ΄Οποια βαρκούλα μπλέκονταν, το παιδί έτρεχε και τη λευτέρωνε.

Η πόρτα του μύλου άνοιξε, ο μυλωνάς με το γέρο βγήκαν κουβαλώντας τα σακκιά με το αλεύρι. Τα φόρτωσαν στο γάιδαρο. Ο γέρος τον έβαλε μπροστά και κούτσα-κούτσα τον ακολούθησε. Το ζώο άφησε ένα γκάρισμα παραπονιάρικο, φωνή διαμαρτυρίας, ο δρόμος ήταν ανήφορος και το φορτίο βαρύ. Το παιδί κοίταγε το γέρο, καλόπιανε το γάιδαρο με χαϊδευτικά λόγια. Τα λόγια τα ΄φερνε πίσω ο αντίλαλος από τη ρεματιά. Ο γέρος μονολογούσε για λίγη ώρα ώσπου χάθηκε στο βάθος του μονοπατιού και το παιδί ούτε τον άκουε ούτε τον έβλεπε τώρα.

΄Αφησε τις βάρκες του, ανέβηκε στο πλακόστρωτο, εκεί είχε άλλα παιγνίδια. Μερικά κουτιά από σπίρτα. Το παιδί έπαιζε με τα σπιρτόκουτα. Τα γέμιζε με πετραδάκια. 

Ξαφνικά σταμάτησε. Καμμιά δεκαριά άνθρωποι έφταναν από το μονοπάτι. Δεν ξανά ΄χε δει τέτοιους ανθρώπους. Φορούσαν κάτι σκούρα πράσινα ρούχα. Μόνο ένας φορούσε ρούχα αλλιώτικα. Αυτός πήγαινε μπροστά, οι άλλοι ακολουθούσαν. Πλησίασαν στο μύλο. Ανέβηκαν τα σκαλιά. Περπάτησαν στο πλακόστρωτο, έφτασαν κοντά στο παιδί.

«Που ΄ναι ο πατέρας σου;» ρώτησε αυτός με τα πολιτικά.

«Μέσα», είπε το παιδί.

«Α! κρύφτηκε στο καβούκι της η χελωνίτσα. Ε! παιδιά πάμε μέσα», είπε εκείνος ο άνθρωπος.

΄Ενας από τους άλλους έβγαλε από την τσέπη του μια σοκολάτα, την έδωσε στο παιδί. Του έδωσε και μια φυσαρμόνικα. Το παιδί την έφερε στα χείλη του και φύσηξε. Η φυσαρμόνικα έβγαλε έναν χαρούμενο ήχο. Το παιδί χαμογέλασε, ήταν χαρούμενο κι ευχαριστημένο για τα δώρα που του έδωσε ο πρασινάνθρωπος. Στο άλλο χέρι κρατούσε τη σοκολάτα. Την ξετύλιξε και άρχισε να την τρώει. ΄Ηταν μισολιωμένη από τη ζέστη. Γέμισαν τα δακτυλά του. Μέσα από το σπίτι ακούγονταν φωνές.

«Λέγε, που πήγαν, τους είδες;»

«΄Οχι.»

«Λες ψέματα, το ξέρουμε, πέρασαν από ΄δω.»

«Δεν ξέρω τίποτα.»

Το παιδί άκουγε τις φωνές σαν σε όνειρο, ήταν παραδομένο στο να γλείφει τα δακτυλά του. Σαν μέσα σε όνειρο άκουσε τη ριπή που έσπασε τη σιωπή της ρεματιάς και έσβησε για λίγο το βουητό του νερού. Τα πουλιά πέταξαν μακριά. Οι ξένοι άνθρωποι βγήκαν από το μύλο κι έφευγαν. Εκείνος που του έδωσε τη φυσασμόνικα του χάιδεψε το κεφάλι. Το παιδί έφερε τη φυσαρμόνικα στα χείλη του. Ακούστηκε ένας θλιβερός ήχος. Κοίταγε τους ανθρώπους που έφευγαν και τραγουδούσαν ρυθμικά : Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά.... 

Μέσα από το μύλο άκουγε τους λυγμούς και τα μοιρολόγια της μάνας του.

΄Ηταν μια ανοιξιάτικη μέρα...

***

Όταν έγραψα αυτό το διήγημα δεν ήξερα τότε ότι ήταν μιά εκδοχή της ιστορίας του παπού μου. Πρώτος μου το είπε ο πατέρας μου όταν το διάβασε και μετά ο νονός μου.

΄Ετσι όπως συνέβησαν τα γεγονότα φαίνεται πως ήταν ένα ατύχημα : Βρέθηκε στην λάθος στιγμή σε λάθος μέρος.

Ορισμένοι αφηγητές των γεγονότων άφηναν να εννοηθεί πως τον σκότωσαν επειδή ήταν κομμουνιστής, ήταν πολιτική δολοφονία. Τα έλεγαν αυτά συγγενείς, μέλη του Κομμουνιστικού κόμματος, που υπέφεραν πολλά δεινά στον Εμφύλιο και μετά στη δεκαετία του πενήντα και αργότερα. Είχαν διωχθεί, εξόριστοι στα νησιά, χρόνια φυλακή, αλλά δεν υπόγραψαν δήλωση, μουλάρια μέχρι το τέλος, πιστοί στη γραμμή του κόμματος, υπέρ του «αγώνα».

Προσπαθούσαν να μας επιρεάσουν, να ενταχθούμε στη δική τους παράταξη, γιατί έπρεπε να τιμήσουμε τη μνήμη του παπού μας.

Τους ακούγαμε, ο αδερφός μου κι εγώ όταν είμασταν μικροί, στην πλατεία της Παλαιοκερασιάς, στο πανηγύρι του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, μετά το τέλος της λειτουργίας λίγο πριν αρχίσουν να λαλάνε τα όργανα.

Αλλά εμείς ξέραμε ήδη όλες τις εκδοχές και δεν μπορούσαν να μας επιρεάσουν τα σχόλια των ψευτοκαθοδηγητών. Ο πατέρας μου διόρθωνε αυτές τις θέσεις των κομμουνιστών, όταν φεύγαμε αργά το απόγευμα καβάλα στα μουλάρια μας, άρχιζε τη δική του αφήγηση για τα γεγονότα. Ντόπιοι κομμουνιστές, που μόλις είχαν ανανήψει, κατηγόρησαν τον παπού ως κομμουνιστή για να σώσουν έναν συγγενή τους που οι ακροδεξιοί Μάυδες τον είχαν δεμένον καταγής.

Οι δεξιοί συγγενείς μας όταν σχολίαζαν την δολοφονία του παπού δεν είχαν καμμιά πρόθεση να επιρεάσουν κανέναν. Αυτοί έλεγαν την αλήθεια, το τόνιζαν πως ήταν αθώος, έπεσε θύμα μιάς άτυχης συγκυρίας και του φανατισμού που είχαν ορισμένα μέλη των ατάκτων επειδή οι κομμουνιστές είχαν σκοτώσει τους συγγενείς τους.

***

Την ημέρα που επρόκειτο να χαθεί ξύπνησε με την ανάμνηση ενός εφιαλτικού ονείρου. Σαν να ήταν στό χωράφι στή Λεύκα δίπλα στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο στην Παλιονίκοβα. Πάνω στίς αιωνόβιες βελανιδιές είχαν μαζευτεί πολλά κοράκια, μάλωναν μεταξύ τους κοάζωντας.

Στο ξύπνημα σκέφτηκε τους πεθαμένους γονείς του.

Εκείνη την ημέρα, 28 Μαΐου 1948, ήταν στην Κάτω Λούτσα με την κόρη του Ερασμία και τον γιό του Αθανάσιο. Τα άλλα παιδιά, ο Απόστολος, η Μαριώ καί η Κωσταντία, είχαν φύγει πριν από μέρες με τη μάνα τους στόν Αχινό, είχαν εκεί σπαρμένα καλαμπόκια σε ενοικιασμένα χωράφια.

Ο ελληνικός τακτικός στρατός, βοηθούμενος από ομάδες ατάκτων τις λεγόμενες Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου, είχε οργανώσει εκκαθαριστικές  επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών στα υψώματα του όρους ΄Ορθρυς.

Οι χωριάτες ειδοποιήθηκαν να συγκεντρωθούν σε περιοχές ελεγχόμενες από τα στρατεύματα διώξεως των ανταρτών. Το κυριώτερο σημείο συγκέντρωσης στην περιοχή ήταν το χωριό Αχινός.

Φόρτωσαν στό γάϊδαρο δύο σακκιά σιτάρι, ήταν τα τελευταία που τους έμεναν από την εσοδεία της περασμένης χρονιάς.

Ο πατέρας μου πρότεινε να κατέβουν όλοι μαζί στ΄Αμπέλια όπου είχαν ένα ελαιοπερίβολο, να περάσουν εκεί τή νύχτα και την επομένη θα έφθαναν στον Αχινό. Τα γελάδια τα είχαν στό Κακοσκάλι, θα τα έπαιρναν μαζί τους. Ο παπούς ήταν σύμφωνος με αυτή την πρόταση.

Οι άτακτοι ακροδεξιοί μαυροσκούφηδες ήταν στό Τσερνοβίτι, έκαναν πλιάτσικο, μάζευαν τά κοπάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, μετά τα οδηγούσαν στην Πελασγία όπου τα πούλαγαν.

«Τράβα πάρε τό φτυάρι νά φύγουμε», είπε ο παπούς.

Πήρε το φτυάρι και μόλις γύρισε ο πατέρας του, βασανισμένος από την έλλειψη τσιγάρου, είχε να καπνίσει τρεις μέρες, έκανε άλλη σκέψη.

«Τράβα εσύ μέ τό κορίτσι στόν Αχινό, εμείς δέν έχουμε τίποτα νά φοβηθούμε, θα πάω τα γελάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο και θα έρθω μετά κάτω, μην έρθετε εσείς απάνω.»

΄Ηταν μιά μέρα ηλιόλουστη, τα πουλιά κελαηδούσαν, τα άνθη μοσχοβολούσαν.

Πήγε ανατολικά πρός τό Κακοσκάλι να μαζέψει τα γελάδια.

Τα παιδιά τράβηξαν νότια προς τ΄Αμπέλια. ΄Ηταν λίγο πριν από το μεσημέρι, η τελευταία φορά που έβλεπαν τον πατέρα τους ν΄ανηφορίζει προς το παλιό χωριό σφυρίζοντας έναν  σκοπό από την Μικρά Ασία : 

« Από τα πολλά που μούχεις καμωμένα, δεν σε θέλω πιά...» 

Χωρίς να το ξέρει πήγαινε να συναντήσει το θάνατο.

***

Έπρεπε να φέρουμε τώρα τα οστά του παπού στο νεκροταφείο να κάνουμε κηδεία με παπά γιατί είχε πάει αδιάβαστος. Τρείς μέρες μετά τη δολοφονία τον είχε βρει ο πατέρας μου. Το σώμα του, μισοφαγωμένο από τα σκυλιά και τα όρνια, χωρίς μάτια, χωρίς γλώσσα και την κοιλιά του ξεσκισμένη με τα εντόσθια έξω.

Τον έθαψε τότε στα γρήγορα, μόνος του, και μόνο την προσευχή, «Βασιλεύ ουράνιε», μπόρεσε να πει, πριν φύγει ο ίδιος ως κληρωτός στις τάξεις του Εθνικού Στρατού να πολεμήσει στο Γράμμο...

Η κηδεία γίνεται την Κυριακή μετά τη Θεία Λειτουργία. Τα οστά μέσα στο φέρετρο πλυμένα με ερυθρόν οίνον Νεμέας. Δίπλα η μοναδική ασπρόμαυρη φωτογραφία του παπού, εικοσιδύο χρονών, με τη στολή του Ελληνικού Στρατού, τον Μάιο του 1922, στην Μικρά Ασία. Το πηλήκιο ελαφρώς ανασηκωμένο απ΄όπου φαίνεται το πλατύ μέτωπο, τα μάτια του στο χρώμα του ουρανού και ο καστανόξανθος αγγιστροειδής μύστακας.

Και μέσα σε όλη την ομορφιά του διακρίνω μιά υποψία παράπονου.

Μόλις ο παπα-Κώστας τελειώνει την ψαλμωδία βγάζω έναν σύντομο λογύδριο. Μιλώ για το άνθος της υπαίθρου, τη νεολαία των αγροτοποιμένων. Πάντα στην πρώτη γραμμή. Τους έντυναν τσολιάδες και τους έστελναν σαν τα πρόβατα στο σφαγείο. Εστιάζω τα γεγονότα στην Μικρασιατική εκστρατεία, την πενταετή στρατιωτική θητεία του παπού, την αιχμαλωσία του από τους Τούρκους. Την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής, για τη δράση του, επιστρατευμένος από το ΕΑΜ, στο μεταγωγικό τμήμα του ΕΛΑΣ.

Στο νεκροταφείο μπροστά στον ανοιγμένο τάφο είναι παραταγμένα τα παιδιά του. Στη μέση ο πατέρας μου, η Ερασμία εκ δεξιών, στ΄αριστερά ο Απόστολος και οι δύο μικρότερες αδερφές.

Πίσω τους εμείς, τα δώδεκα εγγόνια του.

Και όταν οι νεκροθάφτες κατεβάζουν το φέρετρο με τις τριχιές η θεία μου Ερασμία αγγαλιάζει τον πατέρα μου με ραγισμένη φωνή : « Θανάση μου, ο πατέρας μας!» 

Τότε ο αδερφός μου κάνει νόημα στους μουσικούς να πλησιάσουν με τα κλαρίνα. Τους είχε βρει στο Γυφτομαχαλά στη Λαμία. 

«Μόνο δώδεκα κλαρίνα θέλω, είπε στο αρχηγό των Τσιγγάνων, ούτε χάλκινα, ούτε βιολιά και νταούλια.»

Οι οργανοπαίκτες όλοι ίδιοι, μαυριδεροί, ντυμένοι στα μαύρα με ρεπούμπλικες και ψαλιδισμένα μουστάκια. 

Μόλις τα οστά ακουμπούν το χώμα τα κλαρίνα αρχίζουν δυνατά τον δικό τους σπαραγμό : 

«Να ΄χε καεί ο πλάτανος να του ΄πεφταν τα φύλλα...»

Και σαν μιά ομίχλη να σηκώνεται από τα γύρω μνήματα, οι νεκροί εγείρονται όλοι μαζί, ντυμένοι με λαμπριάτικα ενδύματα, έρχονται να υποδεχτούν τον παπού μας.  


ΟΣΤΕΟΦΥΛΑΚΙΟΝ

Όνομα : Κωνσταντίνος

Επώνυμο :  Αλεξόπουλος

Έτος γεννήσσεως : 1900

Όνομα πατρός : Αθανάσιος

Όνομα μητρός : Μαρία Αγραδά

Τόπος  γεννήσεως : Τσερνοβίτι Φθιωτιδοφωκίδος

Έτος θανάτου : 1948

Τόπος θανάτου : Άγιος Κωνσταντίνος Παλαιοκερασιά Φθιώτιδος



mardi 11 mai 2021

Το σπίτι του Ακλάνη

 Όταν φθάνουμε στο χωριό, η Ήβη θέλει σώνει και καλά να πάμε να δούμε το σπίτι του Ακλάνη που το θυμόταν από τότε που ήταν παιδίσκη και δεν είχε πάει να δει πως ήταν μέσα.

Μετά έφυγε στην Αμερική και τώρα εξήντα χρόνια μετά, που επέστρεψε στο χωριό, έμαθε ότι το σπίτι πουλιόταν, το πουλούσαν οι κληρονόμοι γιατί δεν τα εύρισκαν μεταξύ τους να το κρατήσει ένας απ΄αυτούς, έτσι αποφάσισαν να το δώσουν.

Η Ήβη θυμόταν το σπίτι δίπλα στο ποτάμι που κυλούσε στη βορειοανατολική πλευρά του χωριού. Τώρα το ποτάμι το είχαν μπαζώσει αλλά το σπίτι, πέτρινο με ρωμαϊκά κεραμίδια, ήταν εκεί και σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ήβης θα είχε χτιστεί στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Ήθελε να δει πόσα υπνοδωμάτια είχε, εάν είχε κουζίνα, τουαλλέτα, λουτρό, πως ήταν τα τζάκια ή εάν είχαν βάλει, πράγμα απίθανο, κεντρική θέρμανση.

Είμαστε στην πλατεία όπου συναντώ τους παιδικούς μου φίλους οι οποίοι με καλούν να παίξουμε μιά παρτίδα γουρνοπούλες. Είναι άνδρες με λευκά μαλλιά και κυρτά σώματα από την πάροδο του χρόνου.

"Πάω να παίξω", λέω στην Ήβη.

"Μα δεν θα΄ρθεις μαζί μου, ήλπιζα να κάνουμε κάτι μέσα στό  σπίτι του Ακλάνη, θα έχουμε την ευκαιρία, η κλειτορίδα μου χορεύει."

"Εχω τόσα χρόνια να τους δω, λέω δείχνοντας τους γέροντες που προηγούνται με τις πάνινες μπάλες στα χέρια, πήγαινε εσύ να δεις το οίκημα και να βρεθούμε μετά στο ξενοδοχείο."

Φεύγει μόνη της δυσαρεστημένη αλλά σε λίγο επιστρέφει, λέει ότι πίσω από την εκκλησία συνάντησε κάποιον που της είπε για μένα, είχα συναντήσει κρυφά την Κατερίνα, μας είδε που φιλιόμασταν στο παγκάκι.

"Δεν ντρέπεσαι, με την Κατερίνα την υπηρέτριά μας, δεν το χωράει ο νους μου."

"Δεν είναι αλήθεια", απαντώ και καθώς την πλησιάζω να της δώσω εξηγήσεις, την βλέπω να φεύγει αγκαζέ με τον Νίκο Ακλάνη, πρώτος εξάδερφος του θανόντος συζύγου της, πεθαμένος κι αυτός προ δεκαετίας.





 

mercredi 5 mai 2021

ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

 Οι ειδικές δυνάμεις του στρατού ξηράς έρχονται στο Άνυδρο να μας εκπαιδεύσουν ώστε να κατασκευάζουμε μόνοι μας αντιβομβιστικά παραπήγματα. Αυτά θα μας προστατεύουν από τις βομβιστικές ενέργειες των τρομοκρατών. Είμαι με το γυιό μου Κωνσταντίνο και βλέπουμε τους χεροδύναμους στρατιώτες, μετατοπίζουν μεγάλους κορμούς δένδρων και σαν να είναι απομιμήσεις από χαρτόνι.

Δεν πιστεύω σε αυτού του είδους την αμυντική προστασία. Καλώ το γυιό μου να με ακολουθήσει. Θέλουμε να φύγουμε και η μόνη οδός προστασίας είναι οι σήραγγες του Μετρό, εκεί οι θερμικές κάμερες των τρομοκρατών δεν μπορούν να μας εντοπίσουν. Βρίσκουμε ένα στενό πέρασμα πίσω από το κέντρο George Pompidou και έρπωντας πηγαίνουμε προς το Μετρό Rabuteau. Περνάμε δίπλα σε μια ομάδα κλοσάρ, είναι ξαπλωμένοι καταγής, πίνουν χύμα κόκκινο κρασί Βουργουνδίας από πλαστικές φιάλες. Μια κομψή κυρία σαν να έχει παραλήρημα, μιλάει μόνη της, απαγγέλλει στοίχους από τα Ομηρικά έπη : Άνδρα μοι ένεπε μούσα πολύτροπον, ος μάλα πολλά πλάγχθη, επεί Τροίης ιερόν πτολίεθρον έπερσε πολλών δ΄άνθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω, πολλά δ΄ο γ΄εν πόντω πάθεν άλγεα ον κατά θυμόν, αρνύμενος ην τε ψυχήν και νόστον εταίρων...
«Ελληνίδα είστε;» τη ρωτώ και την κοιτώ κατάματα.
«Ήμουν κάποτε», μου απαντά, «τώρα το μόνο που μου έμεινε είναι η γλώσσα αφού τα σπίτια που είχα μου τα πήραν οι τράπεζες.»
Συνεχίζει με Καβάφη : Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι...
Ο γυιός μου λέει : «Οι Έλληνες κλοσάρ είναι οι μόνοι που έχουν μπέσα, μπορείς να τους αφήσεις το σακκάκι σου προς φύλαξιν, θα σου το επιστρέψουν ανέγγιχτο, δεν θα το πουλήσουν αυτοί για ένα μπουκάλι ρετσίνα.»

jeudi 8 avril 2021

Με νερό Γοργοπόταμου

 Ο Τάκης ήταν γόης με τα γαλανά του μάτια, τη λυγερή κορμοστασιά και τα καστανόξανθα κατσαρά μαλλιά του. Μόλις τελείωσε το Γυμνάσιο έμπλεξε με παρέες που είχαν μεγάλες μηχανές κι έκαναν κόντρες στον παλιό δρόμο από Λαμία προς Στυλίδα και συνέχεια καμάκι στις μαθήτριες του Λυκείου καθώς αυτές περίμεναν το λεωφορείο να επιστρέψουν στα ορεινά χωριά τους.

«Μάνα, θέλω μηχανή!»

Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγροτοποιμένες, δεν είχαν χρήματα για μοτοσικλέτες, ούτε μπορούσαν να πληρώσουν φροντιστήρια, αλλά τ΄όνειρό τους ήταν να μάθει γράμματα ο μοναχογιός μήπως γινόταν δάσκαλος ή έστω υπάλληλος τραπέζης, να γλυτώσει από την τυραγνία της αγροτικής ζωής. Αλλά ο Τάκης δεν τάπαιρνε τα γράμματα.

Έτσι άφησε τις σπουδές και πήγε στη Λαμία να γίνει πλακατζής. Εργάστηκε δυό φεγγάρια στις οικοδομές αλλά αυτή η δουλειά του έπεσε πολύ βαρειά, την άφησε και πήγε σε οβελιστήριο ως ψήστης στην πλατεία Ελευθερίας. Γύρος με πίτα, σουβλάκια με πατάτες τηγανητές, σαλάτα χωριάτικη, μπύρα, ρετσίνα και τσίπουρο. Από το ραδιόφωνο η θρηνώδης φωνή του Καζαντζίδη σε ινδοαραβικές επιτυχίες : "Με μάτια κλαμμένα στους δρόμους γυρνώ, μια χαμένη αγάπη ζητάω να βρώ… "

Απέναντι ο Μητροπολιτικός ναός και το ωραίο κτίριο της Νομαρχίας. 

Μάζευε λεφτά, ν΄αγοράσει δική του μηχανή, την ήθελε χιλιοδιακοσιάρα, με πειραγμένη εξάτμηση, να βρυχάται καθώς θα τη μαρσάρει στους στενούς δρόμους και φάτσα στο Λύκειο θηλέων.

Και το καμάκι, καμάκι. Είχε τη φήμη δεινού επιβήτορος, οι μαθήτριες τρελαίνονταν μαζί του.

Η Λίτσα ήταν πρώτη μαθήτρια, απουσιολόγος στην τάξη της και σημαιοφόρος στις παρελάσεις. ΄Οταν κατάλαβε ότι είχε πιάσει παιδί, ο Τάκης την είχε αφήσει ήδη κι ερωτροπούσε με μιά άλλη με μεγαλύτερα βυζιά και σαρκώδη χείλη. 

Η μάνα της Λίτσας άσπρισε όταν ο μαιευτήρας τους είπε πως ήταν πολύ αργά για έκτρωση, η κατάσταση ήταν προχωρημένη και τώρα μόνο αν πήγαιναν στην Ολλανδία ή στο Λονδίνο θα μπορούσε να το ρίξει. Τα γιατροσόφια της γιαγιάς δεν έπιασαν και η κοιλιά της Λίτσας είχε φουσκώσει ώστε δεν μπορούσε να κρυφτεί άλλο από τον πατέρα της.

Ο πατέρας της Λίτσας είπε στον Τάκη να βγει στην πλατεία κάτι να κουβεντιάσουν για μιά παραγγελία - δήθεν - για κάτι ντόπια κρέατα, προμήθεια, σε τιμή προσφοράς, για το σουβλατζίδικο. Ο Τάκης δεν ήξερε απ΄αυτά αλλά αφού έλειπε το αφεντικό δέχτηκε να μιλήσει με τον άγνωστο μεσήλικα, τον πήρε για χασάπη χοντρέμπορο.

Μόλις έκαναν δυό βήματα στα λευκά πλακάκια της πλατείας τον άρπαξε με το αριστερό χέρι και τον γονάτισε σαν να ήταν γουρούνι των Χριστουγέννων, το χατζάρι το είχε φέρει τυλιγμένο σε εφημερίδα, καλά κρυμμένο κάτω από το σακκάκι, όλη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι να το ακονίσει, να κόβει σαν ξυράφι.

Μετά πήγε στην κρήνη, κάτω από τον μεγάλο πλάτανο, στη γωνία των οδών Ρήγα Φεραίου και Αθανασίου Διάκου, έπλυνε τα χέρια του και στη μαρμάρινη πινακίδα διάβασε : Ο Γοργοπόταμος ήλθεν ενταύθα επί δημαρχίας Ι. Μακρόπουλου 1929.





vendredi 12 mars 2021

12 Μαρτίου

Μιά μέρα ηλιόλουστη. Εγώ μικρός στην πρώτη Δημοτικού και η μάνα μου με στέλνει ν΄αγοράσω ένα κουτί τοματοπελτέ στο καφεπαντοπωλείο του Πανόπουλου.

Επιστρέφωντας είμαι μπροστά στο σπίτι του Φουντόγιαννου όταν ένα ζευγάρι χελιδόνια κατεβαίνουν μπροστά μου παιγνιδίζοντας. Αμέσως ανυψώνονται ταχύτατα προς το σπίτι του συνταγματάρχη Γαβρή. Με γνώριζαν από την περασμένη χρονιά και τώρα, μόλις ήρθαν, μ΄έψαξαν να με χαιρετίσουν. ΄Ηρθαν, οι φίλοι μου, τα χελιδόνια. Το Καλοκαίρι έρχεται ολοταχώς.



vendredi 5 février 2021

Κότα στην κατσαρόλα

 Κότα στην κατσαρόλα*


Παρίσι. Το εστιατόριο La poule au pot*, 9 rue Vauvilliers. Ο ιδιοκτήτης μου προσφέρει μιά φιάλη σπάνιο κρασί Βουργουνδίας με την προϋπόθεση να τον ακολουθήσω σε ένα είδος παιχνιδιού όπου συμμετέχουν οι συνεργάτες του. Πρέπει να κατέβω μαζί τους στην κάβα και να παίξω κυνηγητό. Αυτοί έχουν ηλεκτρικούς φακούς, τους κυνηγώ προσπαθώντας να αποφύγω τα εμπόδια που παρουσιάζονται. Το κάνουν επίτηδες, αλλά δέχομαι τους όρους. Μέσα στο υπόγειο βλέπω σαν να είναι απόγευμα καλοκαιριού, μετά τη δύση του ηλίου. Τρέχουν μπροστά, δεν ανησυχώ, διασχίζω τα πολλαπλά δωμάτια, ανεβοκατεβαίνω χαλασμένες σκάλες, περνώ από στενές τρύπες και μετά από μιά καταπακτή βρίσκομαι στην αυλή του Αγίου Γεωργίου στο ΄Ανυδρο. Εκεί είναι λίγοι γέροι και πολλά παιδιά. Ανάμεσα τους η κόρη μου Ελένη. Είναι αποκλεισμένοι εδώ, δεν μπορούν να φύγουν παρά μόνο από την υπόγεια δίοδο. ΄Ενας επίτροπος, ξέρει μαγικά, προτείνει να περάσουν τα παιδιά ένα-ένα, αυτός θα ακολουθεί παράλληλα για να εξορκίζει τα δαιμόνια. 

Λέω : «Μόλις έφθασα και δεν είδα τίποτα.»

Βλέπω απέναντι τον γέρο-Δήμο, έχει έρθει το ταχυδρομείο, μας ρίχνει τις επιστολές σαν να πετάει μπούμεραγκ, τις πιάνουμε στον αέρα, μερικές δεν φτάνουν μέχρι το προαύλιο της εκκλησίας. Ανησυχώ μήπως είναι θετικές απαντήσεις σε υποψηφιότητες για δουλειά. Διαβάζω μιά από τις επιστολές, την έχει γράψει ο γραμματέας της κοινότητος ως απάντηση, σε μιά δική μου αίτηση.


* Κότα στην κατσαρόλα, (La poule au pot). 

Η συνταγή του καλού βασιλιά Henry IV, σύμφωνα με τον γαλλικό μύθο.


Υλικά : Μιά κότα, 800 γραμμάρια καρότα, 300 γραμμάρια γογγύλια, τέσσερα πράσα, ένα κρεμμύδι, δύο γαρύφαλλα, πιπέρι, αλάτι, μιά κουταλιά σούπας με θυμάρι, τρία φύλλα δάφνης. 


Εκτέλεση : Καθαρίζουμε και πλένουμε όλα τα λαχανικά, αφαιρούμε τις φλούδες. Βάζουμε την κότα σε μιά μεγάλη κατσαρόλα, ρίχνουμε νερό ώστε να τη σκεπάσει. Την βράζουμε και διαδοχικά αφαιρούμε τον αφρό. Προσθέτουμε τα λαχανικά, το κρεμμύδι με τα γαρύφαλλα, το θυμάρι, τη δάφνη, το αλάτι και το πιπέρι. Σκεπάζουμε με το καπάκι της κατσαρόλας και την αφήνουμε να βράσει σε μεσαία φωτιά για δύο με δυόμιση ώρες.


Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...