jeudi 2 septembre 2021

ΔΥΟ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

 ΔΥΟ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

Άνυδρο. Νωρίς το πρωί ακόμη νύχτα με ξυπνάει ο θόρυβος του ανέμου. Μαίνεται δυνατή καταιγίδα. Από το παράθυρο της κουζίνας βλέπω το γιατρό Σαμουήλ Λαζενές να φθάνει με το κόκκινο Datsun του πατέρα μου. Του το είχα δανείσει γιατί ήταν εφημερεύων ιατρός στο νοσοκομείο σε νυχτερινή βάρδια. Δυσκολεύεται να κουμαντάρει το όχημα γιατί στην καρότσα σαν να είναι φορτωμένος ένας ελέφαντας τσουρουφλισμένος και υποθέτω ότι τον χτύπησε κεραυνός καθ΄οδόν, αλλά είναι ακόμη ζωντανός, σκέφτομαι ότι μπορεί να ζήσει με την ανάλογη φροντίδα. ΄Ομως το φορτηγό είναι σε άθλια χάλια, στραπατσαρίστηκε από τον κεραυνό αλλά και από την βιαιότητα της καταιγίδας. Τελικά ο Λαζενές καταφέρνει να ακινητοποιήσει το όχημα μέσα στον κήπο, νότια του σπιτιού, κάτω από τη γέρικη μουριά αφού τράκαρε στον δυτικό κίονα του εξώστη. Κατεβαίνει σώος χωρίς γραντζουνιά.
Ξημερώνει. Βγαίνω με τα παιδιά μου στην αυλή. Αναρωτιέμαι πως θα βγάλω τώρα το φορτηγό από τον κήπο. Η κόρη μου Ελένη μου δείχνει το φράχτη όπου υπάρχει αυτοσχέδια πόρτα. Την είχε προβλέψει ο πατέρας μου. Λέει ότι μπορώ να το βγάλω εύκολα μόνος μου, οδηγώντας προσεκτικά. Το κόκκινο Datsun είναι ολοκαίνουργο και αστραφτερό όπως το είχαμε αγοράσει το 1979.
Τότε σκοτεινιάζει απότομα, ο ήλιος σαν να είναι η σελήνη που βρίσκεται στη Δύση και σαν να είναι δυό μεγάλα φεγγάρια που το ένα έλκει το άλλο με δύναμη. Συγκρούονται σαν μεγάλες μπάλες μπιλιάρδου κι ενώ ο ήλιος μένει ακίνητος, η σελήνη έρχεται ταχύτατα προς τη γη αλλά αμέσως ένα άλλο ουράνιο σώμα εμφανίζεται με μέγεθος μπάλας ποδοσφαίρου και σαν να είναι από καιόμενη λάβα ηφαιστείου, κατευθύνεται γρήγορα προς τον ήλιο και συγκρούεται μαζί του. Επανέρχεται προς τη γη, ενώ εγώ σκέφτομαι ότι πρόκειται για την ημέρα της Αποκαλύψεως, είναι το τέλος του κόσμου αλλά δεν αισθάνομαι φόβο, λέω στα παιδιά μου να μην φοβούνται και ότι είναι να γίνει θα γίνει τώρα. Παρακολουθούμε την πορεία της καιόμενης σφαίρας, την βλέπουμε να πέφτει βόρεια του χωριού, δίπλα στα μαντριά, να ζνταΐζεται και να φεύγει πάλι προς τον ουρανό βορειοανατολικά. Μια ιδέα ελπίδας σχηματίζεται στη σκέψη μου. Θα ζήσουμε με νέες συνθήκες τώρα που ο ήλιος έχασε τη δυναμή του, η μέρα θα είναι ένα διαρκές λυκόφως.

dimanche 8 août 2021

Πέντε πινάκια

 Πέντε Πινάκια

280200
Ειμαι με τα παιδια στην οδο Βουργουνδιας, θελουμε να παμε βολτα στο δασος του Φονταινεμπλω, βαδιζουμε βορειοδυτικα οταν ενας γερος απο την αλλη πλευρα του δρομου λεει : που πατε με τετοιον καιρο δεν βλεπετε, ερχεται καταιγιδα.
Οντως νοτιοανατολικα μεγαλα συννεφα παρουσιαζονται, γκριζα και μαυρα, στροβιλιζονται, ενας γιγαντιαιος κυκλωνας πλησιαζει. Επιστρεφουμε στο σπιτι, ειμαστε σε ενα μερος σαν το Βριζοχωραφο, αλλα η καλυβα ειναι η παλια στη Λουτσα. Βαζω τα παιδια μεσα στην καλυβα ενω σκεφτομαι πως θα επιστρεψει η γυναικα μου με τετοιον καιρο.
Παρατηρω την καταιγιδα.Στροβιλιζεται μερικα μετρα μακρια απο την καλυβα μεσα στο δασος. Σιγα-σιγα απομακρυνεται προς δυσμας, τεραστια, θηριωδης, μεγαλοπρεπης, γιγαντιαια, γκριζο θεορατο τερας, αφηνει πισω της το πανυψηλο βουνο με τις αποτομες πρασινες πλαγιες και γκριζα βραχια λαμπυριζουν στις ακτινες του ηλιου.
300600
Πηγαινω στο σπιτι του γιατρου Λαζενες, παρολο που ξερω, υπαρχουν απαγορευτικα μετρα εναντιον του, του εχω εμπιστοσυνη. Μου γραφει μια συνταγη στο περιθωριο ενος χειρογραφου, μετα η γυναικα του, ειναι η ιδια ιατρος, με εξεταζει, μου γραφει μια συνταγη παρομοια με τον συζυγο της. Βαδιζω προς την εξοδο, το ασθενοφορο ερχεται να παραλαβει τον γιατρο, να τον οδηγησει στο ψυχιατρικο νοσοκομειο για εγκλεισμο. Βγαινω στο δρομο, βλεπω ενα φερετρο, μεσα ειναι ξαπλωμενη η κυρια Καγιε. Πρεπει να παρω αντικειμενα που βρισκονται μεσα στο φερετρο. Ανοιγοντας το, η κυρια Καγιε ξυπναει, μου δινει οδηγιες.
240301
Πρωι στο Ανυδρο, ακομη νυχτα, ο πατερας μου ετοιμαζει τα πραγματα μου να φυγω. Διαπραγματευεται με τους εργατες, εχουν ενα στρατιωτικο τζιπ, εαν μπορουν να με παρουν μαζι τους, δεν ειναι σιγουρο εαν θα ερθει το λεωφορειο. Φθανουμε στην πλατεια, μπροστα το μαγαζι του Πολυμερου, εχει ερθει το λεωφορειο. Πολυς κοσμος προσπαθει ν΄ανεβει. Δεν θα βρω θεση. Οι επιβατες βαζουν μεσα στο λεωφορειο καρεκλες καφενειου, πιανουν πολυ χωρο. Αποφασιζω ν΄αφησω μια σιδερενια καρεκλα κηπου, την ειχα παρει απο το καφενειο του Πανοπουλου. Πριν ανεβω στο λεωφορειο ο πατερας μου λεει : εαν η αστυνομια με ρωτησει σχετικα με τον τυπο που εξαφανιστηκε να πω: ειχε ερθει να ρωτησει κατι και μετα εφυγε.
Ο πατερας μου εχει μια παλια ουλη στο προσωπο, ειναι πληγωμενος στο αριστερο χερι.
Ειμαι στο λεωφορειο, καθομαι διπλα στον Αλεκο Μακαρενκο. Το λεωφορειο απογειωνεται, βλεπουμε ενα αλλο αεροπλανο με πολλους οροφους, παει προς ανατολας. Οι επιβατες βγαινουν στα παραθυρα, μας χαιρετουν.
030401
Το μαγαζι του Δημου ειναι εκκλησια. Ο παπα-Κωστας λειτουργει :
Τον επινικιον υμνον αδοντα, βοωντα, κεκραγοτα και λεγοντα.
Ο Συνταγματαρχης Γαβρης ειναι επιτροπος, πηγαινει, ερχεται, σβηνει και μαζευει τα καμμενα κερια. Καθομαι σε ενα στασιδι νοτιοδυτικα προς τη δυτικη εξοδο. Ο παπας ερχεται μπροστα μου, φαινεται ικανοποιημενος απο την παρουσια μου. Φοραει λευκα αμφια, ετοιμαζει τη θεια κοινωνια. Σκεφτομαι, θα μου δωσει να μεταλαβω στο ιδιο κουταλι με τους αλλους. Ο παπας επιστρεφει στο ιερο. Φωναζει οργισμενος : ορισμενοι καθηγητες δεν ειναι παροντες στην εκκλησια.
Διχνει ενα λευκο ρασο, ειναι για τον καθηγητη Καραθεοδωρου, αλλα αυτος δεν εχει ερθει, την επομενη κυριακη θα τον αναφερει.
141101
Βλεπω ενα ρεπορταζ για την Ελλαδα, δειχνουν τη Λαμια. Πρωτα το καστρο, μετα τον Αγιο Λουκα και μετα τη λαϊκη αγορα. Η καμερα σταματαει μπροστα σε εναν ζητιανο, ειναι γερος, τραγουδαει ρεμπετικα παιζοντας εναν μικρο μπαγλαμα. Κουναει το κεφαλι του σαν να ειναι κλοουν. Αναγνωριζω τον πατερα μου : …Μαριγω θα σε τρελλανει ν΄ακουσεις τον Τσιτσανη, να σου παιξω φινο μπαγλαμα.
Πρωτη δημοσιευση περιοδικο (δε)κατα, τευχος 30, καλοκαιρι 2012.

mercredi 7 juillet 2021

ΛΙΤΑΝΕΙΑ

ΛΙΤΑΝΕΙΑ
Σε όλα τα πρόσωπα η αγωνία ήταν μεγάλη. Τα βλέμματα ανήσυχα, τα χείλια σφιγμένα, τα χαμόγελα λιγόστεψαν αισθητά. Ρυτίδες φάνηκαν στα ηλιοψημένα μέτωμα. Οι κινήσεις έχασαν τη σιγουριά τους, Εγιναν αβέβαιες. Ακόμα και τα πρόσωπα των παιδιών έχασαν την ξεννοιασιά και τη ζωηρότητα, ήταν θλιμμένα. Παράσταιναν τους μεγάλους. Τα σκυλιά ούρλιαζαν και γαύγιζαν παράξενα. τα υπόλοιπα ζωντανά βέλαζαν απεγνωσμένα. τα αλογομούλαρα χλιμίντριζαν κι έξυναν τη γη με τα μπροστινά τους πόδια, μόνο τα κοκόρια είχαν ακόμη το κουράγιο και πηδάγανε τις κότες. Τα δένδρα μαραίνονταν. Τα σπαρτά ξεραίνονταν.
-Πάμε χαμένοι.
Αυτές οι δυό λέξεις ακούγονταν από κάθε στόμα.
Ετσι εκείνος πήρε την απόφαση. Ηταν ο ηγέτης. Οι άλλοι τον ακολούθησαν. Πήγαινε μπροστά με το σταυρό και το θυμιατό στα χέρια. Πίσω του όλοι οι χωριανοί, με τις εικόνες οι πιο νέοι. Παρά πίσω οι γυναίκες με αναμμένα κεριά. Ο γέρο-Δήμος κράταγε την ομπρέλλα του, ήταν σίγουρος.
Εφτασαν στο ορισμένο μέρος. Το χορτάρι ήταν ξερό. Στη μέση έβαλαν το τραπέζι. Γύρω-γύρω οι άντρες κράταγαν τις εικόνες σε σχήμα κυκλικό.
Είχε μπροστά του το μπακράτσι με το νερό, στο χέρι του κράταγε την αγιαστούρα, ένα ματσάκι βασιλικό. Φόρεσε το μακρόστενο πανί στο λαιμό του κι έβαλε ευλογητός. Ο ψάλτης τον συνόδευε με την μπάσα φωνή του. Οι άντρες παρακολουθούσαν με ευλάβεια, έσφιγγαν τα χέρια τους νευρικά, ήταν ιδρωμένοι.
Οι γυναίκες σταυροκοπιούνταν κι έκαναν μετάνοιες αδιάκοπα. Τα παιδιά κρυφογελούσαν, τους φαίνονταν παράξενα αυτά τα καμώματα. Ο επίτροπος τα πήρε χαμπάρι, αγριοκοίταξε. Σώπασαν τρομαγμένα. Οι γριές γονατισμένες προσεύχονταν σιωπηλά. Αυτός στη μέση με φρίκη προσπαθούσε να διώξει τις σκέψεις που ανέβαιναν στο νού του : Μη τυχόν και δεν γίνει τίποτα, μήπως έχουν δίκιο όσοι λένε...
-Πίσω μου σ΄έχω Σατανά, σκέφθηκε.
Συνέχισε να ψάλλει με παλλόμενη φωνή : Σώσον Κύριε τον λαόν Σου...
Τα ίδια σκέφτονταν και οι άλλοι εκείνη τη στιγμή. Εψελναν τώρα όλοι μαζί δυνατά. Το τραγούδι τους ακουγόταν κι αντηχούσε παράξενα στις γειτονικές πλαγιές. Κάτι κίσσες πλησίασαν περίεργες να δουν τι γινόταν. Στάθηκαν πάνω στις ελιές και κοίταγαν. Μιά γριά γονατισμένη προσεύχονταν, μπροστά της είχε ένα κερί αναμμένο, μπηγμένο στο χώμα.
Ολοι σκέφτονταν την προηγούμενη ζωή τους. Υπόσχονταν στο μέλλον να είναι πιο πειθαρχικοί. Θα πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία, δεν θα έκαναν παραβάσεις των εντολών.
Είχαν φανεί κάτι μικρά σύννεφα στον ουρανό. Ομως σ΄αυτούς τους φαίνονταν μεγάλα. Συνέχεια τα ΄βλεπαν να μεγαλώνουν. Μόνο τα παιδιά δεν έβλεπαν τίποτα.
-Ερχεται κατακλυσμός, είπε ο γέρο-Δήμος κι άνοιξε την ομπρέλλα του.
Απ΄όλα τα στόματα ακούστηκε η λέξη : Κατακλυσμός!
Ολοι φαντάζονταν τους εαυτούς τους πνιγμένους, τους έπιασε πανικός. Το ΄βαλαν στα πόδια. Τα μικρά παιδιά τα πήραν οι γονείς τους παραμάσκαλα. Τ΄άλλα παιδιά έσκουζαν δυνατότερα από τις γυναίκες.
Ο παπάς στην αρχή φάνηκε ψύχραιμος. Σε λίγο άρχισε να τρέμει. Ετρεχε τώρα κι αυτός. Οι εικόνες είχαν πεταχτεί άτακτα κάτω, το μπαγκράτσι με το νερό χύθηκε. Ο παπάς έτρεχε. Τα πόδια του μπερδεύτηκαν στο μακρύ του ρούχο. Επεσε. Σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει πάλι. Το χρυσοκίτρινο πανί στο λαιμό του ανέμιζε.
Ησυχία απλώθηκε. Είχαν φύγει όλοι εκτός από ένα παιδί. Ηταν ο Δημητράκης του ψάλτη. Κοίταγε γύρω του. Τα μάτια του ανοιγμένα διάπλατα έδειχναν απορία. Ο τόπος γύρω του παράξενος, το κερί μπροστά του αναμμένο, το χόρτο ξερό. Ο ήλιος λαμπερός και καφτός. Η ομπρέλλα ανοιγμένη και πεταμένη δίπλα στα σχοίνα. Εβγαλε την κακομοίρα του, πλησίασε το κερί και το κατούρησε. Το κερί έσβησε.
Κάτι σαν φωνές ακούστηκαν. Ηταν οι κίσσες, έκαναν έρωτα πάνω στις ελιές.
Το γέλιο του παιδιού αντήχησε χαρούμενο και δυνατό.

Πρώτη δημοσίευση, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, 15 Αυγούστου 1979. 

vendredi 18 juin 2021

Τρία Πινάκια

Τρια Πινακια
310804
Οι πυροσβεστες ερχονται να κανουν ασκησεις στο νοσοκομειο και σαν να ειναι το σταδιο στην αυλη του Λυκειου Στυλιδος. Κανουν ασκησεις με τα φλογοβολα, τα εχουν στους ωμους, φορουν γιαλιστερα κρανη, απολυμαινουν το σταδιο με τις φλογες. Ειμαι στις κερκιδες του σταδιου, στη νοτια πλευρα. Η πριγκιπισσα φθανει με ενα πρασινο καμπριολε αυτοκινητο, τη συνοδευει ενας νεαρος σωματοφυλακας. Θελω να της κανω καλη εντυπωση, κοιταζω το ντυσιμο μου, ειμαι ικανοποιημενος απο την εμφανιση μου.
Απο την εισοδο του βορρα φθανουν οι κλοσσαρ, τους αδειαζει το λεωφορειο της νομαρχιας, τους μαζευει καθε μερα στο Παρισι. Τους βλεπω, προχωρουν με ασταθες βαδισμα μεθυσμενων. Ειναι αυτοι που προκειται να τους καψουν οι πυροσβεστες με τα φλογοβολα, κατω απο τα βλεμματα του πολυχρωμου πληθους που περιμενει ορυμαγδον.
070904
Ειμαστε με τα παιδια στη Λουτσα το καλοκαιρι. Ειναι πρωι γυρω στις δεκα. Βλεπω ενα συννεφο, ερχεται απο την ανατολη. Ειναι ολομαυρο, αποτελειται απο ξερα αγκαθια. Οταν φθανει στο υψος μου ειναι απο ξερα κλαδια σχοινου. Ενα δευτερο συννεφο ερχεται ειναι μαυρο, μια γυναικα με μαυρα ενδυματα, σαν ορθοδοξη καλογρια, στεκεται ορθια πανω στο συννεφο. Εχει μαζι της μια μαυρη γατα με χρυσα ματια. Η γατα κατεβαινει, πηγαινει μεσα στην καλυβα, κανει ζημιες, μετα πινει γαλα σε μια κουπα που της εδωσαν τα παιδια καταγης. Η Λιζα διαμαρτυρεται. Ομως εγω βλεπω τη γατα εξω, με κοιταει με τα κιτρινα χρυσα ματια της, σαν φλογες. Η Λιζα ερχεται εξω, απορει πως γινεται και η γατα ειναι μεσα κι εξω. Η καλογρια λεει στη γατα να ανεβει στο συννεφο, προσπαθει να φυγει προς τον ουρανο αλλα δεν τα καταφερνει, μονο για λιγο το συννεφο υψωνεται και ξανακατεβαινει. Το συννεφο στεκεται αιωρουμενο σε υψος ενος μετρου απο το εδαφος. Τοτε ερχεται ενας γερος ντυμενος με μαυρα ενδυματα, με ασπρα μαλλια και ροδοκοκκινο προσωπο. Απλωνει το χερι του να με χαιρετησει εγκαρδια, αλλα το ανασυρει μολις προσπαθω να το αγγιξω. Ηρθε να βοηθησει την καλογρια να ανυψωσει το συννεφο. Καθως το συννεφο απογειωνεται την ρωταει γιατι αργησε να τον καλεσει.
181004
Εχω μια μοτοσικλετα μεγαλου κυβισμου, κατεβαινω με ταχυτητα 110 χιλιομετρων στο δρομο απο το Ανυδρο προς τον Αγιο Νικολαο Στυλιδος. Ειναι χωματοδρομος γεματος γλοιωδεις λασπες, μοιαζουν με φρεσκα κοπρανα ανοιχτου χακι χρωματος. Ειναι νυχτα αλλα το τοπιο φωτιζεται απο το φως της σεληνης, ειναι δυνατο σαν το φως ηλεκτρικων λαμπτηρων. Πισω μου τρεχει ενας ανδρας πενηνταρης, τρεχει και τρεχει διπλα μου. Λεω να επιταχυνω τη μοτοσικλετα να τον αφησω πισω μου, αλλα εις ματην, ο ανδρας τρεχει παντοτε στο ιδιο υψος. Ειναι ο Αγιος Γεωργιος, του λεω να ανεβει στη μοτοσικλετα, ανεβαινει και σαν να ειναι το λευκο του αλογο, τρεχει καλπαζοντας με ταχυτητα. Παρακατω βλεπουμε εναν αλλο ανδρα, τρεχει με μια μοτοσικλετα οπως εμεις. Ειναι ο Αγιος Δημητριος με το μελι του αλογο. Τρεχουμε οι δυο Αγιοι κι εγω, με τις μοτοσικλετες, να συναντησουμε τον Αι-Νικολα.
Πρωτη δημοσιευση περιοδικο (δε)κατα, τευχος 26, καλοκαιρι 2011

 

jeudi 10 juin 2021

Elégie, Ελεγείο*

 Elégie

Je me souviens d'elle aux premiers rangs des pupitres tremblant à chaque fois que notre maître nous battait, car il nous avait surpris en train de jouer illégalement au ballon à des heures que nous devions préparer nos devoirs selon ses incitations. 

Ses yeux étaient tristes, dans la salle, pendant les pauses, mais aussi à l'église et au catéchisme, quand notre prêtre parlait des passions du Christ.

Il avait trois frères aînés, tout le monde l'aimait mais surtout ses parents. C'était une rose le dimanche avec sa robe rose ou blanche et ses cheveux en nattes.

Le maître ne l'avait jamais battu, il ne l'avait pas pris au dépourvu, elle n'avait pas été arrêté pour avoir enfreint la loi. Et avec quelle douceur elle a chanté les chansons dans la leçon de musique !

Elle était comme les petites cigales qu'elle chassait et attrapait les étés avec ses tendres mains, dans les hautes montagnes, où toute la famille allait passer l'été avec son troupeau.

Ses frères allaient au lycée, la jeune fille, dès qu'elle a terminé l'école primaire, elle est resté à la maison pour préparer sa dot et dès qu'elle aurait dix-sept ans, un jeune homme, un palicar, il lui demanderait de l'épouser.

L'été qui a suivi les derniers cours de l'école primaire, ils ont gravi la montagne comme chaque année, toute la famille. 

Un jour d'orage, elle était assise seule dans la hutte. La radio à côté d'elle jouait de la musique, la fille brodait des roses et des pigeons.

La foudre est soudainement tombée et l'a tué immédiatement. La hutte a brûlé.

 Son épaule et la moitié de son visage étaient noirs. 

Ils l'ont amené à l'église habillée en jeune mariée et tout le monde pleurait.

Maintenant, quand j'ai dépose des fleurs sur la tombe de ma grand-mère, je laisse une rose sur la sienne et par une photo usée, je vois les yeux tristes qui n'ont pas eu le temps.


Ελεγείο


Το θυμάμαι στις πρώτες σειρές των  θρανίων να τρέμει κάθε φορά που ο δάσκαλος μας έδερνε, επειδή μας είχε συλλάβει να παρανομούμε παίζοντας βόλους σε ώρες που κανονικά και σύμφωνα με τις προτροπές του έπρεπε να διαβάζουμε. Τα μάτια του ήταν θλιμμένα, στην αίθουσα, στα διαλείμματα, αλλά και στην εκκλησία και στο κατηχητικό, όταν ο παπάς μας μιλούσε για τα πάθη του Χριστού.

Είχε τρία αδέρφια μεγαλύτερα, όλοι το αγαπούσαν μα πιο πολύ οι γονείς. Ηταν ένα τριανταφυλλάκι τις Κυριακές με το ρόζ ή το άσπρο φορεμά του και τα μαλλιά του κοτσιδάκια. 

Ο δάσκαλος δεν το είχε δείρει ποτέ, δεν το έπιασε αδιάβαστο, δε συνελήφθει να παρανομεί. Και τι γλυκά που τραγουδούσε τα σχολικά τραγούδια στο μάθημα της Ωδικής!


« Από γκρεμό κυρά Βαγγελιώ, από γκρεμό γκρεμίζεται 

και σε περιβόλι μπαίνει Βαγγελιώ μου παινεμένη...»


«Δεν περνάς κυρά Μαρία, δεν περνάς, περνάς...»


΄Ηταν σαν τα μικρά τζιτζίκια που κυνηγούσε κι έπιανε τα καλοκαίρια με τα τρυφερά χεράκια του, στα ψηλά βουνά, όπου πήγαινε όλη η οικογένεια να ξεκαλοκαιριάσει με το κοπάδι της.

Τ΄αδέρφια του πήγαιναν στο Γυμνάσιο, το κορίτσι, μόλις τελείωσε το Δημοτικό, έμεινε στο σπίτι να ετοιμάσει τα προικιά του και μόλις δεκαεφτάριζε ένας καλός γαμπρός, λεβέντης, θα το ζητούσε να τον παντρευτεί.

Το καλοκαίρι μετά την τελευταία τάξη ανέβηκε όπως κάθε χρόνο στο βουνό με όλη την οικογένεια. Μιά βροχερή μέρα καθόταν μόνο του μέσα στην καλύβα. Το ραδιόφωνο δίπλα του έπαιζε μουσική, το κορίτσι κεντούσε τριαντάφυλλα και περιστέρια.

Ο κεραυνός έπεσε ξαφνικά και το σκότωσε αμέσως. Η καλύβα κάηκε, μα το κορίτσι πρόλαβαν και το ΄βγαλαν. ΄Ηταν μελανός ο ώμος του και το μισό του πρόσωπο. Στην εκκλησία το πήγαν ντυμένο νύφη κι όλος ο κόσμος έκλαιγε.

Τώρα όταν πηγαίνω άνθη στον τάφο της γιαγιάς μου, αφήνω ένα τριανταφυλλάκι στον δικό του και από μιά φθαρμένη φωτογραφία βλέπω τα μάτια τα θλιμμένα που δεν πρόλαβαν.

*Πρώτη δημοσίευση Εφημερίδα Η Στυλίδα σήμερα καλοκαίρι 1993.




jeudi 27 mai 2021

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (Απόσπασμα)

 

Μετά από εβδομήντα τρία χρόνια η ιστορία του δεν έχει ξεχαστεί. Την αφηγούνται στα καφενεία όταν μιλούν οι παλιότεροι για τις συμφορές των Ελλήνων, ως παράδειγμα αδικίας, στις οικογένειες, τις νύχτες του χειμώνα, δίπλα στο τζάκι, δίκην παραμυθιού, μαζί με άλλα εγκλήματα της ίδιας ιστορικής περιόδου, με δράστες και θύματα από τις δύο παρατάξεις,  άλλοτε δεξιούς και άλλοτε κομμουνιστές, να μαθαίνουν τα παιδιά τη βαρβαρότητα των ανθρώπων.

Ο Μύλος

Ο νερόμυλος ήταν χτισμένος στην ανατολική όχθη. ΄Ενα σπίτι με δυό πατώματα. Στο πάνω πάτωμα έμενε η οικογένεια του μυλωνά. Στο κάτω ήταν οι μηχανές του μύλου. Θα είχε ενάμισυ αιώνα ζωής. Τα θεόρατα πλατάνια δεν άφηναν να περάσει ούτε αχτίδα ήλιου. Πάντα είχε συντροφιά το βουητό του νερού και τα πουλιά που έφτιαχναν τις φωλιές τους στα κεραμίδια του. ΄Ολα αυτά τα χρόνια είχε δοκιμάσει την ορμή των στοιχείων της φύσης και την ορμή των ανθρώπων που έκαναν πόλεμο. Ο μύλος είχε ζήσει τις χαρές και τις λύπες των ανθρώπων. Μεγάλωσαν πολλές γενιές κάτω από τη στέγη του. Περπάτησαν πολλά ποδάρια στο πλακόστρωτο της αυλής του. Εδώ έρχονταν, πέρα από το χωριό, ν΄αλέσουν γεννήματα. Σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι. Εδώ ανταμώνονταν οι άνθρωποι, συζητούσαν για τα προβληματά τους. ΄Εκαναν δουλειές. Τέλειωναν προξενιά. Πάντα ίδιοι ήταν οι άνθρωποι, τόσα χρόνια τώρα. Ο μύλος δεν τους έβλεπε ν΄αλλάζουν. ΄Ιδιοι στις συνήθειες, ίδιοι στους τρόπους, ίδιοι στα έθιμα. Καθόλου δεν άλλαξαν. 

Και τώρα στο μύλο ζούσαν άνθρωποι, τον συντηρούσαν για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο μυλωνάς με τη γυναίκα του και το παιδί τους, ίσαμε πέντε χρονών. Είχαν το νοικοκυριό τους εδώ, μιά γίδα, ένα γουρούνι, καμμιά δεκαριά κότες, τρία σκυλιά και το μύλο κληρονομιά από τον πατέρα του.

Το παιδί ξύπνησε από τα γαυγίσματα των σκυλιών. ΄Ενα μακρόσυρτο γκάρισμα ακούστηκε. Το παιδί πήγε κοντά στο παράθυρο. Ο γάιδαρος φορτωμένος με τρία σακκιά έφτανε από το μονοπάτι. Το χωριό ήταν τρία χιλιόμετρα μακριά από το μύλο. Από πίσω ακολουθούσε ένας γέρος κουτσαίνοντας.

Ο μυλωνάς, μόλις άκουσε γκάρισμα, βγήκε να υποδεχθεί την πελατεία.

Το παιδί πλησίασε στο τραπέζι, πήρε ένα κομμάτι πίτα από το ταψί, πήρε και μερικά χαρτιά από εφημερίδα, τα έβαλε στον κόρφο του, έπειτα βγήκε έξω, τρώγοντας περπάτησε στο πλακόστρωτο και κατέβηκε τα τρία μεγάλα σκαλιά.

Ο μυλωνάς με το γέρο ξεφόρτωναν το ζώο :

«Δεν ίφιρις καλαμπόκι, σαν αλλαφρό μι φαίνιτι.» 

«Αμ΄δεν είνι καλαμπόκι, είνι κριθαρ! κάνα δυό ουκάδις π΄μας έμκαν τουφάγαμι τσ΄μέρεις που μας πέρασαν.»

Το παιδί έφτασε στην άκρη, στο ρέμα. Το νερό σχημάτιζε πλάτωμα, ήταν σαν μια μικρή λίμνη.

Ο γέρος και ο μυλωνάς συζητούσαν ακόμα. 

«Αλήθεια, τα ΄μαθεις τα νέα, στ΄προυτεύουσα πέθανι κόσμους, τούπι του ράδιου.»

«Ναι, μ΄τουπι ου Γιώργους τ΄μπάρμπα Στέλιου, χτες τ΄απόγιουμα.»

«Μεγάλ΄δυστυχία φετους.»

«Δόξα να΄χει ου μεγαλουδύναμους, ιμείς μέχρι τώρα καλά πήγαμι.»

Το παιδί τους έβλεπε, αλλά δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, οι φωνές τους σκεπάζονταν από το βουητό του νερού.

Την προσοχή του τράβηξε μια χελώνα. Είχε ξεμυτίσει να πιει νερό στο ποτάμι. Μόλις την πλησίασε έκρυψε το κεφάλι της στο καβούκι της. Το παιδί την σκούντησε, να βγάλει το κεφάλι της, μ΄ένα ξύλο. Αλλ΄αυτή τίποτα, έκανε την ψόφια. Το παιδί επέμενε, αλλά σαν είδε κι απόειδε, την άφησε ήσυχη.

Ο μυλωνάς στο μεταξύ κουβάλησε τα σακκιά μέσα στο μύλο. Ο γέρος, αφού σιγούρεψε το ζώο, μπήκε κι αυτός μέσα.

Το παιδί ήταν δίπλα στη λίμνη που σχηματιζόταν από το νερό. ΄Εβγαλε απο τον κόρφο του τα χαρτιά. Τα ΄παιρνε ένα-ένα, τα δίπλωνε με τέχνη κι έφτιαχνε βαρκούλες. ΄Εριχνε τις βάρκες στο νερό. Αυτές αρμένιζαν πέρα δώθε, το παιδί ένοιωθε μεγάλη χαρά και γελούσε, όλο γελούσε. Παρατηρούσε σαν εφοπλιστής τα καράβια του και καμάρωνε. Το ρεύμα του νερού τις παρέσυρε, τις έριχνε πάνω σε χαμόκλαδα και βάτα, ήταν φυτρωμένα στις όχθες. ΄Οποια βαρκούλα μπλέκονταν, το παιδί έτρεχε και τη λευτέρωνε.

Η πόρτα του μύλου άνοιξε, ο μυλωνάς με το γέρο βγήκαν κουβαλώντας τα σακκιά με το αλεύρι. Τα φόρτωσαν στο γάιδαρο. Ο γέρος τον έβαλε μπροστά και κούτσα-κούτσα τον ακολούθησε. Το ζώο άφησε ένα γκάρισμα παραπονιάρικο, φωνή διαμαρτυρίας, ο δρόμος ήταν ανήφορος και το φορτίο βαρύ. Το παιδί κοίταγε το γέρο, καλόπιανε το γάιδαρο με χαϊδευτικά λόγια. Τα λόγια τα ΄φερνε πίσω ο αντίλαλος από τη ρεματιά. Ο γέρος μονολογούσε για λίγη ώρα ώσπου χάθηκε στο βάθος του μονοπατιού και το παιδί ούτε τον άκουε ούτε τον έβλεπε τώρα.

΄Αφησε τις βάρκες του, ανέβηκε στο πλακόστρωτο, εκεί είχε άλλα παιγνίδια. Μερικά κουτιά από σπίρτα. Το παιδί έπαιζε με τα σπιρτόκουτα. Τα γέμιζε με πετραδάκια. 

Ξαφνικά σταμάτησε. Καμμιά δεκαριά άνθρωποι έφταναν από το μονοπάτι. Δεν ξανά ΄χε δει τέτοιους ανθρώπους. Φορούσαν κάτι σκούρα πράσινα ρούχα. Μόνο ένας φορούσε ρούχα αλλιώτικα. Αυτός πήγαινε μπροστά, οι άλλοι ακολουθούσαν. Πλησίασαν στο μύλο. Ανέβηκαν τα σκαλιά. Περπάτησαν στο πλακόστρωτο, έφτασαν κοντά στο παιδί.

«Που ΄ναι ο πατέρας σου;» ρώτησε αυτός με τα πολιτικά.

«Μέσα», είπε το παιδί.

«Α! κρύφτηκε στο καβούκι της η χελωνίτσα. Ε! παιδιά πάμε μέσα», είπε εκείνος ο άνθρωπος.

΄Ενας από τους άλλους έβγαλε από την τσέπη του μια σοκολάτα, την έδωσε στο παιδί. Του έδωσε και μια φυσαρμόνικα. Το παιδί την έφερε στα χείλη του και φύσηξε. Η φυσαρμόνικα έβγαλε έναν χαρούμενο ήχο. Το παιδί χαμογέλασε, ήταν χαρούμενο κι ευχαριστημένο για τα δώρα που του έδωσε ο πρασινάνθρωπος. Στο άλλο χέρι κρατούσε τη σοκολάτα. Την ξετύλιξε και άρχισε να την τρώει. ΄Ηταν μισολιωμένη από τη ζέστη. Γέμισαν τα δακτυλά του. Μέσα από το σπίτι ακούγονταν φωνές.

«Λέγε, που πήγαν, τους είδες;»

«΄Οχι.»

«Λες ψέματα, το ξέρουμε, πέρασαν από ΄δω.»

«Δεν ξέρω τίποτα.»

Το παιδί άκουγε τις φωνές σαν σε όνειρο, ήταν παραδομένο στο να γλείφει τα δακτυλά του. Σαν μέσα σε όνειρο άκουσε τη ριπή που έσπασε τη σιωπή της ρεματιάς και έσβησε για λίγο το βουητό του νερού. Τα πουλιά πέταξαν μακριά. Οι ξένοι άνθρωποι βγήκαν από το μύλο κι έφευγαν. Εκείνος που του έδωσε τη φυσασμόνικα του χάιδεψε το κεφάλι. Το παιδί έφερε τη φυσαρμόνικα στα χείλη του. Ακούστηκε ένας θλιβερός ήχος. Κοίταγε τους ανθρώπους που έφευγαν και τραγουδούσαν ρυθμικά : Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά.... 

Μέσα από το μύλο άκουγε τους λυγμούς και τα μοιρολόγια της μάνας του.

΄Ηταν μια ανοιξιάτικη μέρα...

***

Όταν έγραψα αυτό το διήγημα δεν ήξερα τότε ότι ήταν μιά εκδοχή της ιστορίας του παπού μου. Πρώτος μου το είπε ο πατέρας μου όταν το διάβασε και μετά ο νονός μου.

΄Ετσι όπως συνέβησαν τα γεγονότα φαίνεται πως ήταν ένα ατύχημα : Βρέθηκε στην λάθος στιγμή σε λάθος μέρος.

Ορισμένοι αφηγητές των γεγονότων άφηναν να εννοηθεί πως τον σκότωσαν επειδή ήταν κομμουνιστής, ήταν πολιτική δολοφονία. Τα έλεγαν αυτά συγγενείς, μέλη του Κομμουνιστικού κόμματος, που υπέφεραν πολλά δεινά στον Εμφύλιο και μετά στη δεκαετία του πενήντα και αργότερα. Είχαν διωχθεί, εξόριστοι στα νησιά, χρόνια φυλακή, αλλά δεν υπόγραψαν δήλωση, μουλάρια μέχρι το τέλος, πιστοί στη γραμμή του κόμματος, υπέρ του «αγώνα».

Προσπαθούσαν να μας επιρεάσουν, να ενταχθούμε στη δική τους παράταξη, γιατί έπρεπε να τιμήσουμε τη μνήμη του παπού μας.

Τους ακούγαμε, ο αδερφός μου κι εγώ όταν είμασταν μικροί, στην πλατεία της Παλαιοκερασιάς, στο πανηγύρι του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, μετά το τέλος της λειτουργίας λίγο πριν αρχίσουν να λαλάνε τα όργανα.

Αλλά εμείς ξέραμε ήδη όλες τις εκδοχές και δεν μπορούσαν να μας επιρεάσουν τα σχόλια των ψευτοκαθοδηγητών. Ο πατέρας μου διόρθωνε αυτές τις θέσεις των κομμουνιστών, όταν φεύγαμε αργά το απόγευμα καβάλα στα μουλάρια μας, άρχιζε τη δική του αφήγηση για τα γεγονότα. Ντόπιοι κομμουνιστές, που μόλις είχαν ανανήψει, κατηγόρησαν τον παπού ως κομμουνιστή για να σώσουν έναν συγγενή τους που οι ακροδεξιοί Μάυδες τον είχαν δεμένον καταγής.

Οι δεξιοί συγγενείς μας όταν σχολίαζαν την δολοφονία του παπού δεν είχαν καμμιά πρόθεση να επιρεάσουν κανέναν. Αυτοί έλεγαν την αλήθεια, το τόνιζαν πως ήταν αθώος, έπεσε θύμα μιάς άτυχης συγκυρίας και του φανατισμού που είχαν ορισμένα μέλη των ατάκτων επειδή οι κομμουνιστές είχαν σκοτώσει τους συγγενείς τους.

***

Την ημέρα που επρόκειτο να χαθεί ξύπνησε με την ανάμνηση ενός εφιαλτικού ονείρου. Σαν να ήταν στό χωράφι στή Λεύκα δίπλα στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο στην Παλιονίκοβα. Πάνω στίς αιωνόβιες βελανιδιές είχαν μαζευτεί πολλά κοράκια, μάλωναν μεταξύ τους κοάζωντας.

Στο ξύπνημα σκέφτηκε τους πεθαμένους γονείς του.

Εκείνη την ημέρα, 28 Μαΐου 1948, ήταν στην Κάτω Λούτσα με την κόρη του Ερασμία και τον γιό του Αθανάσιο. Τα άλλα παιδιά, ο Απόστολος, η Μαριώ καί η Κωσταντία, είχαν φύγει πριν από μέρες με τη μάνα τους στόν Αχινό, είχαν εκεί σπαρμένα καλαμπόκια σε ενοικιασμένα χωράφια.

Ο ελληνικός τακτικός στρατός, βοηθούμενος από ομάδες ατάκτων τις λεγόμενες Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου, είχε οργανώσει εκκαθαριστικές  επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών στα υψώματα του όρους ΄Ορθρυς.

Οι χωριάτες ειδοποιήθηκαν να συγκεντρωθούν σε περιοχές ελεγχόμενες από τα στρατεύματα διώξεως των ανταρτών. Το κυριώτερο σημείο συγκέντρωσης στην περιοχή ήταν το χωριό Αχινός.

Φόρτωσαν στό γάϊδαρο δύο σακκιά σιτάρι, ήταν τα τελευταία που τους έμεναν από την εσοδεία της περασμένης χρονιάς.

Ο πατέρας μου πρότεινε να κατέβουν όλοι μαζί στ΄Αμπέλια όπου είχαν ένα ελαιοπερίβολο, να περάσουν εκεί τή νύχτα και την επομένη θα έφθαναν στον Αχινό. Τα γελάδια τα είχαν στό Κακοσκάλι, θα τα έπαιρναν μαζί τους. Ο παπούς ήταν σύμφωνος με αυτή την πρόταση.

Οι άτακτοι ακροδεξιοί μαυροσκούφηδες ήταν στό Τσερνοβίτι, έκαναν πλιάτσικο, μάζευαν τά κοπάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, μετά τα οδηγούσαν στην Πελασγία όπου τα πούλαγαν.

«Τράβα πάρε τό φτυάρι νά φύγουμε», είπε ο παπούς.

Πήρε το φτυάρι και μόλις γύρισε ο πατέρας του, βασανισμένος από την έλλειψη τσιγάρου, είχε να καπνίσει τρεις μέρες, έκανε άλλη σκέψη.

«Τράβα εσύ μέ τό κορίτσι στόν Αχινό, εμείς δέν έχουμε τίποτα νά φοβηθούμε, θα πάω τα γελάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο και θα έρθω μετά κάτω, μην έρθετε εσείς απάνω.»

΄Ηταν μιά μέρα ηλιόλουστη, τα πουλιά κελαηδούσαν, τα άνθη μοσχοβολούσαν.

Πήγε ανατολικά πρός τό Κακοσκάλι να μαζέψει τα γελάδια.

Τα παιδιά τράβηξαν νότια προς τ΄Αμπέλια. ΄Ηταν λίγο πριν από το μεσημέρι, η τελευταία φορά που έβλεπαν τον πατέρα τους ν΄ανηφορίζει προς το παλιό χωριό σφυρίζοντας έναν  σκοπό από την Μικρά Ασία : 

« Από τα πολλά που μούχεις καμωμένα, δεν σε θέλω πιά...» 

Χωρίς να το ξέρει πήγαινε να συναντήσει το θάνατο.

***

Έπρεπε να φέρουμε τώρα τα οστά του παπού στο νεκροταφείο να κάνουμε κηδεία με παπά γιατί είχε πάει αδιάβαστος. Τρείς μέρες μετά τη δολοφονία τον είχε βρει ο πατέρας μου. Το σώμα του, μισοφαγωμένο από τα σκυλιά και τα όρνια, χωρίς μάτια, χωρίς γλώσσα και την κοιλιά του ξεσκισμένη με τα εντόσθια έξω.

Τον έθαψε τότε στα γρήγορα, μόνος του, και μόνο την προσευχή, «Βασιλεύ ουράνιε», μπόρεσε να πει, πριν φύγει ο ίδιος ως κληρωτός στις τάξεις του Εθνικού Στρατού να πολεμήσει στο Γράμμο...

Η κηδεία γίνεται την Κυριακή μετά τη Θεία Λειτουργία. Τα οστά μέσα στο φέρετρο πλυμένα με ερυθρόν οίνον Νεμέας. Δίπλα η μοναδική ασπρόμαυρη φωτογραφία του παπού, εικοσιδύο χρονών, με τη στολή του Ελληνικού Στρατού, τον Μάιο του 1922, στην Μικρά Ασία. Το πηλήκιο ελαφρώς ανασηκωμένο απ΄όπου φαίνεται το πλατύ μέτωπο, τα μάτια του στο χρώμα του ουρανού και ο καστανόξανθος αγγιστροειδής μύστακας.

Και μέσα σε όλη την ομορφιά του διακρίνω μιά υποψία παράπονου.

Μόλις ο παπα-Κώστας τελειώνει την ψαλμωδία βγάζω έναν σύντομο λογύδριο. Μιλώ για το άνθος της υπαίθρου, τη νεολαία των αγροτοποιμένων. Πάντα στην πρώτη γραμμή. Τους έντυναν τσολιάδες και τους έστελναν σαν τα πρόβατα στο σφαγείο. Εστιάζω τα γεγονότα στην Μικρασιατική εκστρατεία, την πενταετή στρατιωτική θητεία του παπού, την αιχμαλωσία του από τους Τούρκους. Την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής, για τη δράση του, επιστρατευμένος από το ΕΑΜ, στο μεταγωγικό τμήμα του ΕΛΑΣ.

Στο νεκροταφείο μπροστά στον ανοιγμένο τάφο είναι παραταγμένα τα παιδιά του. Στη μέση ο πατέρας μου, η Ερασμία εκ δεξιών, στ΄αριστερά ο Απόστολος και οι δύο μικρότερες αδερφές.

Πίσω τους εμείς, τα δώδεκα εγγόνια του.

Και όταν οι νεκροθάφτες κατεβάζουν το φέρετρο με τις τριχιές η θεία μου Ερασμία αγγαλιάζει τον πατέρα μου με ραγισμένη φωνή : « Θανάση μου, ο πατέρας μας!» 

Τότε ο αδερφός μου κάνει νόημα στους μουσικούς να πλησιάσουν με τα κλαρίνα. Τους είχε βρει στο Γυφτομαχαλά στη Λαμία. 

«Μόνο δώδεκα κλαρίνα θέλω, είπε στο αρχηγό των Τσιγγάνων, ούτε χάλκινα, ούτε βιολιά και νταούλια.»

Οι οργανοπαίκτες όλοι ίδιοι, μαυριδεροί, ντυμένοι στα μαύρα με ρεπούμπλικες και ψαλιδισμένα μουστάκια. 

Μόλις τα οστά ακουμπούν το χώμα τα κλαρίνα αρχίζουν δυνατά τον δικό τους σπαραγμό : 

«Να ΄χε καεί ο πλάτανος να του ΄πεφταν τα φύλλα...»

Και σαν μιά ομίχλη να σηκώνεται από τα γύρω μνήματα, οι νεκροί εγείρονται όλοι μαζί, ντυμένοι με λαμπριάτικα ενδύματα, έρχονται να υποδεχτούν τον παπού μας.  


ΟΣΤΕΟΦΥΛΑΚΙΟΝ

Όνομα : Κωνσταντίνος

Επώνυμο :  Αλεξόπουλος

Έτος γεννήσσεως : 1900

Όνομα πατρός : Αθανάσιος

Όνομα μητρός : Μαρία Αγραδά

Τόπος  γεννήσεως : Τσερνοβίτι Φθιωτιδοφωκίδος

Έτος θανάτου : 1948

Τόπος θανάτου : Άγιος Κωνσταντίνος Παλαιοκερασιά Φθιώτιδος



mardi 11 mai 2021

Το σπίτι του Ακλάνη

 Όταν φθάνουμε στο χωριό, η Ήβη θέλει σώνει και καλά να πάμε να δούμε το σπίτι του Ακλάνη που το θυμόταν από τότε που ήταν παιδίσκη και δεν είχε πάει να δει πως ήταν μέσα.

Μετά έφυγε στην Αμερική και τώρα εξήντα χρόνια μετά, που επέστρεψε στο χωριό, έμαθε ότι το σπίτι πουλιόταν, το πουλούσαν οι κληρονόμοι γιατί δεν τα εύρισκαν μεταξύ τους να το κρατήσει ένας απ΄αυτούς, έτσι αποφάσισαν να το δώσουν.

Η Ήβη θυμόταν το σπίτι δίπλα στο ποτάμι που κυλούσε στη βορειοανατολική πλευρά του χωριού. Τώρα το ποτάμι το είχαν μπαζώσει αλλά το σπίτι, πέτρινο με ρωμαϊκά κεραμίδια, ήταν εκεί και σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ήβης θα είχε χτιστεί στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Ήθελε να δει πόσα υπνοδωμάτια είχε, εάν είχε κουζίνα, τουαλλέτα, λουτρό, πως ήταν τα τζάκια ή εάν είχαν βάλει, πράγμα απίθανο, κεντρική θέρμανση.

Είμαστε στην πλατεία όπου συναντώ τους παιδικούς μου φίλους οι οποίοι με καλούν να παίξουμε μιά παρτίδα γουρνοπούλες. Είναι άνδρες με λευκά μαλλιά και κυρτά σώματα από την πάροδο του χρόνου.

"Πάω να παίξω", λέω στην Ήβη.

"Μα δεν θα΄ρθεις μαζί μου, ήλπιζα να κάνουμε κάτι μέσα στό  σπίτι του Ακλάνη, θα έχουμε την ευκαιρία, η κλειτορίδα μου χορεύει."

"Εχω τόσα χρόνια να τους δω, λέω δείχνοντας τους γέροντες που προηγούνται με τις πάνινες μπάλες στα χέρια, πήγαινε εσύ να δεις το οίκημα και να βρεθούμε μετά στο ξενοδοχείο."

Φεύγει μόνη της δυσαρεστημένη αλλά σε λίγο επιστρέφει, λέει ότι πίσω από την εκκλησία συνάντησε κάποιον που της είπε για μένα, είχα συναντήσει κρυφά την Κατερίνα, μας είδε που φιλιόμασταν στο παγκάκι.

"Δεν ντρέπεσαι, με την Κατερίνα την υπηρέτριά μας, δεν το χωράει ο νους μου."

"Δεν είναι αλήθεια", απαντώ και καθώς την πλησιάζω να της δώσω εξηγήσεις, την βλέπω να φεύγει αγκαζέ με τον Νίκο Ακλάνη, πρώτος εξάδερφος του θανόντος συζύγου της, πεθαμένος κι αυτός προ δεκαετίας.





 

Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...