Rechercher dans ce blog

samedi 1 février 2025

Ο Πραγματογνώμων

 Μετά την πρωινή συνεδρίαση του ιατρικού συμβουλίου, ο γιατρός Σαμουήλ Λαζενές με προσκαλεί στο γραφείο του και σαν να βλέπω στο προσωπό του μια διάθεση κατηγορίας εναντίον μου, σαν να αφήνει να εννοηθεί πως έχω διαπράξει αδίκημα και ο ίδιος είναι εντεταλμένος από τις αρχές να διεξάγει ένορκη διοικητική εξέταση.

Έχει αφήσει την πόρτα του γραφείου ανοιχτή και καθώς μιλάει για τις δραστηριότητες ενός νοσοκόμου, ονόματι Γιάννης, η καθαρίστρια μπαινοβγαίνει, αδειάζει το καλάθι των αχρήστων, σφουγγαρίζει και μετά ξεσκονίζει το καλοριφέρ. Ο Λαζενές μου λέει καθαρά ότι θεωρεί τον νοσοκόμο μεγάλο μαλάκα εξαιτίας της συμπεριφοράς του: Είχε οδηγήσει ομάδα ασθενών για πολιστική δραστηριότητα στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλεως κι εκεί επιδόθηκε σε καμάκι με τουρίστριες και άφησε τους ασθενείς να περιμένουν άπραγοι όλο το απόγευμα στο καφενείο της πλατείας, πίνοντας μπύρες και φραπέ, ενώ αυτός συμμετείχε σε παρτούζα με τρεις ευτραφείς ξανθές Γερμανίδες. Επειδή κανείς δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τον λογαριασμό, είχαν παραγγείλει δώδεκα φιάλες καμπανίτου, ο ξενοδόχος αναγκάστηκε να καλέσει τις πρώτες βοήθειες. Τους βρήκαν σε κωματώδη κατάσταση και ο Γιάννης με το πέος σε απόλυτη στύση, ώστε είχε αρχίσει να μελανιάζει, σαν να έπασχε από πριαπισμό. Οι αναλύσεις έδειξαν ότι είχε πάρει ικανή ποσότητα viagra.

Δεν καταλαβαίνω γιατί ο Λαζενές μού αφηγείται αυτά τα γεγονότα αφού δεν με αφορούν άμεσα. Λέω ότι ο εν λόγω νοσοκόμος, τον οποίον γνωρίζω καλά (εργαζόμαστε μαζί στην ίδια θεραπευτική ενότητα δέκα συναπτά έτη), έχει μακρόχρονη επαγγελματική εμπειρία, αλλά πιθανόν η συμπεριφορά του να ήταν το αποτέλεσμα αυτού που ο λαός λέει ότι «το μουνί τραβάει καράβι». Υποθέτω πως οι νεαρές Γερμανίδες θα τον βομβάρδισαν με φερομόνες έτσι όπως τον είδαν μελαχρινό, στιβαρό και μυώδη, με τον αγγιστροειδή του μύστακα.

Αισθάνομαι την ανάγκη να αναφέρω στον Λαζενές τη δική μου επαγγελματική εμπειρία και εκθέτω, σαν να κάνω απαγγελία ποιήματος, όλο το curriculum vitae. Τότε η καθαρίστρια κάνει σχόλιο, ρωτάει τον γιατρό μήπως μας ενοχλεί η παρουσία της ένεκα του ότι μιλάμε για εμπιστευτικά και απόρρητα ζητήματα.

«Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα», απαντάει ο Λαζενές, «είναι πολύ ευχάριστη η παρουσία του», εννοώντας εμένα κι εκείνη τη στιγμή, από το παράθυρο του γραφείου, βλέπω τις φλόγες να υψώνονται μέσα στους κάδους των σκουπιδιών στην αυλή του ιδρύματος. Βγαίνω τροχάδην στο διάδρομο όπου αρπάζω έναν κόκκινο πυροσβεστήρα ενώ με την άκρη του ματιού μου εντοπίζω τον Λαζενές να τρέχει πίσω μου καθώς μιλάει στο κινητό του.

Ευτυχώς η φωτιά δεν έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Τραβάω την ασφάλεια και κατευθύνω το λάστιχο καταπάνω στις φλόγες ενώ ακούγονται οι σειρήνες των πυροσβεστικών οχημάτων που πλησιάζουν.

Ο γιατρός Λαζενές έρχεται δίπλα μου και μου λέει χαμηλόφωνα: «Δεν πρόλαβα να σου πω ότι ο εισαγγελέας σε διόρισε πραγματογνώμονα για την υπόθεση του Γιάννη».


*Πρώτη δημοσίευση Διάστιχο 11/12/2016

 

Languiole*

 Είπαν να χωρίσουν αλλά να μείνουν φίλοι. Για το διαζύγιο πήραν τον ίδιο δικηγόρο. Συμφώνησαν να της τ’ αφήσει όλα, τo αυτοκίνητο και το σπίτι. Εάν χρειαζόταν περισσότερα λεφτά ήταν έτοιμος να δίνει διατροφή μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά, ως το τέλος των σπουδών, μέχρι να βρουν δουλειά, να ταχτοποιηθούν.

Στο δικαστήριο η διαδικασία ήταν συνοπτική, η νεαρή γυναίκα δικαστής των οικογενειακών υποθέσεων ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένη, δεν ήταν υποχρεωμένη να πάρει αποφάσεις ούτε για τα παιδιά, ούτε για τη μοιρασιά των περιουσιακών στοιχείων.

Την ημέρα που βγήκε το διαζύγιο έφυγαν μαζί από το δικαστικό μέγαρο. Ήταν Ιούνιος, μια μέρα με λαμπρότατον ήλιο, δεν έκανε ζέστη. Έφαγαν παγωτό στην κεντρική πλατεία της πόλεως, στην καφετέρια όπου είχαν καθίσει αμέτρητες φορές από τα φοιτητικά τους χρόνια και φεύγοντας φιλήθηκαν τρυφερά στα χείλη λες και δεν είχε συμβεί τίποτα.

Μετά ήρθαν οι σχολικές διακοπές. Πρώτη φορά χώρια. Αυτός πήρε τα παιδιά τον Αύγουστο, πήγαν στο νησί, στο πατρικό του σπίτι. Τους μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια, για τον παππού και τη γιαγιά, τα εγκλήματα της Κατοχής και του Εμφυλίου.

Τέλος Σεπτεμβρίου του τηλεφώνησε, ήθελε να τον δει, της έλειπε η οσμή του σώματός του.

Πήγαν στο ξενοδοχείο, να είναι ο χώρος ουδέτερος. Αυτό τους έδωσε τέτοια λιβιδινική ορμή, λες και μόλις είχαν γνωριστεί.

«Έπρεπε να χωρίσουμε για να ξαναβρεθούμε», του είπε καθώς κατέβαιναν τις σκάλες στο Μετρό.

Έτσι μια φορά την εβδομάδα κανόνιζαν να συνουσιάζονται σε δωμάτια ξενοδοχείων.

Την τελευταία φορά που συναντήθηκαν, πριν από τα γεγονότα, έκαναν εξηνταεννιά και είδε το ξυρισμένο αιδοίο, όχι εξ ολοκλήρου, μόνο το τμήμα γύρω από τα μεγάλα χείλη μέχρι τη βάση της κλειτορίδας. Ούτε η οσμή, ούτε η γεύση ήταν ίδια. Άλλη γλώσσα είχε περιηγηθεί εδώ, άλλο πέος είχε αδειάσει τεστοστερόνη. Το σκέφθηκε και το πρόσωπο του σκοτείνιασε, ενώ ένας πονοκέφαλος τον κυρίευσε αρχίζοντας από τον μετωπικό λωβό.

«Τι έχεις;» τον ρώτησε, δήθεν ανώδυνα, ενώ κατάλαβε πως είχε καταλάβει.

Χωρίζοντας δεν ανανέωσαν το ραντεβού, δεν είπαν εις το επανιδείν.

Την επομένη στήθηκε στην καφετέρια, απέναντι από τη δουλειά της, καμουφλαρισμένος με τραγιάσκα και γυαλιά ηλίου. Περίμενε την ώρα που θα σχόλαζε. Την είδε με τον τσιμπητό. Ήταν νεότερός της με λεπτό και μυώδες σώμα. Ζήλεψε καθώς την έβλεπε να τρίβεται πάνω του, να τον φιλά στα χείλη κι αυτός να της χαϊδεύει τους γλουτούς καθώς πήγαιναν προς το σταθμό του Μετρό.

Μετά ήταν σαν υπνωτισμένος δεν θυμάται τι έγινε.

Το μαχαίρι τού το είχε κάνει δώρο όταν είχαν πάει στη νότιο Γαλλία πριν πέντε χρόνια. Ήταν αυθεντικό με αριθμό, με τη μέλισσα και στη λαβή, από ξύλο ελιάς, είχε τον σταυρό των αγροτοποιμένων. Ο πωλητής είχε πει ότι ήταν τόσο καλά ακονισμένο ώστε σε επείγουσα περίπτωση μπορούσε να χρησιμεύσει ως νυστέρι.

Δεν θυμάται πως της έκοψε την καρωτίδα. Πως ο νεαρός εραστής το έβαλε στα πόδια καταπράσινος από το φόβο του. Το αίμα της που χύθηκε όλο στις γκρίζες πλάκες του πεζοδρομίου. Το πολύχρωμο και συμπαγές πλήθος των ανθρώπων. Την προσπάθεια του θυρωρού να σταματήσει την αιμορραγία με το λευκό του υποκάμισο.

Όταν έφθασαν οι πρώτες βοήθειες ήταν ήδη νεκρή.

Δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση στους αστυφύλακες που τον συνέλαβαν.

Τον βλέπω δύο φορές την εβδομάδα στο ιατρικό τμήμα των φυλακών. Τα δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια του. Μου αφηγείται πάντοτε την ίδια ιστορία. Επιμένει στην περιγραφή των ωραίων γλουτών, της οσμής και της γεύσης του αιδοίου.


*Πρώτη δημοσίεση Fractal 18/05/2021

 

dimanche 17 septembre 2023

Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ*

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά

γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια

σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά

και σαν τους κλόουν κωμικά χτυπάτε τα χεράκια. 


*Από την ποιητική συλλογή : Επιμύθια, 1978

samedi 1 avril 2023

Η φωλιά*


 Η φωλιά


Ο αδερφός μου κι εγώ δεν είμασταν κυνηγοί πουλιών, δεν φτιάχναμε παγίδες, ούτε για πουλιά, ούτε για λαγούς. Δεν είχαμε σφεντόνες. Ο πατέρας μας απαγόρευε τέτοια παιχνίδια. Μόνο μιά χρονιά, με βαρύ χειμώνα,  ο γιός του γειτονά μας, είχε το μαντρί του με τα πρόβατα νοτιοδυτικά του Γελαδόγροικου, μας χάρισε μιά παγίδα, την έστησε κάτω από την αμυγδαλιά στην ανατολική πλευρά του κήπου μας. Μαζεύονταν εκεί πολλά σπουργίτια. Ένα μεσημέρι μόλις επιστρέψαμε από το σχολείο είδαμε την παγίδα πεσμένη. Ο αδερφός μου έτρεξε και πήρε ένα σπουργίτι που είχε πιαστεί ζωντανό μέσα στη λακούβα. Το έφερε στο σπίτι. «Άκου πως χτυπάει η καρδιά του, φοβάται», μου είπε και μου το έβαλε στα χέρια.

Αυτός ο ταχύτατος κτύπος της καρδούλας του μικροσκοπικού πτηνού μ΄έκανε να καταλάβω, για πρώτη φορά, την ωμή ανακύκλωση του αιώνιου σύμπαντος.

Το σπουργίτι το αφήσαμε να πετάξει ελεύθερο από το ξύλινο μπαλκόνι. Την παγίδα την έκαψε ο πατέρας μας στο φούρνο.


Σε μιά θυρίδα πάνω από την πόρτα του Αγίου Γεωργίου, τα πουλιά, ήταν μικρά γκρίζα τσοπανάκια, είχαν χτίσει με πηλό τη φωλιά τους. Είχε κυκλικό σχήμα, στην μέση ήταν η τρύπα της εισόδου. Ο αδερφός μου κι εγώ είχαμε ειδική σχέση φιλίας με αυτά τα πουλιά. Έρχονταν στο σπίτι μας, χτυπούσαν με το ράμφος το τζάμι στο παράθυρο του ανατολικού δωματίου που έδινε στο ξύλινο μπαλκόνι, σαν να μας έλεγαν πεινάμε. Τους δίναμε ψίχουλα στον κήπο.

Τα καλοκαίρια, μετά το κλείσιμο του σχολείου, όταν φεύγαμε να πάμε στα γίδια μας στο θερινό μαντροστάσι, τα πουλιά έρχονταν δίπλα στο φούρνο, κελαηδούσαν, μας αποχαιρετούσαν, ήταν σύσωμη η οικογένεια, οι γονείς και τα παιδιά τους.

Και μόλις επιστρέφαμε τον Σεπτέμβριο τότε να δεις χαρές και ν΄ακούσεις κελαϊδίσματα, έδιναν κονσέρτο για μάς.


Τη φωλιά τους τη χάλασε εν μέρει ο Βασίλης ο Λιακαμπάς ένα απόγευμα. Ήταν Οκτώβριος. Παίζαμε μπάλα στην αυλή της εκκλησίας και χωρίς καμμιά αφορμή ο Βασίλης πήρε ένα ραβδί, το έβαλε μέσα στην τρύπα της εισόδου και κατάφερε να καταστρέψει τμήμα της φωλιάς. Έτρεξα καταπάνω του με οργισμένες φωνές, τον τράβηξα προς τα πίσω, κατάφερα να τον απωθήσω σπρωχνοντάς τον προς την έξοδο του αυλόγυρου, δίνοντας του χτυπήματα κατακέφαλα με το ραβδί. Έφυγε τρέχωντας και έκτοτε δεν ξαναπάτησε στον Αϊ-Γιώργη.


Οι δύο αδερφοί Λιακαμπά ήταν πολύ ζωηροί. Κυνηγούσαν τα σκυλιά στο δρόμο, έσφαζαν γάτες με το πριόνι, πείραζαν τα μικρότερα παιδιά. Εμείς, ο Αλέκος Μακαρένκο και ο αδερφός του, ο αδερφός μου κι εγώ, τους φοβόμασταν, ήταν επιθετικοί μαζί μας, μας έβριζαν, μας κορόϊδευαν, μας φοβέριζαν, μας χτυπούσαν. 

Στην πρώτη δημοτικού, είχα ήδη συγκρουστεί με τον Μήτσο γιατί δεν με άφηνε σε ησυχία. Το αποτέλεσμα ήταν να τραυματιστεί στο δεξιό μηρό. Παλεύοντας είχαμε κυλιστεί πάνω σε κοφτερές πέτρες και όπως αυτός βρέθηκε από κάτω σχίστηκε το παντελόνι του, έπαθε εκδορές σε πολλά σημεία, έτρεχε το αίμα, έβαλε τα κλάματα και τρέχοντας πήγε να παραπονεθεί στη μάνα του. Ήρθε να εξηγηθεί με τη δική μου και μετά από αυτό οι Λιακαμπάδες σταμάτησαν να μ΄ενοχλούν αλλά πείραζαν συνέχεια τον Αλέκο μέχρι την τελευταία τάξη του δημοτικού οπότε ως μεγαλύτερος αποφάσισα να επέμβω.

Ο Βασίλης ο Λιακαμπάς ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος αλλά είχε μείνει πέντε χρονιές στην ίδια τάξη, έτσι τελειώσαμε μαζί το δημοτικό.

Ήταν οι διακοπές του Πάσχα, η εβδομάδα μετά την Ανάσταση. Ο Λιακαμπάς από μέρες κορόϊδευε και απειλούσε τον Αλέκο. Τον προκάλεσα σε μονομαχία μπροστά στο σπίτι του Μαλλιά. Του λέω : "Αφού είσαι τόσο μάγκας και πειράζεις τον Αλέκο έλα να παλέψουμε να δούμε πόσο δυνατός είσαι."

΄Ηταν δυνατός αλλά δεν είχε επιθετική τεχνική. Απεναντί του ήμουν αδύναμος, του έριχνα χτυπήματα στο στομάχι και στα πλευρά που δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Δεν μπορούσα να τον χτυπήσω στη μούρη, προφυλασσόταν με τα μεγάλα χέρια του.

Τελικά ο Μαλλιάς μας είπε να σταματήσουμε. Με ανακύρηξε νικητή, αλλά δεν ήμουν ικανοποιημένος, ήθελα να του είχα δώσει γροθιές στη μύτη, στα δόντια, να ματώσουν τα χείλη του, να του είχα μαυρίσει τουλάχιστον ένα μάτι, του άξιζε γιατί πείραζε μικρότερους απ΄αυτόν, αλλά κυρίως ήθελα να του δώσω ένα καλό μάθημα επειδή είχε καταστρέψει την φωλιά των πουλιών.

Τα καϋμένα τα τσοπανάκια βιάζονταν να ξαναχτίσουν τη φωλιά τους, ο χειμώνας πλησίαζε. Είπα στον πατέρα μου να τα βοηθήσουμε, να τους πάμε λάσπη, φτερά από τις κότες, τσάκνα από τις ελιές. Ο πατέρας μου είπε ότι άμα το κάνουμε αυτό τα πουλιά θα φύγουν γιατί τα υλικά θα έχουν τη δική μας οσμή.

Κατάφεραν να την επισκευάσουν μόνα τους κακήν-κακώς και βέβαια δεν ήταν όπως η πρώτη ωραία φωλιά τους.


Οι Λιακαμπάδες μετά το τέλος της τελευταίας χρονιάς του δημοτικού κατέβαιναν σπάνια στο χωριό. Ο πατέρας τους τούς έζωσε κοντά στα αιγοπρόβατα. Θυμάμαι τις οιμωγές τους την τελευταία φορά που τους είδα να τους δέρνει μεθοδικά με το στυλιάρι του τσεκουριού. Να τι είχε συμβεί :

Ήταν Σάββατο απόγευμα όταν μιά ομάδα αξιωματικών του στρατού ξηράς, ντυμένοι με πολιτικά, ήρθαν να φάνε τους περίφημους μεζέδες του Πολύμερου. 

Ένας ταγματάρχης, με μαλλιά που είχαν αρχίσει να γίνονται γκρίζα, είχε μαζί του ένα κυνηγόσκυλο ράτσας. Ήταν ένα ωραίο λεπτό ζαγάρι, μαύρο και καφέ, με μεγάλα αυτιά.

Η παρέα μπήκε στο μαγαζί οσμίζοντας τα ψητά. Το λαγωνικό με τη μουσούδα επί του εδάφους γλίστρησε στην πλατεία, κατευθύνθηκε βορειοανατολικά, πέρασε μπροστά στο σπίτι του συνταγματάρχη Γαβρή, οσμίστηκε λίγο τον σωρό των σκουπιδιών, μετά συνέχισε ανατολικά, έφθασε στη δική μας γειτονιά. Οι αδελφοί Λιακαμπά μόλις το είδαν το πήραν στο κυνηγητό. Το σκυλί τρομαγμένο πέρασε μπροστά στο σπίτι μας, οι Λιακαμπάδες έτρεχαν πίσω του με ουρλιαχτά, το ακολούθησαν στην αυλή της εκκλησίας και μετά μέσα στο παλιό νεκροταφείο, ανάμεσα στους παλιούς τάφους, κάνοντας πολλές φορές το γύρο, ξαφνικά το λαγωνικό σάλταρε τον μαντρότοιχο νότια, τα δύο αγόρια σάλταραν επίσης, ακούραστα, κι ενώ το κυνηγόσκυλο πήρε τον ανήφορο προς τον Γελαδόγροικο και μετά έστριψε αριστερά μέσα στο ρέμα, έφτασαν πίσω του σε απόσταση αναπνοής με τις τρομακτικές φωνές τους, το κυνηγούσαν ακόμα και όταν πήρε το δρόμο προς το χωριό, πέρασε πάλι μπροστά στο σπίτι μας προς την αντίθετη φορά και τα δύο θηρία πάντοτε πίσω του λίγο ακόμη για να το πιάσουν αλλά δεν το ΄φταναν και τότε το σκυλί βρήκε το δρόμο προς την πλατεία πάνω από το σπίτι του Μαλλιά, η γλώσσα του κατακόκκινη να σβαρνιέται καταγής, πέρασε νότια από τον μαντρότοιχο του Αγίου Δημητρίου με τους Λιακαμπάδες να το ακολουθούν μπροστά στο μαγαζί του Δήμου, εκεί το σκυλί έστριψε δεξιά, έφτασε στην πλατεία κι έπεσε στα πόδια του ταγματάρχη, αναίσθητο.

*Πρώτη δημοσίευση περιδικό Δεκατα



jeudi 19 janvier 2023

Πρωτελευταίος σταθμός*

 


Επειδή βήχω εδώ και δυό μέρες ασταμάτητα πίνω μιά κουταλιά σούπας από το σιρόπι που έχω εντός του ψυγείου. Πότε ακριβώς το αγόρασα δεν θυμάμαι, το είχα πάρει για τα παιδιά στη αρχή του Χειμώνα.

΄Ολη νύχτα κοιμήθηκα σαν βόΐδι. Το πρωί είδα κι έπαθα να σηκωθώ και να έχω συνέχεια μιά αίσθηση πως κοιμάμαι ακόμη ενώ είμαι ξυπνητός, σαν να κοιμάται ο μισός εγκεφαλός μου και ο άλλος μισός σαν να είναι ξύπνιος, σαν μεθυσμένος, και πού και πού μιά όρεξη για ύπνο, μιά ακατανίκητη νύστα. 

Κι αντί να πάρω το τραμ, όπως κάνω κάθε μέρα, για να πάω στο νοσοκομείο, προχωρώ μέσα στο τούνελ του Μετρό. «Συγγνώμη», λέω δυνατά, «έκανα λάθος», αλλά το συμπαγές πλήθος με σπρώχνει σιωπηλό στην αποβάθρα όπου περιμένει ο συρμός με τις πόρτες ανοιχτές, μοιάζει με το Μετρό αλλά μπορεί να είναι τρένο, πρώτη φορά το βλέπω. Γεμίζει τίγκα και ξεκινάει ταχύτατα. Κοιτάω να δω τον πίνακα με τους σταθμούς, να υπολογίσω που θα κατέβω, πουθενά πίνακας.

«Που πάμε;» Ρωτώ τους διπλανούς μου.

«Στο λιμάνι!» Μου απαντά ένας κοντός με στολή αγροφύλακα που κάπου τον είχα ξαναδεί.

«Θα πάρουμε το πλοίο για την απέναντι όχθη, έχεις τα ναύλα;»

Εγώ να μην έχω δεκάρα μαζί μου,ενώ όλοι γύρω μου κρατούν ένα κέρμα των δύο ευρώ ανάμεσα στα δάκτυλα του δεξιού χεριού σαν να πρόκειται να ρίξουν κορώνα-γράμματα.

Τότε ο συρμός σταματάει. Πρωτελευταίος σταθμός, αναγγέλουν τα μεγάφωνα, για κατούρημα και πόσιμον ύδωρ.

Οι ταξιδιώτες, διψασμένοι, τρέχουν να πιούν νερό στον ποταμό που περνάει κάθετα στις γραμμές του τρένου. Δεν υπάρχουν αγγεία, μόνο καμμιά πενηνταριά βαρέλες χωρίς πάτο, τις είχαν παρατήσει οι κόρες του Δαναού, πριν από χιλιάδες χρόνια, κατά μήκος της όχθης. Πως να πιείς νερό έτσι. Το πλήθος τρέχει σαν κοπάδι αιγοπροβάτων και όλοι πέφτουν με τα τέσσερα να πιούν. Μετά έρχονται σαν ζαλισμένοι, πέφτουν σε βαθύ ύπνο σαν λήθαργος.

«Με αυτές τις συνθήκες δεν θα πιώ», λέω στον αγροφύλακα, «μπήκα κατά λάθος στο συρμό, δεν έχω εισητήριο, ούτε λεφτά για τα ναύλα.»

«Για να πας στην άλλη αποβάθρα», μου απαντά, «πρέπει να περάσεις μέσα από τα χωράφια με τη σίκαλη. Θέλει πολύ προσοχή, παραμονεύει ένα Πιτ-μπουλ με τρία κεφάλια.»

Μου δίνει μιά σακκούλα με γλυκά.

«Δώστου να φάει κι αν ζυγώσει κοντά ρίζε στο ψαχνό», προσθέτει και μου βάζει στο χέρι ένα προπολεμικό Μπερέτα.

«Κάπου το έχω ξαναδεί αυτό!»

«Το είχε μαζί του ο συνταγματάρχης Γαβρής όταν πέρασε από ΄δω πριν τριάντα έξι χρόνια, πάρτο και τράβα», επιμένει.

«Δεν έχω να σου δώσω κάτι, ως αμοιβή για τον κόπο σου», δηλώνω, αλλά αυτός σαν να περίμενε την αντιδρασή μου λέει : « Έχει πληρώσει ο πατέρας σου για σένα, φύγε τώρα.»

Και τρέχωντας μέσα στη σίκαλη ακούω τα γαυγίσματα που πλησιάζουν, πετάω τα γλυκά, τρέχω και τρέχω και ξυπνώ στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο ΄Ανυδρο όπου οι συγγενείς μου είναι συγγεντρωμένοι, δακρυσμένοι, γύρω μου κι ακούω τον παπά να ψέλνει : 

... Εύρω καγώ την οδόν δια της μετανοίας, το απολωλός πρόβατον εγώ ειμί...

* Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Δεκατα, τεύχος 43, Φθινόπωρο 2015




samedi 28 mai 2022

28 Μαΐου 1948

 



Την ημέρα που επρόκειτο να χαθεί ξύπνησε με την ανάμνηση ενός εφιαλτικού ονείρου. Σαν να ήταν στό χωράφι στή Λεύκα δίπλα στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο στην Παλιονίκοβα. Πάνω στίς αιωνόβιες βελανιδιές είχαν μαζευτεί πολλά κοράκια, μάλωναν μεταξύ τους κοάζωντας.
Στο ξύπνημα σκέφτηκε τους πεθαμένους γονείς του.
Εκείνη την ημέρα, 28 Μαΐου 1948, ήταν στην Κάτω Λούτσα με την κόρη του Ερασμία και τον γιό του Αθανάσιο. Τα άλλα παιδιά, ο Απόστολος, η Μαριώ καί η Κωσταντία, είχαν φύγει πριν από μέρες με τη μάνα τους στόν Αχινό, είχαν εκεί σπαρμένα καλαμπόκια σε ενοικιασμένα χωράφια.
Ο ελληνικός τακτικός στρατός, βοηθούμενος από ομάδες ατάκτων τις λεγόμενες Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου, είχε οργανώσει εκκαθαριστικές  επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών στα υψώματα του όρους ΄Ορθρυς.
Οι χωριάτες ειδοποιήθηκαν να συγκεντρωθούν σε περιοχές ελεγχόμενες από τα στρατεύματα διώξεως των ανταρτών. Το κυριώτερο σημείο συγκέντρωσης στην περιοχή ήταν το χωριό Αχινός.

Φόρτωσαν στό γάϊδαρο δύο σακκιά σιτάρι, ήταν τα τελευταία που τους έμεναν από την εσοδεία της περασμένης χρονιάς.
Ο Αθανάσιος πρότεινε να κατέβουν όλοι μαζί στ΄Αμπέλια όπου είχαν ένα ελαιοπερίβολο, να περάσουν εκεί τή νύχτα και την επομένη θα έφθαναν στον Αχινό. Τα γελάδια τα είχαν στό Κακοσκάλι, θα τα έπαιρναν μαζί τους. Ο παπούς ήταν σύμφωνος με αυτή την πρόταση.
Οι άτακτοι ακροδεξιοί μαυροσκούφηδες ήταν στό Τσερνοβίτι, έκαναν πλιάτσικο, μάζευαν τά κοπάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, μετά τα οδηγούσαν στην Πελασγία όπου τα πούλαγαν.
«Τράβα πάρε τό φτυάρι νά φύγουμε», είπε ο παπούς.
Πήρε το φτυάρι και μόλις γύρισε ο πατέρας του, βασανισμένος από την έλλειψη τσιγάρου, είχε να καπνίσει τρεις μέρες, έκανε άλλη σκέψη.
«Τράβα εσύ μέ τό κορίτσι στόν Αχινό, εμείς δέν έχουμε τίποτα νά φοβηθούμε, θα πάω τα γελάδια στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο και θα έρθω μετά κάτω, μην έρθετε εσείς απάνω.»
΄Ηταν μιά μέρα ηλιόλουστη, τα πουλιά κελαηδούσαν, τα άνθη μοσχοβολούσαν.
Πήγε ανατολικά πρός τό Κακοσκάλι να μαζέψει τα γελάδια.
Τα παιδιά τράβηξαν νότια προς τ΄Αμπέλια. ΄Ηταν λίγο πριν από το μεσημέρι, η τελευταία φορά που έβλεπαν τον πατέρα τους ν΄ανηφορίζει προς το παλιό χωριό σφυρίζοντας έναν  σκοπό από την Μικρά Ασία : 
« Από τα πολλά που μούχεις καμωμένα, δεν σε θέλω πιά...» 
Χωρίς να το ξέρει πήγαινε να συναντήσει το θάνατο.

***

΄Ετσι όπως συνέβησαν τα γεγονότα φαίνεται πως ήταν ένα ατύχημα : Βρέθηκε στην λάθος στιγμή σε λάθος μέρος.
Ορισμένοι αφηγητές των γεγονότων άφηναν να εννοηθεί πως τον σκότωσαν επειδή ήταν κομμουνιστής, ήταν πολιτική δολοφονία. Τα έλεγαν αυτά συγγενείς μας, μέλη του Κομμουνιστικού κόμματος, που υπέφεραν πολλά δεινά στον Εμφύλιο και μετά στη δεκαετία του πενήντα και αργότερα. Είχαν διωχθεί, εξόριστοι στα νησιά, χρόνια φυλακή, αλλά δεν υπόγραψαν δήλωση, μουλάρια μέχρι το τέλος, πιστοί στη γραμμή του κόμματος, υπέρ του «αγώνα», με το όπλο παρά πόδα.
Προσπαθούσαν να μας επηρεάσουν, να ενταχθούμε στη δική τους παράταξη, γιατί έπρεπε να τιμήσουμε τη μνήμη του παπού μας.
Τους ακούγαμε, ο αδερφός μου κι εγώ όταν είμασταν μικροί, στην πλατεία της Παλαιοκερασιάς, στο πανηγύρι του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, μετά το τέλος της λειτουργίας λίγο πριν αρχίσουν να λαλάνε τα όργανα.
Αλλά εμείς ξέραμε ήδη όλες τις εκδοχές και δεν μπορούσαν να μας επηρεάσουν τα σχόλια των ψευτοκαθοδηγητών. Ο πατέρας μου διόρθωνε αυτές τις θέσεις των κομμουνιστών, όταν φεύγαμε αργά το απόγευμα καβάλα στα μουλάρια μας, άρχιζε τη δική του αφήγηση για τα γεγονότα. Ντόπιοι κομμουνιστές, που μόλις είχαν ανανήψει, κατηγόρησαν τον παπού ως κομμουνιστή για να σώσουν έναν συγγενή τους που οι ακροδεξιοί Μάυδες τον είχαν δεμένον καταγής.
Οι δεξιοί συγγενείς μας όταν σχολίαζαν την δολοφονία του παπού δεν είχαν καμμιά πρόθεση να επηρεάσουν κανέναν. Αυτοί έλεγαν την αλήθεια, το τόνιζαν πως ήταν αθώος, έπεσε θύμα μιάς άτυχης συγκυρίας και του φανατισμού που είχαν ορισμένα μέλη των ατάκτων επειδή οι κομμουνιστές είχαν σκοτώσει τους συγγενείς τους.

(Απόσπασμα)

vendredi 1 avril 2022

Η διασκέδαση των ηρώων

 ΄Ηταν νέοι άνδρες πιλότοι πολεμικών αεροσκαφών, διωκτικών και βομβαρδιστικών. Τον θάνατο τον αψηφούσαν, δεν ήλπιζαν να ζήσουν, σκοπός τους ήταν ο πόλεμος κατά του ναζισμού. Όσοι επέστρεφαν σώοι από αποστολή τότε ζούσαν μέχρι την επόμενη αναχώρηση. Εμάχοντο κατά της θλίψης, το πένθος για τους χαμένους συντρόφους.

Ο Τσώρτσιλ είχε δώσει διαταγές : ΄Αφθονο ουΐσκυ, χαρούμενη μουσική με ρυθμό αισιοδοξίας και γυναίκες με τη σέσουλα. Να επιστρατευτούν όλα τα μπουρδέλα, να βρεθούν εθελόντριες, να εργάζονται στις λέσχες των πιλότων.
΄Ηταν νέοι άνδρες, ΄Αγγλοι, Γάλλοι, Αμερικάνοι και λίγοι ΄Ελληνες εκ Πειραιώς ορμόμενοι.
΄Οσοι σώθηκαν, χρόνια αργότερα, γερόντια, βετεράνοι, εθελοντές ξεναγοί στο αεροπορικό μουσείο, με νοσταλγία και υγρά μάτια, αφηγούνται τις σεξουαλικές επιδόσεις της νεοτητός των.





Ο Πραγματογνώμων

  Μετά την πρωινή συνεδρίαση του ιατρικού συμβουλίου, ο γιατρός Σαμουήλ Λαζενές με προσκαλεί στο γραφείο του και σαν να βλέπω στο προσωπό το...