Είπαν να χωρίσουν αλλά να μείνουν φίλοι. Για το διαζύγιο πήραν τον ίδιο δικηγόρο. Συμφώνησαν να της τ’ αφήσει όλα, τo αυτοκίνητο και το σπίτι. Εάν χρειαζόταν περισσότερα λεφτά ήταν έτοιμος να δίνει διατροφή μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά, ως το τέλος των σπουδών, μέχρι να βρουν δουλειά, να ταχτοποιηθούν.
Στο δικαστήριο η διαδικασία ήταν συνοπτική, η νεαρή γυναίκα δικαστής των οικογενειακών υποθέσεων ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένη, δεν ήταν υποχρεωμένη να πάρει αποφάσεις ούτε για τα παιδιά, ούτε για τη μοιρασιά των περιουσιακών στοιχείων.
Την ημέρα που βγήκε το διαζύγιο έφυγαν μαζί από το δικαστικό μέγαρο. Ήταν Ιούνιος, μια μέρα με λαμπρότατον ήλιο, δεν έκανε ζέστη. Έφαγαν παγωτό στην κεντρική πλατεία της πόλεως, στην καφετέρια όπου είχαν καθίσει αμέτρητες φορές από τα φοιτητικά τους χρόνια και φεύγοντας φιλήθηκαν τρυφερά στα χείλη λες και δεν είχε συμβεί τίποτα.
Μετά ήρθαν οι σχολικές διακοπές. Πρώτη φορά χώρια. Αυτός πήρε τα παιδιά τον Αύγουστο, πήγαν στο νησί, στο πατρικό του σπίτι. Τους μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια, για τον παππού και τη γιαγιά, τα εγκλήματα της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Τέλος Σεπτεμβρίου του τηλεφώνησε, ήθελε να τον δει, της έλειπε η οσμή του σώματός του.
Πήγαν στο ξενοδοχείο, να είναι ο χώρος ουδέτερος. Αυτό τους έδωσε τέτοια λιβιδινική ορμή, λες και μόλις είχαν γνωριστεί.
«Έπρεπε να χωρίσουμε για να ξαναβρεθούμε», του είπε καθώς κατέβαιναν τις σκάλες στο Μετρό.
Έτσι μια φορά την εβδομάδα κανόνιζαν να συνουσιάζονται σε δωμάτια ξενοδοχείων.
Την τελευταία φορά που συναντήθηκαν, πριν από τα γεγονότα, έκαναν εξηνταεννιά και είδε το ξυρισμένο αιδοίο, όχι εξ ολοκλήρου, μόνο το τμήμα γύρω από τα μεγάλα χείλη μέχρι τη βάση της κλειτορίδας. Ούτε η οσμή, ούτε η γεύση ήταν ίδια. Άλλη γλώσσα είχε περιηγηθεί εδώ, άλλο πέος είχε αδειάσει τεστοστερόνη. Το σκέφθηκε και το πρόσωπο του σκοτείνιασε, ενώ ένας πονοκέφαλος τον κυρίευσε αρχίζοντας από τον μετωπικό λωβό.
«Τι έχεις;» τον ρώτησε, δήθεν ανώδυνα, ενώ κατάλαβε πως είχε καταλάβει.
Χωρίζοντας δεν ανανέωσαν το ραντεβού, δεν είπαν εις το επανιδείν.
Την επομένη στήθηκε στην καφετέρια, απέναντι από τη δουλειά της, καμουφλαρισμένος με τραγιάσκα και γυαλιά ηλίου. Περίμενε την ώρα που θα σχόλαζε. Την είδε με τον τσιμπητό. Ήταν νεότερός της με λεπτό και μυώδες σώμα. Ζήλεψε καθώς την έβλεπε να τρίβεται πάνω του, να τον φιλά στα χείλη κι αυτός να της χαϊδεύει τους γλουτούς καθώς πήγαιναν προς το σταθμό του Μετρό.
Μετά ήταν σαν υπνωτισμένος δεν θυμάται τι έγινε.
Το μαχαίρι τού το είχε κάνει δώρο όταν είχαν πάει στη νότιο Γαλλία πριν πέντε χρόνια. Ήταν αυθεντικό με αριθμό, με τη μέλισσα και στη λαβή, από ξύλο ελιάς, είχε τον σταυρό των αγροτοποιμένων. Ο πωλητής είχε πει ότι ήταν τόσο καλά ακονισμένο ώστε σε επείγουσα περίπτωση μπορούσε να χρησιμεύσει ως νυστέρι.
Δεν θυμάται πως της έκοψε την καρωτίδα. Πως ο νεαρός εραστής το έβαλε στα πόδια καταπράσινος από το φόβο του. Το αίμα της που χύθηκε όλο στις γκρίζες πλάκες του πεζοδρομίου. Το πολύχρωμο και συμπαγές πλήθος των ανθρώπων. Την προσπάθεια του θυρωρού να σταματήσει την αιμορραγία με το λευκό του υποκάμισο.
Όταν έφθασαν οι πρώτες βοήθειες ήταν ήδη νεκρή.
Δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση στους αστυφύλακες που τον συνέλαβαν.
Τον βλέπω δύο φορές την εβδομάδα στο ιατρικό τμήμα των φυλακών. Τα δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια του. Μου αφηγείται πάντοτε την ίδια ιστορία. Επιμένει στην περιγραφή των ωραίων γλουτών, της οσμής και της γεύσης του αιδοίου.
*Πρώτη δημοσίεση Fractal 18/05/2021
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire