vendredi 7 août 2020

Κουρδισμένα βιολιά

...ην δε ο Ιωάννης ενδεδυμένος τρίχας καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού, και εσθίων ακρίδας και μέλι άγριον...

                                                    ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ  6


Είμαι στο ρέμα με τις λυγαριές μπροστά στο σπίτι μας. Είναι πρωί μετά την ανατολή του ηλίου. Βαδίζω μέσα στην απόλυτη ησυχία, δεν ακούγονται ούτε βελάσματα αιγοπροβάτων, ούτε γαυγίσματα σκυλιών, ούτε γκαρίσματα από τα γαιδούρια της γειτονιάς. Μόνο τα τζιτζίκια δειλά-δειλά τολμούν και κουρδίζουν τα βιολιά τους.

Αίφνης ακούγεται η θρηνώδης φωνή του Καζαντζίδη : ...θα σου κλείσω το στόμα με χίλια φιλιά και ας παν στην ευχή τα παλιά...

Ο Γιάννης ο Μαλλιάς έβαλε πάλι σε ενέργεια το ηλεκτρόφωνο. Κι εγώ που ήλπιζα να περάσω ήσυχες διακοπές στο χωριό.

Ανεβαίνω στο δρόμο. Πηγαίνω εκνευρισμένος προς το σπίτι του Μαλλιά να του κάνω συστάσεις να σταματήσει να βάζει τόσο δυνατά μουσική τον Ιούλιο, όσο θα μείνω εδώ, μετά ας κάνει όπως νομίζει. ΄Αμα δεν αλλάξει συμπεριφορά είμαι ικανός να φέρω την αστυνομία.

Προχωρώντας σκέφτομαι πως ο Γιάννης πέθανε πριν απο δέκα χρόνια και πως γίνεται να βάζει τραγούδια της νεοτητός του; Μήπως αναστήθηκε;

Τον βλέπω όρθιο μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού του, λευκός σαν σεντόνι, γερασμένος, είναι ντυμένος με ακατέργαστα δέρματα αιγοπροβάτων. Με κοιτάζει με έκπληξη και σαν να μου λέει πως φεύγει σε λίγο με το λεωφορείο. Θα πάει να το περιμένει στο καφενείο του Πολύμερου.




 

dimanche 2 août 2020

΄Ολοι θα ζήσουμε...

Καθώς ξυρίζομαι το πρωί  σκέφτομαι την οικονομική κατάσταση και τους περιορισμούς που επέβαλε η κυβέρνηση μετά το κλείσιμο των τραπεζών. Και ξαφνικά μέσα στη σκέψη μου στροβιλίζει ένα τραγουδάκι του Γιώργου Κοινούση : 
«΄Ολοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε κι εσύ με τα πολλά και ΄μεις με τα λίγα...»
Που το θυμήθηκα αυτό τώρα μετά από σαρανταδύο χρόνια. Τον θυμάμαι το 1973 στο κανάλι των Ενόπλων Δυνάμεων να το τραγουδά με μακρύ μαλλί, παντελόνι καμπάνα και πουκάμισο ανοιχτό, χωρίς γραβάτα. ΄Ηταν μια σπίθα αντίστασης, σαν κωδικοποιμένο μήνυμα ελπίδας, αυτή η μελωδία μαζί με την «Αφιλότιμη» που τραγουδούσε ο Διονυσίου. 
Μετά έγιναν τα επεισόδια στο Πολυτεχνείο και οχτώ μήνες αργότερα με τα γεγονότα του Ιουλίου τα ραδιόφωνα ξέρναγαν συνέχεια τα εμβατήρια του Θεοδωράκη : 
«Το παλικάρι έχει καϋμό κι εγώ στα μάτια το κοιτώ... 
Είμαστε δυό, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς...»
«Όλοι θα ζήσουμε...», σιγοτραγουδώ και στήνομαι στην ουρά για να πάρω τα εξήντα ευρώ που δικαιούμαι από το αυτόματο μηχάνημα.
Γύρω μου βλέπω θλιμμένα πρόσωπα, ορισμένοι σαν να δακρύζουν από την πολλή ανησυχία.
Τότε προς το τέλος της ουράς ακούγεται το τραγούδι του Κοινούση : 
«...εμείς δεν είχαμε χαρτί και ΄σύ είχες το Ρήγα, όλοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε...»
Πρόκειται για μιά ντουζίνα συνταξιούχων πενηνταπεντάρηδων με ξυρισμένα κρανία και γενειάδες ορθόδοξων ιερέων. Κάνουν χορευτικές κινήσεις ψάλλοντες :  
«Όλοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε...»
«Να που δεν τον θυμάμαι μόνον εγώ τον Κοινούση», σκέφτομαι. Η γενιά μου έχει τις ίδιες αναμνήσεις. 
Ένα σούσουρο γίνεται μεταξύ αυτών που προηγούνται και βρίσκονται πιο κοντά στο αυτόματο μηχάνημα αναλήψεως. Το μηχάνημα άδειασε, δεν δίνει πλέον χαρτονομίσματα.
Το πολύχρωμο πλήθος των πολιτών κατευθύνεται ορυμαγδόν προς την απέναντι πλευρά της πλατείας όπου υπάρχει υποκατάστημα άλλης τράπεζας. Οι πενηνταπεντάρηδες συνταξιούχοι ακολουθούν άδοντες : 
«Τα παιδιά τα παιδιά τα φιλαράκια τα καλά τα σνομπάρεις κι ούτε δίνεις σημασία πια καμμιά. Όλοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε...»



lundi 20 juillet 2020

Αναμνηστικό

Ιούλιος 1974, εγώ φύλαγα τα γίδια, τη μιά μέρα τα πήγαινα στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, την άλλη στην Αγιά Σωτήρω. Εκείνο το απόγευμα αφού σκάρισαν από το στάλο, ήπιαν νερό στη βρύση στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, ανηφόρισαν προς τα Βάτα. Αφού άναψα τα καντήλια στην εκκλησία, τ΄ακολούθησα σιγοσφυρίζοντας ένα τραγουδάκι : 

«Μιλησέ μου, μιλησέ μου μόνο στ΄ονειρό μου σε φιλώ...»

Μόλις φθάνω στη θέση Λιοτρίβι ακούω γυναικεία κλάματα, βλέπω τρεις γυναίκες να βαδίζουν γρήγορα στη θέση Πουρνάρι με κατεύθυνση προς το χωριό. Υπέθεσα πως κάποιος είχε πεθάνει, αμέριμνος έφθασα στην καλύβα μας στη Λούτσα. 
Η γιαγιά μου είχε πήξει γιαούρτι όπως κάθε μέρα. Τρώγοντας, άνοιξα το ραδιόφωνο. Τότε άκουσα τα εμβατήρια και τις ψαλμωδίες του Μίκυ Θεοδωράκη : 
 
«Το παληκάρι έχει καϋμό και ΄γω στα μάτια το κοιτώ...» 
«Είμαστε δυό, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς...»
«Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ..». 

Κατά διαστήματα σύντομο δελτίο ειδήσεων. Οι Τούρκοι είχαν σαλτάρει στην Κύπρο, είχε κηρυχθεί γενική επιστράτευση, γινόταν πόλεμος.
Ανέβηκα στην κορυφή του υψώματος, από ΄κει αγνάντεψα ολόκληρη την κοιλάδα. Εκατοντάδες εκατοντάδων στρατιωτικά οχήματα πέρναγαν στην νέα εθνική οδό με κατεύθυνση τα σύνορα στη βόρειο Ελλάδα. 
Επιστρατεύθηκαν όλοι οι άνδρες από δεκαοχτώ μέχρι εξήντα πέντε χρονών. ΄Ολοι βοηθούσαν να βγει το πολεμικό υλικό από τις αποθήκες μέσα στον ελαιώνα. Οι στρατιωτικοί ήθελαν να προλάβουν ενδεχόμενο βομβαρδισμό των στρατιωτικών εγκαταστάσεων.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών έπεσε. Ο Καραμανλής σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητος. ΄Ενας υπουργός, ο Γεώργιος Μαύρος, ζητούσε με επιμονή να τιμωρηθούν άπαντες οι συνεργάτες της δικτατορίας, μέχρι τον τελευταίο κοινοτάρχη. 
Ο Νητσάκος και η παρέα του κυκλοφορούσαν μουδιασμένοι, έδειχναν πρωτοφανή ζήλο, αληθινοί χαμαιλέοντες, να βοηθήσουν, να μαζέψουν τρόφιμα, ρουχισμό και όλα τα χρειαζούμενα για τους επιστρατευμένους πολίτες.
Τελικά ούτε δικάστηκαν, ούτε τιμωρήθηκαν, με θρασύτητα έθεσαν υποψηφιότητα για τις δημοτικές εκλογές. Ο Καραμανλής δεν ήθελε να προκαλέσει νέα διχόνοια και διχασμό στο τραυματισμένο έθνος.


dimanche 12 juillet 2020

Το πανηγύρι*

΄Ηταν χτισμένο σε λόφο αγναντερό. Εκατόν σαραντατρία δρασκήλια νότια από τη βρύση με τις πέτρινες πελεκητές ποτίστρες. ΄Ενα χτίσμα παμπάλαιο. Μιά ξεφτισμένη εικόνα είχε μιά παλιά χρονολογία. Στους τοίχους ήταν φανερά τα σημάδια από τα μαστιγώματα της βροχής και του ανέμου. Οι πέτρινες πλάκες της σκεπής ήταν αυλακωμένες. Η πόρτα και τα παράθυρα ήταν καινούργια, σιδερένια. Το όνομα του δωρητή γραμμένο με μεγάλα γράμματα. Η σανιδένια παλιόπορτα και τα ξύλινα παράθυρα ήταν πεταμένα δίπλα στη ρίζα μιας βασιλικής δρυός. Χιλιοτρυπημένα απο τις σφαίρες. Τον καιρό της κλεφτουργιάς και αργότερα στον καιρό της Κατοχής και του Εμφυλίου, δώθηκαν μάχες εδώ. Τα ξυλόγλυπτα μανουάλια μισοκαμμένα ήταν ριγμένα δίπλα στους θάμνους. Εδώ μαζεύονταν οι άνθρωποι τα χρόνια τα παλιά, το κατακαλόκαιρο, τον Αλωνάρη, γιόρταζαν του Αϊ-Λια τη χάρη. Το πανηγύρι κράταγε τρεις μέρες. ΄Ερχονταν απ΄όλα τα χωριά. Αγροτοποιμένες, χωριάτες, Βλάχοι, αντάμωναν όλοι μαζί. Μετά τη λειτουργία γλεντοκόπαγαν. Είχαν κλαρίνα, βιολιά, ταμπούρλα. Φόραγαν φουστανέλλες, τσαρούχια, σελάχια όπου είχαν τα πιστόλια και τα χατζάρια. Οι γυναίκες φόραγαν μαντήλια πολύχρωμα, λευκά μεταξωτά πουκάμισα, ζακέτες υφαμένες με ζηλευτή τέχνη. Από τον θόρυβο του γλεντιού πρόγκαγαν τα κοπάδια και όλα τα ζουλάπια. Γαύγιζαν σαν ζαγάρια οι σταυραετοί.΄Ομως το γλέντι συνεχιζόταν. Συχνά γίνονταν παρεξηγήσεις, μεθυσμένοι νεαροί μαχαιρώνονταν, όμως δεν έπεφτε ποτέ τουφεκιά. Φοβόντουσαν τον ΄Αγιο, να μην ξυπνήσει. Τα βλέμματα αγρίευαν, πέταγαν σπίθες, τα χέρια έπιαναν τις λαβές των μαχαιριών, βάδιζαν αργά, απειλητικά. Τότε πετάγονταν απάνω ο παπάς. ΄Υψωνε τα χέρια με φωνή : «Σταθείτε αδέρφια!» Τους έλεγε τον βίο του Αγίου, πως από ψαράς έγινε ορειβάτης. Σταμάταγαν όλοι τότε, τον άκουγαν με προσοχή, μ΄ευλάβεια και φόβο. Ο παπάς συνέχιζε βλοσυρός : «Καθείστε φρόνιμα, θέλετε να φανεί με το κάρρο του και να σας πετσοκόψει; ησυχάστε, πιαστείτε και χορέψτε.»
΄Αρχιζαν πάλι να λαλάνε τα όργανα, οι λεβέντες χοροπήδαγαν, καμάρωναν οι μανάδες, έστριβαν τα μουστάκια τους οι πατεράδες. Τα κορίτσια κοίταγαν κρυφά, με χτυποκάρδι.Οι πατεράδες των παληκαριών διάλεγαν ποιά θα πάρουν νύφη για το γυιό τους κι άμα τα συμφώναγαν για το μέγεθος της προίκας, έκαναν την αναγγελία των αρραβώνων. Το γλέντι τότε φούντωνε, έπαιρνε άλλον χαρακτήρα.

΄Ετσι και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, κόσμος φάνηκε ν΄ανηφορίζει στο δασικό χωματόδρομο.
Τ΄αυτοκίνητα βογγομανούσαν στον ανήφορο. ΄Αλλοι σε γιωταχί, άλλοι σε αγροτικά, άλλοι σε καρότσες που τις τράβαγαν δυναμικά τρακτέρ.
Ο Κάνουρας σάλταρε σε μια καρότσα μαζί με άλλους πανηγυριώτες. Στα χέρια του τυλιγμένο, σε ένα πανί, είχε το κλαρίνο του παπού του. ΄Ηταν χαρούμενος, θα τους έβαζε όλους κάτω, μαγνητόφωνα και πικ-απ, ήταν σίγουρος.
΄Εφτασαν και ξεπέζεψαν κάτω από τις βασιλικές δρυς. Στον χοντρόν ίσκιο έστρωσαν χαλιά, ψάθες, τραπεζομάνδηλα. Πρώτη φορά έρχονταν εδώ. Συμφώνησαν όλοι από τα γύρω χωριά να ξαναζωντανέψουν το παλιό έθιμο. ΄Ανδρες, γυναίκες γέροι και παιδιά.΄Ηταν κι άλλοι με σορτσάκια, βρώμικοι, μακρυμάλλιδες, με σκουλαρίκια στις μύτες, στα φρύδια και στ΄αυτιά, με πολύχρωμα πουκάμισα και ξεβαμμένα παντελόνια. Οι γριές και τα γερόντια ήταν μέσα στην εκκλησία. Παρακολουθούσαν τον παπά που λειτουργούσε : «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρινικά και καλήν απολογίαν...»
Οι ψάλτες τραγουδούσαν σε διαφορετικό σκοπό ο καθένας, άλλος σε μοντέρνο ευρωπαϊκό, άλλος σε δημοτικό, άλλος σε βαρύ λαϊκό αμανέ. Ο παπάς τους αγριοκοίταξε, τους έκανε νοήματα να μονοιάσουν. ΄Εξω από την εκκλησία οι προσκυνητές έκαναν βόλτες. Συζητούσαν για την πολιτική κατάσταση, τον καιρό, το ποδόσφαιρο, την παγκόσμια συναδέλφωση. Παντού ακούγονταν οι λέξεις : "Δοξασμένος να είναι".
Ο Κάνουρας έπαιρνε βαθειές ανάσες να καθαρίσουν τα πνευμόνια του, μόλις τελείωνε η λειτουργία να είναι έτοιμος. ΄Ετριβε τα χέρια του ικανοποιημένος.
Οι γονείς είχαν φτιάξει κούνιες δεμένες σταθερά από θεόρατες βελανιδιές. Δυό παιδιά έπεσαν. ΄Εκλεγαν γοερά και οι μανάδες τους τα παρηγορούσαν λέγωντας : «Να ο νονός σου, ο νονός σου με τα δώρα...»
Στο μεταξύ οι πανηγυριώτες μάζεψαν ξύλα και άναψαν μεγάλες φωτιές. Αρνιά και κατσίκια άφηναν την τελευταία τους πνοή βελάζωντας. Επιδέξιοι εκδοροσφαγείς τα κρέμαγαν στις πουρνάρες. Οι ξύλινες σούβλες από κέδρο περίμεναν έτοιμες. Μόλις έγινε θράκα όλοι με τη σειρά γύριζαν τους οβελίες. Οι μακρυμάλλιδες μαζεύτηκαν σαν μύγες, οσμίζονταν με όρεξη.
Μόλις τελείωσε ο παπάς τον αγιασμό ρίχτηκαν όλοι με τα μούτρα στο φαΐ. ΄Επιναν μπύρες, κρασιά και αναψυκτικά. Αφού απόφαγαν μπήκαν στο χορό.
Ο Κάνουρας ξεφάσκιωσε το κλαρίνο ταχύτατα και φυσούσε με δύναμη. Ακούστηκε κάτι σαν κλάμα, ύστερα σκεπάστηκε από τα ηχεία, κάθε παρέα είχε το δικό της μηχάνημα, τα περισσότερα στερεοφωνικά. Δημοτικά, ρεμπέτικα, λαϊκά, ποπ, ροκ, ντίσκο, μπλουζ, τζαζ, ραπ. ΄Ολα ανακατεμένα.
Φύσηξε δυνατώτερα, έγινε κατακκόκινος, ιδρωκόπησε. Πάλι τίποτα. Νευριασμένος πέταξε το κλαρίνο πάνω στα μεγάλα πουρνάρια κι έφυγε κλαίοντας. Το όργανο στάθηκε στα κλωνάρια.
Κανένας δεν τον πρόσεχε, ήταν αφοσιωμένοι στα πηδήματα και στα κουνήματα, άλλοι σφιχταγκαλιασμένοι χόρευαν ευτυχείς.

Το βράδυ έφυγαν όλοι, ούτε σκυλί δεν έμεινε. Το φως του φεγγαριού φώτιζε το χώρο γύρω από την εκκλησία. ΄Ηταν πολλά χαρτιά λαδωμένα, πεταμένα, βρώμικα. Κόκκαλα, κονσερβοκούτια, αποτσίγαρα. 
Ησυχία.

*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Φθιωτική Σκέψη, Απρίλιος 1979.



samedi 6 juin 2020

Φιλοξενία*

Ο Γιασίν είχε φοβερή τύχη στα τυχερά παιγνίδια. Κέρδιζε συνέχεια. Αλλά δεν μπορούσε να μώσει μία. "Ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα",  έλεγε η μάνα του, όσο ήταν ακόμη εν ζωή. Τον συμβούλευε να βρει μιά δουλειά να κερδίζει τη ζωή του, να πάει να παρακαλέσει σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, πολιτικούς, στρατιωτικούς και θρησκευτικούς παράγοντες, μήπως τον βάλλουν σε μια θέση, να πιαστεί από την κρικέλα του κράτους. 
Του έλεγε να βρει μιά γυναίκα με προίκα να τον παντρευτεί. Τίποτα αυτός, δεν ήθελε ούτε τον ζυγό της εργασίας, ούτε τις υποχρεώσεις του έγγαμου βίου. Είναι αλήθεια ότι δεν εργάστηκε ποτέ και στη Γαλλία όταν ήρθε μετανάστης την έβγαζε στα καφενεία όπου έπαιζε Lotto και ιππόδρομο, κέρδιζε μικροποσά και κατάφερνε να ζει σε φτηνά και βρώμικα ξενοδοχεία όπου έμεναν πολλοί συνταξιούχοι από τη βόρειο Αφρική. Είχαν σχεδόν όλοι τρεις και τέσσερεις γυναίκες στη χώρα καταγωγής τους, με τέσσερα και πέντε παιδιά η κάθε μία, έστελναν τη συναξή τους κάθε μήνα και ζούσαν στη μοναξιά και στη μιζέρια με το σύνδρομο του ξεπεσμένου πρίγκηπα. 
Ο Γιασίν δεν επρόκειτο να πάρει σύνταξη αφού ποτέ του δεν πλήρωσε εισφορές. Δεν σκεφτόταν καθόλου το μέλλον του. Άλλωστε η ηλικία της σύνταξης ήταν ακόμη μακριά. Σαρανταπεντάρης με κιτρινιασμένο δέρμα από το πολύ πιοτό, το τσιγάρο και το χασίσι. Έχει ο θεός για όλους, έλεγε όταν πήγαινε να φάει στα συσίτια του Στρατού Σωτηρίας. 
Κέρδισε τότε έναν πακτωλό τριών εκατομμυρίων. Έζησε τη μεγάλη ζωή του Σατράπη, για ένα χρόνο, μέσα στη χλιδή. Του τάφαγαν όλα οι Λαΐδες των Παρισίων, έμενε σε ξενοδοχεία πολυτελείας, ντυνόταν με ενδύματα από τον οίκο Dior, άφηνε μεγάλα φιλοδωρήματα στους σερβιτόρους και στις καμαριέρες, κυκλοφορούσε με κόκκινη Ferrari. Ήταν σαν όνειρο και μόλις ξύπνησε ένα πρωί, χωρίς καν να το καταλάβει, βρέθηκε άστεγος να ψάχνει μιά θέση σε ξενώνα κοινωνικής αλληλεγγύης. 
Είχε ακόμη ένα μπλέ κοστούμι, το μόνο ένδυμα που του έμεινε από την περίοδο της Σατραπείας, που του έδινε έναν αέρα αριστοκρατίας.
Τότε συνάντησε, σαν από μηχανής θεό, έναν συμπατριώτη του που προσφέρθηκε να τον φιλοξενήσει. Ο Αχμέτ ήταν συνταξιούχος, είχε εργαστεί όλη του τη ζωή ανειδίκευτος εργάτης σε βιομηχανία αυτοκινήτων. Έγγαμος, χωρίς παιδιά ζούσε με τη γυναίκα του, την Άϊσα, σε κοντινό προάστιο σε ένα τριάρι της Λαϊκής Βοήθειας.
Ο Γιασίν εγκαταστάθηκε σ΄αυτούς, είχαν ένα διαθέσιμο δωμάτιο. Συμφώνησαν να συμμετέχει στα έξοδα όποτε μπορούσε. Ήταν μιά μορφή αλληλοβοήθειας γιατί κι αυτοί δεν τά έβγαζαν εύκολα πέρα μόνο με μιά σύνταξη και τα δέματα τροφοδοσίας των υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας.
Η Άϊσα, εξηκοντούτις, μελαχροινή, με ολοστρόγγυλα βυζιά και σφαιροειδείς γλουτούς, ενδιαφέρθηκε αμέσως για τον Γιασίν. 
Το σημαντικότερο κίνητρο ήταν η δίψα της για σεξουαλική επαφή. Ο Αχμέτ μετά την εγχείρηση για υπερτροφία του προστάτη δεν είχε στύση, η μόνη της ικανοποίηση ήταν να τρίβεται πάνω του ή να τρίβεται μόνη της κρυμμένη στο λουτρό.
Με τον Γιασίν ανακάλυψε νέες εκδοχές, τον θηλασμό της κλειτορίδας, ισπανική γραβάτα, σοδομία...
Το έκαναν όταν ο Αχμέτ απουσίαζε για ψώνια ή όταν πήγαινε να προσευχηθεί στο Τζαμί. Ο Γιασίν μετά από κάθε συνεύρεση της άφηνε ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ στο κομοδίνο.
Την ημέρα που ο Γιασίν αναγκάστηκε να φύγει, ο Αχμέτ βγήκε να πάει στη Νομαρχία να τακτοποιήσει μιά εκρεμμότητα με την άδεια παραμονής του. Φθάνοντας στο Μετρό δεν έβρισκε την κάρτα απεριορίστων διαδρομών. Την είχε ξεχάσει στο τραπέζι της κουζίνας. Γύρισε πίσω και τους βρήκε καβάλα, βοώντες και κοάζοντες σαν τα μπακακάκια στο ρυάκι. Οι δύο εραστές δεν τον άκουσαν όταν άνοιξε την πόρτα αλλά ο Γιασίν τον είδε μέσα στον καθρέφτη της ντουλάπας καθώς κατευθυνόταν, βαδίζοντας στα νύχια των ποδιών του, προς την κουζίνα. Η Άϊσα κάλπαζε πάνω του με γογγυσμούς. Ο Γιασίν της έκλεισε το στόμα ενώ είδε εκ νέου τον Αχμέτ, μέσα στον καθρέφτη, να βαδίζει στις μύτες των παπουτσιών του και αθόρυβα να βγαίνει από το διαμέρισμα.
Η Άϊσα δεν κατάλαβε τίποτα συνέχισε τον καλπασμό ώσπου έχυσε με μιά διαπεραστική καυγή ηδονής.
Ο Γιασίν ντύθηκε γρήγορα κι έφυγε σαν Εγγλέζος. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του.

*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό δε)κατα, τεύχος 50, καλοκαίρι 2017



dimanche 31 mai 2020

Θάνος Φωσκαρίνης. ΠΟΡΤΕΣ*

σφαγμένες οι πόρτες μου όλες πια
με μπουκωμένες κλειδαριές και φαγωμένες
με τα μαχαίρια καρφωμένα πάνω τους
-πού κρύβωνταν τόσοι εχθροί;
πώς; πού χώρεσε τόσο ανελέητο μίσος;-
κολλημένες εδώ κι εκεί μικρές
πολύ μικρές παλιές φωτογραφίες
οι καλές μου
τις κοιτώ που δακρύζουν
χάνωνται βαθιά μέσα στις ίνες
του φουσκωμένου - θα με φτύσει - ξύλου


αίφνης ξεσπά έν΄άγριο φτεροκόπημα που κόβει ανάσα
και μιλιά, με ζώνει τράνταγμα ένα ρίγος


α, πόσο άδικη
τι τρομερή σαν θάνατος που είσαι ζωή

*Από τη συλλογή ΧΟΥΣ, Εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2011



jeudi 21 mai 2020

Η πρόσβαση*

Φθάνω νωρίς το πρωί ακόμη νύχτα στην αίθουσα ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στην δεξιά όχθη του Σηκουάνα. Είμαι καλεσμένος σε μιά στρογγυλή τράπεζα, πρόκειται για ημερίδα της ελληνικής πρεσβείας με θέμα : «Η πρόσβαση στην ηδονή».
Αποφασίζω να πάω βόλτα στις όχθες του ποταμού περιμένωντας την ανατολή του ηλίου.
Είμαι απέναντι από τη νήσο του ΄Αστεως και καθώς οι ακτίνες του ηλίου φωτίζουν τα γύρω κτίρια τα ποταμόπλοια γεμάτα τουρίστες περνούν με χαρούμενα σφυρίγματα.
Το ποτάμι μοιάζει με θάλασσα όταν βλέπω την κόρη του παπά στην εφηβεία της, στρουμπουλή αλλά σβέλτη, ανεβαίνει τα σκαλιά προς το Τροκαντερό και χαρούμενη που με συναντά μου λέει πως ήρθε για το συμπόσιο της πρεσβείας αλλά τώρα θέλει κάτι να φάει, ξύπνησε αργά και δεν πρόλαβε να πάρει το πρωινό της στο ξενοδοχείο. Αναφέρει ένα αραβικό μπακάλικο δίπλα στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, εκεί μπορούμε ν΄αγοράσουμε ξηρούς καρπούς.
«Αυτά παχαίνουν, είναι πολύ αλμυρά», της λέω, «πρέπει ν΄αδυνατήσω, ζυγίζω ενενήντα δύο κιλά, δεν πάει άλλο.»
Απέναντι μπροστά στο παλάτι του Τόκυο βλέπουμε δύο τσιγγάνες, καθισμένες οκλαδόν στο πεζοδρόμιο, ζητιανεύουν με τα μωρά στην αγκαλιά. Η μία είναι η κόρη του παπά, τώρα ώριμη σαραντάρα με τα μεγάλα, σαν καρπούζια του καλοκαιριού, βυζιά της εκτεθειμένα σε κοινή θέα, οι θηλές ερεθισμένες, σε απόλυτη στύση, από το βύζαγμα του μωρού που αφήνει ηδονικές κραυγές ικανοποιημένο και κουνώντας τα χεράκια του δίνει χαϊδευτικές χροθιές στο πρόσωπο της μάνας του.
΄Οταν φθάνω στην αίθουσα του ξενοδοχείου σαν να είναι θάλαμος νοσοκομείου σε γενική επιστράτευση. Υπάρχει κίνδυνος βομβαρδισμού. Το προσωπικό σπρώχνει τους ασθενείς στις σκάλες, στους ανελκυστήρες, στις εξόδους κινδύνου.
Προχωρώ αντίθετα στο ρεύμα των εξερχομένων. Πρέπει να φτάσω στο γραφείο μου να πάρω ένα μεταλικό κουτί μικροσκοπικών διαστάσεων. Περιέχει ένα μυστικό για την εθνική μας ασφάλεια.

*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό FRACTAL 9 Μαρτίου 2016


Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...