jeudi 8 avril 2021

Με νερό Γοργοπόταμου

 Ο Τάκης ήταν γόης με τα γαλανά του μάτια, τη λυγερή κορμοστασιά και τα καστανόξανθα κατσαρά μαλλιά του. Μόλις τελείωσε το Γυμνάσιο έμπλεξε με παρέες που είχαν μεγάλες μηχανές κι έκαναν κόντρες στον παλιό δρόμο από Λαμία προς Στυλίδα και συνέχεια καμάκι στις μαθήτριες του Λυκείου καθώς αυτές περίμεναν το λεωφορείο να επιστρέψουν στα ορεινά χωριά τους.

«Μάνα, θέλω μηχανή!»

Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγροτοποιμένες, δεν είχαν χρήματα για μοτοσικλέτες, ούτε μπορούσαν να πληρώσουν φροντιστήρια, αλλά τ΄όνειρό τους ήταν να μάθει γράμματα ο μοναχογιός μήπως γινόταν δάσκαλος ή έστω υπάλληλος τραπέζης, να γλυτώσει από την τυραγνία της αγροτικής ζωής. Αλλά ο Τάκης δεν τάπαιρνε τα γράμματα.

Έτσι άφησε τις σπουδές και πήγε στη Λαμία να γίνει πλακατζής. Εργάστηκε δυό φεγγάρια στις οικοδομές αλλά αυτή η δουλειά του έπεσε πολύ βαρειά, την άφησε και πήγε σε οβελιστήριο ως ψήστης στην πλατεία Ελευθερίας. Γύρος με πίτα, σουβλάκια με πατάτες τηγανητές, σαλάτα χωριάτικη, μπύρα, ρετσίνα και τσίπουρο. Από το ραδιόφωνο η θρηνώδης φωνή του Καζαντζίδη σε ινδοαραβικές επιτυχίες : "Με μάτια κλαμμένα στους δρόμους γυρνώ, μια χαμένη αγάπη ζητάω να βρώ… "

Απέναντι ο Μητροπολιτικός ναός και το ωραίο κτίριο της Νομαρχίας. 

Μάζευε λεφτά, ν΄αγοράσει δική του μηχανή, την ήθελε χιλιοδιακοσιάρα, με πειραγμένη εξάτμηση, να βρυχάται καθώς θα τη μαρσάρει στους στενούς δρόμους και φάτσα στο Λύκειο θηλέων.

Και το καμάκι, καμάκι. Είχε τη φήμη δεινού επιβήτορος, οι μαθήτριες τρελαίνονταν μαζί του.

Η Λίτσα ήταν πρώτη μαθήτρια, απουσιολόγος στην τάξη της και σημαιοφόρος στις παρελάσεις. ΄Οταν κατάλαβε ότι είχε πιάσει παιδί, ο Τάκης την είχε αφήσει ήδη κι ερωτροπούσε με μιά άλλη με μεγαλύτερα βυζιά και σαρκώδη χείλη. 

Η μάνα της Λίτσας άσπρισε όταν ο μαιευτήρας τους είπε πως ήταν πολύ αργά για έκτρωση, η κατάσταση ήταν προχωρημένη και τώρα μόνο αν πήγαιναν στην Ολλανδία ή στο Λονδίνο θα μπορούσε να το ρίξει. Τα γιατροσόφια της γιαγιάς δεν έπιασαν και η κοιλιά της Λίτσας είχε φουσκώσει ώστε δεν μπορούσε να κρυφτεί άλλο από τον πατέρα της.

Ο πατέρας της Λίτσας είπε στον Τάκη να βγει στην πλατεία κάτι να κουβεντιάσουν για μιά παραγγελία - δήθεν - για κάτι ντόπια κρέατα, προμήθεια, σε τιμή προσφοράς, για το σουβλατζίδικο. Ο Τάκης δεν ήξερε απ΄αυτά αλλά αφού έλειπε το αφεντικό δέχτηκε να μιλήσει με τον άγνωστο μεσήλικα, τον πήρε για χασάπη χοντρέμπορο.

Μόλις έκαναν δυό βήματα στα λευκά πλακάκια της πλατείας τον άρπαξε με το αριστερό χέρι και τον γονάτισε σαν να ήταν γουρούνι των Χριστουγέννων, το χατζάρι το είχε φέρει τυλιγμένο σε εφημερίδα, καλά κρυμμένο κάτω από το σακκάκι, όλη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι να το ακονίσει, να κόβει σαν ξυράφι.

Μετά πήγε στην κρήνη, κάτω από τον μεγάλο πλάτανο, στη γωνία των οδών Ρήγα Φεραίου και Αθανασίου Διάκου, έπλυνε τα χέρια του και στη μαρμάρινη πινακίδα διάβασε : Ο Γοργοπόταμος ήλθεν ενταύθα επί δημαρχίας Ι. Μακρόπουλου 1929.





vendredi 12 mars 2021

12 Μαρτίου

Μιά μέρα ηλιόλουστη. Εγώ μικρός στην πρώτη Δημοτικού και η μάνα μου με στέλνει ν΄αγοράσω ένα κουτί τοματοπελτέ στο καφεπαντοπωλείο του Πανόπουλου.

Επιστρέφωντας είμαι μπροστά στο σπίτι του Φουντόγιαννου όταν ένα ζευγάρι χελιδόνια κατεβαίνουν μπροστά μου παιγνιδίζοντας. Αμέσως ανυψώνονται ταχύτατα προς το σπίτι του συνταγματάρχη Γαβρή. Με γνώριζαν από την περασμένη χρονιά και τώρα, μόλις ήρθαν, μ΄έψαξαν να με χαιρετίσουν. ΄Ηρθαν, οι φίλοι μου, τα χελιδόνια. Το Καλοκαίρι έρχεται ολοταχώς.



vendredi 5 février 2021

Κότα στην κατσαρόλα

 Κότα στην κατσαρόλα*


Παρίσι. Το εστιατόριο La poule au pot*, 9 rue Vauvilliers. Ο ιδιοκτήτης μου προσφέρει μιά φιάλη σπάνιο κρασί Βουργουνδίας με την προϋπόθεση να τον ακολουθήσω σε ένα είδος παιχνιδιού όπου συμμετέχουν οι συνεργάτες του. Πρέπει να κατέβω μαζί τους στην κάβα και να παίξω κυνηγητό. Αυτοί έχουν ηλεκτρικούς φακούς, τους κυνηγώ προσπαθώντας να αποφύγω τα εμπόδια που παρουσιάζονται. Το κάνουν επίτηδες, αλλά δέχομαι τους όρους. Μέσα στο υπόγειο βλέπω σαν να είναι απόγευμα καλοκαιριού, μετά τη δύση του ηλίου. Τρέχουν μπροστά, δεν ανησυχώ, διασχίζω τα πολλαπλά δωμάτια, ανεβοκατεβαίνω χαλασμένες σκάλες, περνώ από στενές τρύπες και μετά από μιά καταπακτή βρίσκομαι στην αυλή του Αγίου Γεωργίου στο ΄Ανυδρο. Εκεί είναι λίγοι γέροι και πολλά παιδιά. Ανάμεσα τους η κόρη μου Ελένη. Είναι αποκλεισμένοι εδώ, δεν μπορούν να φύγουν παρά μόνο από την υπόγεια δίοδο. ΄Ενας επίτροπος, ξέρει μαγικά, προτείνει να περάσουν τα παιδιά ένα-ένα, αυτός θα ακολουθεί παράλληλα για να εξορκίζει τα δαιμόνια. 

Λέω : «Μόλις έφθασα και δεν είδα τίποτα.»

Βλέπω απέναντι τον γέρο-Δήμο, έχει έρθει το ταχυδρομείο, μας ρίχνει τις επιστολές σαν να πετάει μπούμεραγκ, τις πιάνουμε στον αέρα, μερικές δεν φτάνουν μέχρι το προαύλιο της εκκλησίας. Ανησυχώ μήπως είναι θετικές απαντήσεις σε υποψηφιότητες για δουλειά. Διαβάζω μιά από τις επιστολές, την έχει γράψει ο γραμματέας της κοινότητος ως απάντηση, σε μιά δική μου αίτηση.


* Κότα στην κατσαρόλα, (La poule au pot). 

Η συνταγή του καλού βασιλιά Henry IV, σύμφωνα με τον γαλλικό μύθο.


Υλικά : Μιά κότα, 800 γραμμάρια καρότα, 300 γραμμάρια γογγύλια, τέσσερα πράσα, ένα κρεμμύδι, δύο γαρύφαλλα, πιπέρι, αλάτι, μιά κουταλιά σούπας με θυμάρι, τρία φύλλα δάφνης. 


Εκτέλεση : Καθαρίζουμε και πλένουμε όλα τα λαχανικά, αφαιρούμε τις φλούδες. Βάζουμε την κότα σε μιά μεγάλη κατσαρόλα, ρίχνουμε νερό ώστε να τη σκεπάσει. Την βράζουμε και διαδοχικά αφαιρούμε τον αφρό. Προσθέτουμε τα λαχανικά, το κρεμμύδι με τα γαρύφαλλα, το θυμάρι, τη δάφνη, το αλάτι και το πιπέρι. Σκεπάζουμε με το καπάκι της κατσαρόλας και την αφήνουμε να βράσει σε μεσαία φωτιά για δύο με δυόμιση ώρες.


vendredi 6 novembre 2020

Το εμβόλιο

 ΄Ολα τα μέσα ενημέρωσης μιλούν για το νέο εμβόλιο. Πρέπει να το κάνουμε να σωθούμε από τη φοβερή αρρώστια. Ο Αλέκος Μακαρένκο με πείθει να πάμε στο παράρτημα του νοσοκομείου, είναι στην κορυφή του Γελαδόγροικου και σαν να είναι καφενείο καθώς περιμένουμε στη σειρά.

«Γιατί να μην πάμε στο νοσοκομείο που είναι πάνω από τα σπίτια μας;» Ρωτώ τον Αλέκο.

«Εδώ εμβολιάζει ένας μεγάλος καθηγητής, έχει το ερευνητικό του κέντρο.»

Σε λίγο ο Αλέκος φεύγει.

«Που πας ρε μεγάλε;»

«Δίψασα, πάω να φέρω μπύρες, κράτα σειρά,» λέει ο Αλέκος.

Μόλις φθάνει η σειρά μου ο γέρο καθηγητής λέει : «Δεν έχει άλλες δόσεις για σήμερα.»

Σαν να τον έχω ξαναδεί κάπου, σαν να τον έχω γνωρίσει πριν από χρόνια.

«Δεν έχετε ψυγείο, διαμαρτύρομαι, αύριο έχω δουλειές με φούντες.»

«Ψυγεία όσα θες», λέει ο καθηγητής, «αλλά είναι στο μεγάλο νοσοκομείο απέναντι. Εδώ είναι το παράρτημα, το ερευνητικό κέντρο.» Μετά προσθέτει, «πρέπει να πάω να δω τα μωρά μου.»

Εννοεί πως κάνει καλλιέργεια βλαστοκυττάρων, πρέπει να πάει να τα ταΐσει.

Ο Αλέκος έχει γίνει άφαντος.

Γυρίζω πίσω στο μεγάλο νοσοκομείο. ΄Ενας νεότερος γιατρός εμβολιάζει τον πληθυσμό. Κάπου τον ξέρω αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ που και πότε είχαμε συναντηθεί στο παρελθόν.

Εμβολιασμένος επιστρέφω στο Γελαδόγροικο αναζητώντας τον Αλέκο Μακαρένκο, να του πω να πάει να εμβολιαστεί απέναντι.

Συναντώ το γέρο καθηγητή στην αυλή του καφενείου όπου είναι το εργαστηριό του. Τότε τον αναγνωρίζω, είναι ο καθηγητής Σαμουήλ Λαζενές, τώρα έχει μουστάκι, διπλό σαγόνι με φαλάκρα και λίγα λευκά μαλλιά.

«Κι εγώ σε θυμάμαι νεαρό φοιτητή στο Παρίσι», λέει ο Λαζενές, «με είχε εντυπωσιάσει η μνήμη σου, δεν κρατούσες ποτέ σημειώσεις και είχες τους καλύτερους βαθμούς στην ανατομία, κανένα λάθος.»

«΄Ομως τώρα δεν θυμάμαι το όνομα του γιατρού που μου έκανε το εμβόλιο, ούτε που τον συνάντησα για πρώτη φορά, ήταν πριν από τριάντα χρόνια.»

«Είναι στρατιωτικός γιατρός», απαντά ο Λαζενές, «τον επιστρατεύσαμε για την περίσταση του εμβολίου.»

Τότε τον θυμήθηκα στο στρατόπεδο νεοσυλλέκτων στο Μεσολόγγι και μετά στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο Αθηνών.

«Δεν τον έχει αγγίξει ο χρόνος», λέω εγώ.

«Είδες βρε παιδί μου πως γεράσαμε, διπλά σαγόνια, φαλάκρα και λευκά μαλλιά», λέει ο Λαζενές καθώς με κοιτάει κατάματα σαν να βλέπει τον εαυτό του σε καθρέφτη.

«Ήρθες να περάσεις τη συνταξή σου στο χωριό σου;» με ρωτάει μετά.

«΄Ηρθα για το μνημόσυνο της μάνας μου. Θα φτάσω στο χείλος του τάφου και δεν θα πάρω σύνταξη», αποκρίνομαι.

«Κι εγώ το ίδιο», λέει ο καθηγητής, «δεν έχω συμπληρώσει ακόμη τα απαραίτητα τρίμηνα.»



dimanche 25 octobre 2020

Του Αγίου Δημητρίου

 Καρδιά της δικτατορίας. Πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου. Την παραμονή ο Βασίλης Τσατζαλής, με την ορχήστρα του, έρχεται στο καφεπαντοπωλείο του Πανόπουλου. Ο ίδιος παίζει ακορντεόν και τραγουδάει, δίπλα του η τραγουδίστρια με κόκκινα χείλη, η φούστα λίγα εκατοστά παραπάνω από το γόνατο απ΄όπου φαίνεται τμήμα των μηρών, το ντεκολτέ διακριτικό αφήνει να ξεχωρίζουν τα ολοστρόγγυλα βυζιά για να έλκουν τα διψασμένα μάτια των ανδρών που παραγγέλνουν πάλι και πάλι ψητή προβατίνα, μπύρες FIX και ρετσίνα Κουρτάκη.

Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, μετά τη Θεία Λειτουργία, το γλέντι συνεχίζεται με το ηλεκτρόφωνο στο μαγαζί του Δήμου. Η νεολαία της εποχής ακούει τραγούδια ινδοαραβικής προελεύσεως με τις θρηνώδεις φωνές του Καζαντζίδη και του Γιώργου Ταλιούρη : 

Στολίδι είσαι μόνη σου πανάθεμα το μπόι σου...

Ενώ από την αυλή του Γιάννη Σουλιώτη ακούμε, από το δικό του ηλεκτρόφωνο, τραγούδια για μια χαμένη αγάπη : 

Μην περιμένεις πια όλα τελειώσανε αφού τα χείλη σου αχ με προδώσανε...

Ο πατέρας μας στο σπίτι τραγουδάει Βασίλη Τσιτσάνη : 

Στου Νυχάκη τη βαρκούλα γλυκειά μου Μαριγούλα...

Από το ραδιόφωνο ακούμε τα στρατιωτικά εμβατήρια για την εθνική εορτή : 

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει 

δεν την σκιάζει φοβέρα καμμιά, 

μόνο λίγον καιρό ξαποσταίνει 

και ξανά προς τη δόξα τραβά, ξανά τραβά...




samedi 17 octobre 2020

Η επιθυμία της μητέρας στο διήγημα Το λουτρό του Μένη Κουμανταρέα*

 H επιθυμία της μητέρας 

στο διήγημα «Το λουτρό» του Μένη Κουμανταρέα. 


Στο διήγημα «Το λουτρό» που είναι το δεύτερο της συλλογής «Τα μηχανάκια»1, ο συγγραφέας περιγράφει τις σχέσεις μιας πυρηνικής οικογένειας η οποία παρουσιάζεται ως η παραδοσιακή τριάδα, πατέρας, μητέρα και γιός. Σε μια πρώτη επιφανειακή ανάγνωση το κύριο θέμα του διηγήματος φαίνεται να είναι η υπερπροστατευτική καταπιεστική σχέση της μητέρας προς το γιό που ετοιμάζεται να αναχωρήσει για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και η επιτυχημένη προσπάθεια του να απελευθερωθεί από τη δυναστεία της μητέρας του.

Από ψυχοπαθολογική άποψη η συμπεριφορά της μητέρας και τα συμπτώματα που περιγράφει ο συγγραφέας μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για αντιδραστικής φύσεως διπολική διαταραχή του συναισθήματος.

Η αφήγηση εκτυλίσσεται γύρω από τη συμπεριφορά και τη δυσκολία της μητέρας να παραδεχτεί το ότι ο γιος της μεγάλωσε και δεν είναι πλέον το μωρό που της αρέσει να βλέπει πάλι και πάλι στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της παιδικής του ηλικίας.

Τα δρώμενα αναφέρονται στη δυνατή σχέση μεταξύ μητέρας, (Αντωνία) και του γιού, (Χαράλαμπος). Για τον πατέρα ο συγγραφέας αναφέρει ότι υπήρξε κάποτε ναυτικός, είναι ένας γέρος παραμερισμένος στη γωνιά, σιωπηλός, δεν παρουσιάζει κανένα σεξουαλικό ενδιαφέρον για τη μητέρα. Κι ενώ το κείμενο δεν το αναφέρει σε κανένα σημείο, δημιουργείται στον αναγνώστη η εντύπωση ότι είναι ανάπηρος, σαν να είναι ζωντανός νεκρός.


Η μάνα περιγράφεται ως «στητή, κοτσανάτη, αρυτίδωτη, με μια κοιλιά που ξεφώνιζε από ευφορία...»


«Με τα μάτια της, μαύρα ακατέργαστα διαμάντια, έλαμπαν από σκοτεινή αγάπη.»


Όσο διαρκούν οι ετοιμασίες για την αναχώρηση του γιού η μάνα βρίσκεται σε υπομανιακή κατάσταση, αναλαμβάνει τα πάντα, από το να ετοιμάσει τη βαλίτσα του μέχρι να του πλύνει τα δόντια σαν να ήταν ο Χαράλαμπος μωρό.

Με την αναχώρηση του γιού η μητέρα εισέρχεται σε μια καταθλιπτική περίοδο.


«η μάνα μέσα στο άδειο σπίτι γυρόφερνε με το ξεχειλωμένο μισοφόρι της, αχτένιστη, αφτιασίδωτη, άπλυτη, ίδια η απελπισία. Γύρω της τα κατσαρόλια στοιβάζονταν λόφοι από γλίτσα και καμένο βούτυρο κι η κνίσα σούμπηγε το κεντρί της στα ρουθούνια. Τα ρούχα άστρωτα, τα φορέματα ασιδέρωτα, οι κάλτσες αμαντάριστες, τα έπιπλα θαμμένα σε προϊστορική σκόνη που οι αράχνες ξεθαρρεμένες τύλιγαν με κουκούλι κεντημένο μύγες.»


«Κοιμόταν λίγο ή καθόλου. Το σαράκι αντίς να την τρώει την έτρεφε - είχε γίνει δυό φορές πιο παχιά.»


«Η μάνα πεσμένη σαν τη λεχώνα στο κρεβάτι, ανάσκελα, γυμνή, ξεφύλιζε με τα μάτια το ημερολόγιο του τοίχου.»


Και μόνο οι φωτογραφίες του γιού της μωρού και τα μωρουδίστικα ρούχα που τα είχε φυλαγμένα είκοσι χρόνια μετά, ενίσχυαν την αναμνηστική της νοσταλγία.

Όταν ο γιός επιστρέφει στο αγρόκτημα, με σαρανταοκτάωρη άδεια, η μάνα βγαίνει από την κατάθλιψη και ξαναβρίσκει την υπομανιακή της δραστηριότητα. Απαγορεύει στο γιό της το κάπνισμα, τον αναγκάζει να πλυθεί, θέλει να τον πλύνει η ίδια και τότε ανακαλύπτει ότι το μωρό, που η ίδια το ήθελε μωρό για πάντα, έγινε άνδρας τριχωτός με πέος και όρχεις. Η μάνα παθαίνει μια κρίση οξείας μορφής και μέσα σε μια ατμόσφαιρα έντονου ερωτισμού ο γιός αντιδρά σαν ένας σύγχρονος απελευθερωμένος αντι-οιδίποδας που έχει τη δυνατότητα επιλογής.


«Την πρόφτασε έξω από το δωμάτιό του και στην προσπάθεια του να την συγκρατήσει της ξέσχισε μια λουρίδα φουστάνι. Ένα κομμάτι μαραμένης μα στητής σάρκας ήρθε να πέσει μπροστά του. Τα μάτια του το δέχτηκαν σαν πεινασμένο σκυλί. Κι όπως οι φωνές της πλήθαιναν και κολλούσαν πάνω στο υγρό τείχος της ζέστης, στην αρχή θέλησε να της φράξει το στόμα κι όπως σύγκορμη σπαρταρούσε στα χέρια του, ανοίγοντας διάπλατη την πόρτα της κάμαρης του, την πέταξε πάνω στο κρεβάτι κι ύστερα βγήκε κλείνοντας πίσω του την πόρτα, βάνοντας και το κλειδί στην τσέπη.»


Το ερώτημα που θέτει ο αναγνώστης για την συμπεριφορά της μητέρας στο «λουτρό» είναι ποιό μπορεί να είναι το κίνητρο αυτής της διπλής συμπεριφοράς. Όταν ο γιός είναι παρών η μητέρα βρίσκεται σε οξεία κρίση αναταραχής και όταν απουσιάζει χάνει όλη της την ενέργεια και εισέρχεται σε καταθλιπτική κατάσταση. 

Είναι σημαντικό να σημειωθεί η έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας από την πλευρά της μητέρας για τον σύζυγό της ο οποίος όπως είπαμε είναι παραμερισμένος και σχεδόν ανύπαρκτος.


Η συμπεριφορά σαν αυτή της μητέρας του «λουτρού» που βρίσκεται στην ηλικία της εμμηνόπαυσης και σε κατάσταση κρίσης στο μέσον της ζωής, έχει περιγραφεί ως σύμπλεγμα της Ιοκάστης. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ψυχαναλυτικής θεωρίας, (H. Deutsch 1944)2, «το ερωτικό αντικείμενο της γυναίκας σε αυτή την ηλικία είναι ο γιός, πρόκειται για έναν νέο μύθο του Οιδίποδα. Και όπως οι αιμομικτικές φαντασιώσεις είναι απαράδεκτες, βλέπουμε να αναδύεται, σε ένα ορισμένο αριθμό γυναικών, μια μάχη εναντίον κάθε σεξουαλικής φαντασίωσης.Το σύνολο που σχηματίζεται από τη φαντασίωση της επιθυμίας και τους ιδιαίτερους μηχανισμούς που την εμποδίζουν να αναδυθεί είναι το σύμπλεγμα της Ιοκάστης. 3 »


Ορισμένες γυναίκες που βρίσκονται σε κρίση στο μέσον της ζωής παραμελούν τη σεξουαλική τους ζωή και εκδηλώνουν έντονη αναταραχή εάν έχουν γιό που οδεύει προς την ανδρική ηλικία ή στο περιβάλλον τους βρίσκεται νέος άνδρας.


Ο Κουμανταρέας στο διήγημά του μας δίνει στοιχεία που μας επιτρέπουν να κάνουμε την υπόθεση αιμομικτικής απωθημένης επιθυμίας από την πλευρά της μητέρας για το γιό της.

Από την γέννηση του παιδιού η μάνα έχει κάνει τέτοια επένδυση αγάπης που έχει σχέση με αυτό που περιγράφεται ως επιθυμία του φαλλού4, (ο φαλλός ως σύμβολο εξουσίας και γονιμότητος). Άλλωστε στο διήγημα η Αντωνία έχει όλα τα χαρακτηριστικά φαλλικής γυναίκας.

Η κρίση της μητέρας εκδηλώνεται όταν καταλαβαίνει ότι ο γιός είναι άνδρας σε ηλικία που μπορεί να έχει σεξουαλικές σχέσεις. Στον ψυχισμό της μητέρας προκαλείται μια απαράδεκτη σύγκρουση, εξ αιτίας της ασύνειδης αιμομικτικής επιθυμίας, που προσπαθεί να την αντιμετωπίσει με τις φωτογραφίες της παιδικής ηλικίας και τα μωρουδίστικα ρούχα του γιού της, ρούχα που τα έχει κρατήσει και τα συντηρεί με θρησκευτική ευλάβεια.


Ο Jacques LACAN στο σχόλιό του για την τραγωδία Αντιγόνη του Σοφοκλή5 δηλώνει ότι η επιθυμία της μητέρας, (Ιοκάστη), είναι επιθυμία ζωής και θανάτου.

Στις διαφορετικές εκδοχές του μύθου των Λαβδακιδών, απ’ όπου ο Φρόιντ εμπνεύστηκε το σύμπλεγμα του Οιδίποδα και οι επίγονοι το σύμπλεγμα της Ιοκάστης, όσο και στην τραγωδία του Σοφοκλή Οιδίπους τύραννος, η Ιοκάστη παρουσιάζεται να γνωρίζει την τιμωρία που επιβάλλει ο θεός στο Λάϊο για την αποπλάνηση του Χρύσσιπου. Είναι αυτή, η Ιοκάστη, που θα δράσει ώστε ο πατέρας Λάιος και ο γιός Οιδίποδας να οδηγηθούν στο θάνατο. Βέβαια ο Οιδίποδας θα σωθεί για να εκπληρωθεί στη συνέχεια ο χρησμός έτσι ώστε ο γιός να φονεύσει τον πατέρα και να έρθει σε γάμο με τη μητέρα ως νέος βασιλιάς.


Στο λουτρό η επιθυμία της μητέρας είναι επιθυμία ζωής αφού η μητέρα είναι η αρχή της ζωής, αλλά συγχρόνως η επιθυμία της είναι επιθυμία θανάτου και αυτό το καταλαβαίνουμε από την διπλή συμπεριφορά, (αναταραχή-κατάθλιψη) που φανερώνει αιμομικτική επιθυμία και από την νοσταλγική της επιθυμία να ήταν το παιδί της για πάντα μωρό.


Ο Κουμανταρέας μας παρουσιάζει το θέμα ενός πανάρχαιου μύθου που είναι ένα από τα θεμέλια του πολιτισμού. Το θέμα αυτό επανέρχεται στην πεζογραφία του Κουμανταρέα κυρίως στα κείμενα όπως «Η κυρία Κούλα»6, όπου μία γυναίκα, των βορείων προαστείων, στην ηλικία της κλημακτηρίου, συνάπτει σεξουαλική σχέση με ένα νεαρό φοιτητή που θα μπορούσε να ήταν ο γιός της, στο κείμενο «Η φανέλα με το εννιά»7 η μεσήλιξ σύζυγος του προπονητή από το Βόλο συνουσιάζεται με τον νεαρό ποδοσφαιριστή και στο «Δύο φορές Έλληνας»8 πάλι η μεσήλιξ σύζυγος του διορθωτή διατηρεί κρυφή σεξουαλική σχέση με ένα νεαρό αλφαμίτη.

Κατά τη γνώμη μου «Το Λουτρό» είναι από τα καλύτερα κείμενα του συγγραφέα και ένα από τα πιο σημαντικά διηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.


                                Κώστας Αλεξόπουλος


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Μένη Κουμανταρέα. Τα Μηχανάκια. Εκδόσεις Κέδρος 1986. Α΄έκδοση "ΦΕΞΗΣ" 1962.


2. H. Deutsch (1944). La psychologie des femmes : étude psychanalytique. Paris PUF, 1967, vol. II. pages 391- 418.


3. Marie-Christine Laznik. Le troisième temps de l'Œdipe chez une femme, (le complexe de Jocaste), in REVUE FRANCAISE DE PSYCHANALYSE 2005/4, (vol. 69), pages 993 - 1011, PUF


4. J. Laplanche et J. -B. Pontalis, Vocabulaire de la psychanalyse PUF 1967, pages 311 - 312.


5. J. Lacan; LE SEMINAIRE livre VII. L'éthique de la psychanalyse. SEUIL 1986. Pages 283 - 333 : L'ESSENCE DE LA TRAGEDIE Un commentaire de l'Antigone de Sophocle.


6. Μένη Κουμανταρέα. Η κυρία Κούλα. Εκδόσεις Κέδρος 1977.


7. Μένη Κουμανταρέα. Η φανέλα με το εννιά. Εκδόσεις Κέδρος 1986.


8. Μένη Κουμανταρέα. Δύο φορές Έλληνας. Εκδόσεις Κέδρος 2001.


*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Οδός Πανός, τχ.175, ιούλιος-σεπτέμβριος 2017.




 


dimanche 27 septembre 2020

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (Απόσπασμα)

 Το 1918 τον πήραν στο στρατό. Κι ενώ τους άλλους συνομήλικους του τούς έστειλαν στο 5/42 σύνταγμα ευζώνων, αυτόν τον έστειλαν στη Χαλκίδα για εκπαίδευση. 

Μετά στον Πειραιά και απο ΄κει στη Σμύρνη όπου τα πλήθη των αμάχων τους υποδέχονταν ως ελευθερωτές.

Δεν γνωρίζω σε ποιό σώμα στρατού υπηρέτησε.

Τον σκέφτομαι συχνά και υποθέτω πως φεύγοντας απο το Τσερνοβίτι θα σιγοσφύριζε δημοτικά τραγούδια : 

Κώστα μ΄τα χιόνια λώσανε και τα πουλιά το λένε...

Κάτω στα δασιά πλατάνια, Διαμαντούλα, κάθονταν δυό παληκάρια...

Φθάνοντας στη Σμύρνη θα άκουγε απο παντού το τραγούδι της εποχής : 

Από τα πολλά που μούχεις καμωμένα, δεν σε θέλω πιά....

Και μετά όταν η σάλπιγγα επαναλάμβανε : Προχωρείτε, προχωρείτε...

...στο νού του είχε σφηνωθεί αυτό το λαϊκό τραγουδάκι, 

...τα σωθικά μου τάχεις μαυρισμένα, δεν σε θέλω πιά...

...και μέσα στα χαρακώματα όταν τραυματίστηκε στο γόνατο...

...δεν μ΄αρέσουν πλέον τα γινάτια, δεν ποθώ πιά τα γλυκά σου μάτια....

και όταν νοσηλεύτηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο κι άκουγε τα ουρλιαχτά των στρατιωτών που έπασχαν απο πριαπισμό και οι γιατροί, ως μόνη θεραπεία, τους έβαζαν μέσα στα πρησμένα πέη, που ήταν μαύρα σαν μελιτζάνες, πυρακτωμένες βελόνες, στο μυαλό του θα είχε τον ίδιο σκοπό... 

...παίζω και γελώ κι άλλην αγαπώ...

και όταν επανήλθε στη μονάδα του τον Απρίλιο του  1922 στη Μικρά Ασία και στις 2 Μαίου έστειλε τη μοναδική φωτογραφία, ( που έχουμε να τον θυμόμαστε ή για να ξέρουμε εμείς τα εγγόνια του, που δεν τον γνωρίσαμε, τι φάτσα είχε), αυτή την φωτογραφία που την έστειλε στην αδερφή του Κωνσταντία - ήταν παντρεμένη στις Ράχες με τον Αθανάσιο Χάδο - όπου της έγραφε το τυποποιημένο τετράστιχο που έγραφαν όλοι οι στρατιώτες στους συγγενείς τους : 

(στην πολυαγαπημένη μου αδερφή Κωνσταντία, 

λάβε κορμί χωρίς ψυχή και σώμα δίχως αίμα, 

λάβε και την φωτογραφία μου για να θυμάσε εμένα.), 

θα είχε πάντα στή σκέψη του αυτή τη μελωδία... 

...μάθε κι άλλη μια πως δεν σε θέλω πιά. 

Ούτε το τραγούδι για του Αϊτού το γιό δεν μπόρεσε να του το βγάλει απο το μυαλό.


΄Η μπορεί να είχε δεί την οπερέτα «Ο Βαφτιστικός», του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, όπου γελειοποιούσε του καραβανάδες που λουφάριζαν, και θα σιγοσφύριζε το ρυθμό... 

...απ΄την πρώτη στιγμή που σας είδα κι εγώ που μου ρίξατε τη ματιά...

...καθώς θα προχωρούσαν προς την Κόκκινη Μηλιά, με τους βιασμούς των γυναικών, τα καμμένα σπίτια, τα καμμένα σπαρτά, τις ομαδικές εκτελέσεις των λιποτακτών και θα γινόταν η κατάρευση, όταν τους αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι στο Αλή Βεράν μαζί με τον στρατηγό Τρικούπη...

...μου ανάψατε στα στήθη μια μεγάλη και τρανή φωτιά...


Δεν ξέρουμε πως τη γλίτωσε, πως κατάφερε να επιζήσει χωρίς νερό στην αλμυρή έρημο, σπάζωντας χαλίκι. Στο στρατόπεδο του Ουσάκ μπορεί να ήταν με τον Παναγιώτη του Θανάση  Βαλτινού και μαζί να επέστρεψαν στη Σμύρνη όπου τους παρέλαβε χύμα ο Ερυθρός Σταυρός με το ατμόπλοιο "Μαρίκα Τόγια".


Επιστρέφοντας στο Τσερνοβίτι βυθίστηκε στην σιωπή και στην ενοχή των επιζόντων. Μόνο άμα ήταν βαρύς ο χειμώνας στην Κανάλα, έλεγε πως έζησε αυτός χειμώνες στη Μικρασία όπου έβγαινες από το αντίσκηνο για κατούρημα το πρωί και το κάτουρο γινόταν πάγος μόλις άγγιζε το χώμα. 

Θυμόταν τις βρισιές των Τούρκων : adam namussuz domuz köpek. (Ανδρα αφιλότιμε, σκυλί, γουρούνι).





Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...