mardi 11 mai 2021

Το σπίτι του Ακλάνη

 Όταν φθάνουμε στο χωριό, η Ήβη θέλει σώνει και καλά να πάμε να δούμε το σπίτι του Ακλάνη που το θυμόταν από τότε που ήταν παιδίσκη και δεν είχε πάει να δει πως ήταν μέσα.

Μετά έφυγε στην Αμερική και τώρα εξήντα χρόνια μετά, που επέστρεψε στο χωριό, έμαθε ότι το σπίτι πουλιόταν, το πουλούσαν οι κληρονόμοι γιατί δεν τα εύρισκαν μεταξύ τους να το κρατήσει ένας απ΄αυτούς, έτσι αποφάσισαν να το δώσουν.

Η Ήβη θυμόταν το σπίτι δίπλα στο ποτάμι που κυλούσε στη βορειοανατολική πλευρά του χωριού. Τώρα το ποτάμι το είχαν μπαζώσει αλλά το σπίτι, πέτρινο με ρωμαϊκά κεραμίδια, ήταν εκεί και σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ήβης θα είχε χτιστεί στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Ήθελε να δει πόσα υπνοδωμάτια είχε, εάν είχε κουζίνα, τουαλλέτα, λουτρό, πως ήταν τα τζάκια ή εάν είχαν βάλει, πράγμα απίθανο, κεντρική θέρμανση.

Είμαστε στην πλατεία όπου συναντώ τους παιδικούς μου φίλους οι οποίοι με καλούν να παίξουμε μιά παρτίδα γουρνοπούλες. Είναι άνδρες με λευκά μαλλιά και κυρτά σώματα από την πάροδο του χρόνου.

"Πάω να παίξω", λέω στην Ήβη.

"Μα δεν θα΄ρθεις μαζί μου, ήλπιζα να κάνουμε κάτι μέσα στό  σπίτι του Ακλάνη, θα έχουμε την ευκαιρία, η κλειτορίδα μου χορεύει."

"Εχω τόσα χρόνια να τους δω, λέω δείχνοντας τους γέροντες που προηγούνται με τις πάνινες μπάλες στα χέρια, πήγαινε εσύ να δεις το οίκημα και να βρεθούμε μετά στο ξενοδοχείο."

Φεύγει μόνη της δυσαρεστημένη αλλά σε λίγο επιστρέφει, λέει ότι πίσω από την εκκλησία συνάντησε κάποιον που της είπε για μένα, είχα συναντήσει κρυφά την Κατερίνα, μας είδε που φιλιόμασταν στο παγκάκι.

"Δεν ντρέπεσαι, με την Κατερίνα την υπηρέτριά μας, δεν το χωράει ο νους μου."

"Δεν είναι αλήθεια", απαντώ και καθώς την πλησιάζω να της δώσω εξηγήσεις, την βλέπω να φεύγει αγκαζέ με τον Νίκο Ακλάνη, πρώτος εξάδερφος του θανόντος συζύγου της, πεθαμένος κι αυτός προ δεκαετίας.





 

mercredi 5 mai 2021

ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

 Οι ειδικές δυνάμεις του στρατού ξηράς έρχονται στο Άνυδρο να μας εκπαιδεύσουν ώστε να κατασκευάζουμε μόνοι μας αντιβομβιστικά παραπήγματα. Αυτά θα μας προστατεύουν από τις βομβιστικές ενέργειες των τρομοκρατών. Είμαι με το γυιό μου Κωνσταντίνο και βλέπουμε τους χεροδύναμους στρατιώτες, μετατοπίζουν μεγάλους κορμούς δένδρων και σαν να είναι απομιμήσεις από χαρτόνι.

Δεν πιστεύω σε αυτού του είδους την αμυντική προστασία. Καλώ το γυιό μου να με ακολουθήσει. Θέλουμε να φύγουμε και η μόνη οδός προστασίας είναι οι σήραγγες του Μετρό, εκεί οι θερμικές κάμερες των τρομοκρατών δεν μπορούν να μας εντοπίσουν. Βρίσκουμε ένα στενό πέρασμα πίσω από το κέντρο George Pompidou και έρπωντας πηγαίνουμε προς το Μετρό Rabuteau. Περνάμε δίπλα σε μια ομάδα κλοσάρ, είναι ξαπλωμένοι καταγής, πίνουν χύμα κόκκινο κρασί Βουργουνδίας από πλαστικές φιάλες. Μια κομψή κυρία σαν να έχει παραλήρημα, μιλάει μόνη της, απαγγέλλει στοίχους από τα Ομηρικά έπη : Άνδρα μοι ένεπε μούσα πολύτροπον, ος μάλα πολλά πλάγχθη, επεί Τροίης ιερόν πτολίεθρον έπερσε πολλών δ΄άνθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω, πολλά δ΄ο γ΄εν πόντω πάθεν άλγεα ον κατά θυμόν, αρνύμενος ην τε ψυχήν και νόστον εταίρων...
«Ελληνίδα είστε;» τη ρωτώ και την κοιτώ κατάματα.
«Ήμουν κάποτε», μου απαντά, «τώρα το μόνο που μου έμεινε είναι η γλώσσα αφού τα σπίτια που είχα μου τα πήραν οι τράπεζες.»
Συνεχίζει με Καβάφη : Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι...
Ο γυιός μου λέει : «Οι Έλληνες κλοσάρ είναι οι μόνοι που έχουν μπέσα, μπορείς να τους αφήσεις το σακκάκι σου προς φύλαξιν, θα σου το επιστρέψουν ανέγγιχτο, δεν θα το πουλήσουν αυτοί για ένα μπουκάλι ρετσίνα.»

jeudi 8 avril 2021

Με νερό Γοργοπόταμου

 Ο Τάκης ήταν γόης με τα γαλανά του μάτια, τη λυγερή κορμοστασιά και τα καστανόξανθα κατσαρά μαλλιά του. Μόλις τελείωσε το Γυμνάσιο έμπλεξε με παρέες που είχαν μεγάλες μηχανές κι έκαναν κόντρες στον παλιό δρόμο από Λαμία προς Στυλίδα και συνέχεια καμάκι στις μαθήτριες του Λυκείου καθώς αυτές περίμεναν το λεωφορείο να επιστρέψουν στα ορεινά χωριά τους.

«Μάνα, θέλω μηχανή!»

Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγροτοποιμένες, δεν είχαν χρήματα για μοτοσικλέτες, ούτε μπορούσαν να πληρώσουν φροντιστήρια, αλλά τ΄όνειρό τους ήταν να μάθει γράμματα ο μοναχογιός μήπως γινόταν δάσκαλος ή έστω υπάλληλος τραπέζης, να γλυτώσει από την τυραγνία της αγροτικής ζωής. Αλλά ο Τάκης δεν τάπαιρνε τα γράμματα.

Έτσι άφησε τις σπουδές και πήγε στη Λαμία να γίνει πλακατζής. Εργάστηκε δυό φεγγάρια στις οικοδομές αλλά αυτή η δουλειά του έπεσε πολύ βαρειά, την άφησε και πήγε σε οβελιστήριο ως ψήστης στην πλατεία Ελευθερίας. Γύρος με πίτα, σουβλάκια με πατάτες τηγανητές, σαλάτα χωριάτικη, μπύρα, ρετσίνα και τσίπουρο. Από το ραδιόφωνο η θρηνώδης φωνή του Καζαντζίδη σε ινδοαραβικές επιτυχίες : "Με μάτια κλαμμένα στους δρόμους γυρνώ, μια χαμένη αγάπη ζητάω να βρώ… "

Απέναντι ο Μητροπολιτικός ναός και το ωραίο κτίριο της Νομαρχίας. 

Μάζευε λεφτά, ν΄αγοράσει δική του μηχανή, την ήθελε χιλιοδιακοσιάρα, με πειραγμένη εξάτμηση, να βρυχάται καθώς θα τη μαρσάρει στους στενούς δρόμους και φάτσα στο Λύκειο θηλέων.

Και το καμάκι, καμάκι. Είχε τη φήμη δεινού επιβήτορος, οι μαθήτριες τρελαίνονταν μαζί του.

Η Λίτσα ήταν πρώτη μαθήτρια, απουσιολόγος στην τάξη της και σημαιοφόρος στις παρελάσεις. ΄Οταν κατάλαβε ότι είχε πιάσει παιδί, ο Τάκης την είχε αφήσει ήδη κι ερωτροπούσε με μιά άλλη με μεγαλύτερα βυζιά και σαρκώδη χείλη. 

Η μάνα της Λίτσας άσπρισε όταν ο μαιευτήρας τους είπε πως ήταν πολύ αργά για έκτρωση, η κατάσταση ήταν προχωρημένη και τώρα μόνο αν πήγαιναν στην Ολλανδία ή στο Λονδίνο θα μπορούσε να το ρίξει. Τα γιατροσόφια της γιαγιάς δεν έπιασαν και η κοιλιά της Λίτσας είχε φουσκώσει ώστε δεν μπορούσε να κρυφτεί άλλο από τον πατέρα της.

Ο πατέρας της Λίτσας είπε στον Τάκη να βγει στην πλατεία κάτι να κουβεντιάσουν για μιά παραγγελία - δήθεν - για κάτι ντόπια κρέατα, προμήθεια, σε τιμή προσφοράς, για το σουβλατζίδικο. Ο Τάκης δεν ήξερε απ΄αυτά αλλά αφού έλειπε το αφεντικό δέχτηκε να μιλήσει με τον άγνωστο μεσήλικα, τον πήρε για χασάπη χοντρέμπορο.

Μόλις έκαναν δυό βήματα στα λευκά πλακάκια της πλατείας τον άρπαξε με το αριστερό χέρι και τον γονάτισε σαν να ήταν γουρούνι των Χριστουγέννων, το χατζάρι το είχε φέρει τυλιγμένο σε εφημερίδα, καλά κρυμμένο κάτω από το σακκάκι, όλη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι να το ακονίσει, να κόβει σαν ξυράφι.

Μετά πήγε στην κρήνη, κάτω από τον μεγάλο πλάτανο, στη γωνία των οδών Ρήγα Φεραίου και Αθανασίου Διάκου, έπλυνε τα χέρια του και στη μαρμάρινη πινακίδα διάβασε : Ο Γοργοπόταμος ήλθεν ενταύθα επί δημαρχίας Ι. Μακρόπουλου 1929.





vendredi 12 mars 2021

12 Μαρτίου

Μιά μέρα ηλιόλουστη. Εγώ μικρός στην πρώτη Δημοτικού και η μάνα μου με στέλνει ν΄αγοράσω ένα κουτί τοματοπελτέ στο καφεπαντοπωλείο του Πανόπουλου.

Επιστρέφωντας είμαι μπροστά στο σπίτι του Φουντόγιαννου όταν ένα ζευγάρι χελιδόνια κατεβαίνουν μπροστά μου παιγνιδίζοντας. Αμέσως ανυψώνονται ταχύτατα προς το σπίτι του συνταγματάρχη Γαβρή. Με γνώριζαν από την περασμένη χρονιά και τώρα, μόλις ήρθαν, μ΄έψαξαν να με χαιρετίσουν. ΄Ηρθαν, οι φίλοι μου, τα χελιδόνια. Το Καλοκαίρι έρχεται ολοταχώς.



vendredi 5 février 2021

Κότα στην κατσαρόλα

 Κότα στην κατσαρόλα*


Παρίσι. Το εστιατόριο La poule au pot*, 9 rue Vauvilliers. Ο ιδιοκτήτης μου προσφέρει μιά φιάλη σπάνιο κρασί Βουργουνδίας με την προϋπόθεση να τον ακολουθήσω σε ένα είδος παιχνιδιού όπου συμμετέχουν οι συνεργάτες του. Πρέπει να κατέβω μαζί τους στην κάβα και να παίξω κυνηγητό. Αυτοί έχουν ηλεκτρικούς φακούς, τους κυνηγώ προσπαθώντας να αποφύγω τα εμπόδια που παρουσιάζονται. Το κάνουν επίτηδες, αλλά δέχομαι τους όρους. Μέσα στο υπόγειο βλέπω σαν να είναι απόγευμα καλοκαιριού, μετά τη δύση του ηλίου. Τρέχουν μπροστά, δεν ανησυχώ, διασχίζω τα πολλαπλά δωμάτια, ανεβοκατεβαίνω χαλασμένες σκάλες, περνώ από στενές τρύπες και μετά από μιά καταπακτή βρίσκομαι στην αυλή του Αγίου Γεωργίου στο ΄Ανυδρο. Εκεί είναι λίγοι γέροι και πολλά παιδιά. Ανάμεσα τους η κόρη μου Ελένη. Είναι αποκλεισμένοι εδώ, δεν μπορούν να φύγουν παρά μόνο από την υπόγεια δίοδο. ΄Ενας επίτροπος, ξέρει μαγικά, προτείνει να περάσουν τα παιδιά ένα-ένα, αυτός θα ακολουθεί παράλληλα για να εξορκίζει τα δαιμόνια. 

Λέω : «Μόλις έφθασα και δεν είδα τίποτα.»

Βλέπω απέναντι τον γέρο-Δήμο, έχει έρθει το ταχυδρομείο, μας ρίχνει τις επιστολές σαν να πετάει μπούμεραγκ, τις πιάνουμε στον αέρα, μερικές δεν φτάνουν μέχρι το προαύλιο της εκκλησίας. Ανησυχώ μήπως είναι θετικές απαντήσεις σε υποψηφιότητες για δουλειά. Διαβάζω μιά από τις επιστολές, την έχει γράψει ο γραμματέας της κοινότητος ως απάντηση, σε μιά δική μου αίτηση.


* Κότα στην κατσαρόλα, (La poule au pot). 

Η συνταγή του καλού βασιλιά Henry IV, σύμφωνα με τον γαλλικό μύθο.


Υλικά : Μιά κότα, 800 γραμμάρια καρότα, 300 γραμμάρια γογγύλια, τέσσερα πράσα, ένα κρεμμύδι, δύο γαρύφαλλα, πιπέρι, αλάτι, μιά κουταλιά σούπας με θυμάρι, τρία φύλλα δάφνης. 


Εκτέλεση : Καθαρίζουμε και πλένουμε όλα τα λαχανικά, αφαιρούμε τις φλούδες. Βάζουμε την κότα σε μιά μεγάλη κατσαρόλα, ρίχνουμε νερό ώστε να τη σκεπάσει. Την βράζουμε και διαδοχικά αφαιρούμε τον αφρό. Προσθέτουμε τα λαχανικά, το κρεμμύδι με τα γαρύφαλλα, το θυμάρι, τη δάφνη, το αλάτι και το πιπέρι. Σκεπάζουμε με το καπάκι της κατσαρόλας και την αφήνουμε να βράσει σε μεσαία φωτιά για δύο με δυόμιση ώρες.


vendredi 6 novembre 2020

Το εμβόλιο

 ΄Ολα τα μέσα ενημέρωσης μιλούν για το νέο εμβόλιο. Πρέπει να το κάνουμε να σωθούμε από τη φοβερή αρρώστια. Ο Αλέκος Μακαρένκο με πείθει να πάμε στο παράρτημα του νοσοκομείου, είναι στην κορυφή του Γελαδόγροικου και σαν να είναι καφενείο καθώς περιμένουμε στη σειρά.

«Γιατί να μην πάμε στο νοσοκομείο που είναι πάνω από τα σπίτια μας;» Ρωτώ τον Αλέκο.

«Εδώ εμβολιάζει ένας μεγάλος καθηγητής, έχει το ερευνητικό του κέντρο.»

Σε λίγο ο Αλέκος φεύγει.

«Που πας ρε μεγάλε;»

«Δίψασα, πάω να φέρω μπύρες, κράτα σειρά,» λέει ο Αλέκος.

Μόλις φθάνει η σειρά μου ο γέρο καθηγητής λέει : «Δεν έχει άλλες δόσεις για σήμερα.»

Σαν να τον έχω ξαναδεί κάπου, σαν να τον έχω γνωρίσει πριν από χρόνια.

«Δεν έχετε ψυγείο, διαμαρτύρομαι, αύριο έχω δουλειές με φούντες.»

«Ψυγεία όσα θες», λέει ο καθηγητής, «αλλά είναι στο μεγάλο νοσοκομείο απέναντι. Εδώ είναι το παράρτημα, το ερευνητικό κέντρο.» Μετά προσθέτει, «πρέπει να πάω να δω τα μωρά μου.»

Εννοεί πως κάνει καλλιέργεια βλαστοκυττάρων, πρέπει να πάει να τα ταΐσει.

Ο Αλέκος έχει γίνει άφαντος.

Γυρίζω πίσω στο μεγάλο νοσοκομείο. ΄Ενας νεότερος γιατρός εμβολιάζει τον πληθυσμό. Κάπου τον ξέρω αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ που και πότε είχαμε συναντηθεί στο παρελθόν.

Εμβολιασμένος επιστρέφω στο Γελαδόγροικο αναζητώντας τον Αλέκο Μακαρένκο, να του πω να πάει να εμβολιαστεί απέναντι.

Συναντώ το γέρο καθηγητή στην αυλή του καφενείου όπου είναι το εργαστηριό του. Τότε τον αναγνωρίζω, είναι ο καθηγητής Σαμουήλ Λαζενές, τώρα έχει μουστάκι, διπλό σαγόνι με φαλάκρα και λίγα λευκά μαλλιά.

«Κι εγώ σε θυμάμαι νεαρό φοιτητή στο Παρίσι», λέει ο Λαζενές, «με είχε εντυπωσιάσει η μνήμη σου, δεν κρατούσες ποτέ σημειώσεις και είχες τους καλύτερους βαθμούς στην ανατομία, κανένα λάθος.»

«΄Ομως τώρα δεν θυμάμαι το όνομα του γιατρού που μου έκανε το εμβόλιο, ούτε που τον συνάντησα για πρώτη φορά, ήταν πριν από τριάντα χρόνια.»

«Είναι στρατιωτικός γιατρός», απαντά ο Λαζενές, «τον επιστρατεύσαμε για την περίσταση του εμβολίου.»

Τότε τον θυμήθηκα στο στρατόπεδο νεοσυλλέκτων στο Μεσολόγγι και μετά στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο Αθηνών.

«Δεν τον έχει αγγίξει ο χρόνος», λέω εγώ.

«Είδες βρε παιδί μου πως γεράσαμε, διπλά σαγόνια, φαλάκρα και λευκά μαλλιά», λέει ο Λαζενές καθώς με κοιτάει κατάματα σαν να βλέπει τον εαυτό του σε καθρέφτη.

«Ήρθες να περάσεις τη συνταξή σου στο χωριό σου;» με ρωτάει μετά.

«΄Ηρθα για το μνημόσυνο της μάνας μου. Θα φτάσω στο χείλος του τάφου και δεν θα πάρω σύνταξη», αποκρίνομαι.

«Κι εγώ το ίδιο», λέει ο καθηγητής, «δεν έχω συμπληρώσει ακόμη τα απαραίτητα τρίμηνα.»



dimanche 25 octobre 2020

Του Αγίου Δημητρίου

 Καρδιά της δικτατορίας. Πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου. Την παραμονή ο Βασίλης Τσατζαλής, με την ορχήστρα του, έρχεται στο καφεπαντοπωλείο του Πανόπουλου. Ο ίδιος παίζει ακορντεόν και τραγουδάει, δίπλα του η τραγουδίστρια με κόκκινα χείλη, η φούστα λίγα εκατοστά παραπάνω από το γόνατο απ΄όπου φαίνεται τμήμα των μηρών, το ντεκολτέ διακριτικό αφήνει να ξεχωρίζουν τα ολοστρόγγυλα βυζιά για να έλκουν τα διψασμένα μάτια των ανδρών που παραγγέλνουν πάλι και πάλι ψητή προβατίνα, μπύρες FIX και ρετσίνα Κουρτάκη.

Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, μετά τη Θεία Λειτουργία, το γλέντι συνεχίζεται με το ηλεκτρόφωνο στο μαγαζί του Δήμου. Η νεολαία της εποχής ακούει τραγούδια ινδοαραβικής προελεύσεως με τις θρηνώδεις φωνές του Καζαντζίδη και του Γιώργου Ταλιούρη : 

Στολίδι είσαι μόνη σου πανάθεμα το μπόι σου...

Ενώ από την αυλή του Γιάννη Σουλιώτη ακούμε, από το δικό του ηλεκτρόφωνο, τραγούδια για μια χαμένη αγάπη : 

Μην περιμένεις πια όλα τελειώσανε αφού τα χείλη σου αχ με προδώσανε...

Ο πατέρας μας στο σπίτι τραγουδάει Βασίλη Τσιτσάνη : 

Στου Νυχάκη τη βαρκούλα γλυκειά μου Μαριγούλα...

Από το ραδιόφωνο ακούμε τα στρατιωτικά εμβατήρια για την εθνική εορτή : 

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει 

δεν την σκιάζει φοβέρα καμμιά, 

μόνο λίγον καιρό ξαποσταίνει 

και ξανά προς τη δόξα τραβά, ξανά τραβά...




Κ. Δ. ΑΒΡΑΑΜ. ΚΥΝΑΡΙΑ

 Κουνάτε την ουρίτσα σας με μάτια ιλαρά γλείφετε πάντα ευπειθώς φρόνιμα εμποράκια σε μιά φτηνή βουλιάζετε και άβουλη  χαρά και σαν τους κλόο...