Rechercher dans ce blog

vendredi 6 novembre 2020

Το εμβόλιο

 ΄Ολα τα μέσα ενημέρωσης μιλούν για το νέο εμβόλιο. Πρέπει να το κάνουμε να σωθούμε από τη φοβερή αρρώστια. Ο Αλέκος Μακαρένκο με πείθει να πάμε στο παράρτημα του νοσοκομείου, είναι στην κορυφή του Γελαδόγροικου και σαν να είναι καφενείο καθώς περιμένουμε στη σειρά.

«Γιατί να μην πάμε στο νοσοκομείο που είναι πάνω από τα σπίτια μας;» Ρωτώ τον Αλέκο.

«Εδώ εμβολιάζει ένας μεγάλος καθηγητής, έχει το ερευνητικό του κέντρο.»

Σε λίγο ο Αλέκος φεύγει.

«Που πας ρε μεγάλε;»

«Δίψασα, πάω να φέρω μπύρες, κράτα σειρά,» λέει ο Αλέκος.

Μόλις φθάνει η σειρά μου ο γέρο καθηγητής λέει : «Δεν έχει άλλες δόσεις για σήμερα.»

Σαν να τον έχω ξαναδεί κάπου, σαν να τον έχω γνωρίσει πριν από χρόνια.

«Δεν έχετε ψυγείο, διαμαρτύρομαι, αύριο έχω δουλειές με φούντες.»

«Ψυγεία όσα θες», λέει ο καθηγητής, «αλλά είναι στο μεγάλο νοσοκομείο απέναντι. Εδώ είναι το παράρτημα, το ερευνητικό κέντρο.» Μετά προσθέτει, «πρέπει να πάω να δω τα μωρά μου.»

Εννοεί πως κάνει καλλιέργεια βλαστοκυττάρων, πρέπει να πάει να τα ταΐσει.

Ο Αλέκος έχει γίνει άφαντος.

Γυρίζω πίσω στο μεγάλο νοσοκομείο. ΄Ενας νεότερος γιατρός εμβολιάζει τον πληθυσμό. Κάπου τον ξέρω αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ που και πότε είχαμε συναντηθεί στο παρελθόν.

Εμβολιασμένος επιστρέφω στο Γελαδόγροικο αναζητώντας τον Αλέκο Μακαρένκο, να του πω να πάει να εμβολιαστεί απέναντι.

Συναντώ το γέρο καθηγητή στην αυλή του καφενείου όπου είναι το εργαστηριό του. Τότε τον αναγνωρίζω, είναι ο καθηγητής Σαμουήλ Λαζενές, τώρα έχει μουστάκι, διπλό σαγόνι με φαλάκρα και λίγα λευκά μαλλιά.

«Κι εγώ σε θυμάμαι νεαρό φοιτητή στο Παρίσι», λέει ο Λαζενές, «με είχε εντυπωσιάσει η μνήμη σου, δεν κρατούσες ποτέ σημειώσεις και είχες τους καλύτερους βαθμούς στην ανατομία, κανένα λάθος.»

«΄Ομως τώρα δεν θυμάμαι το όνομα του γιατρού που μου έκανε το εμβόλιο, ούτε που τον συνάντησα για πρώτη φορά, ήταν πριν από τριάντα χρόνια.»

«Είναι στρατιωτικός γιατρός», απαντά ο Λαζενές, «τον επιστρατεύσαμε για την περίσταση του εμβολίου.»

Τότε τον θυμήθηκα στο στρατόπεδο νεοσυλλέκτων στο Μεσολόγγι και μετά στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο Αθηνών.

«Δεν τον έχει αγγίξει ο χρόνος», λέω εγώ.

«Είδες βρε παιδί μου πως γεράσαμε, διπλά σαγόνια, φαλάκρα και λευκά μαλλιά», λέει ο Λαζενές καθώς με κοιτάει κατάματα σαν να βλέπει τον εαυτό του σε καθρέφτη.

«Ήρθες να περάσεις τη συνταξή σου στο χωριό σου;» με ρωτάει μετά.

«΄Ηρθα για το μνημόσυνο της μάνας μου. Θα φτάσω στο χείλος του τάφου και δεν θα πάρω σύνταξη», αποκρίνομαι.

«Κι εγώ το ίδιο», λέει ο καθηγητής, «δεν έχω συμπληρώσει ακόμη τα απαραίτητα τρίμηνα.»



dimanche 25 octobre 2020

Του Αγίου Δημητρίου

 Καρδιά της δικτατορίας. Πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου. Την παραμονή ο Βασίλης Τσατζαλής, με την ορχήστρα του, έρχεται στο καφεπαντοπωλείο του Πανόπουλου. Ο ίδιος παίζει ακορντεόν και τραγουδάει, δίπλα του η τραγουδίστρια με κόκκινα χείλη, η φούστα λίγα εκατοστά παραπάνω από το γόνατο απ΄όπου φαίνεται τμήμα των μηρών, το ντεκολτέ διακριτικό αφήνει να ξεχωρίζουν τα ολοστρόγγυλα βυζιά για να έλκουν τα διψασμένα μάτια των ανδρών που παραγγέλνουν πάλι και πάλι ψητή προβατίνα, μπύρες FIX και ρετσίνα Κουρτάκη.

Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, μετά τη Θεία Λειτουργία, το γλέντι συνεχίζεται με το ηλεκτρόφωνο στο μαγαζί του Δήμου. Η νεολαία της εποχής ακούει τραγούδια ινδοαραβικής προελεύσεως με τις θρηνώδεις φωνές του Καζαντζίδη και του Γιώργου Ταλιούρη : 

Στολίδι είσαι μόνη σου πανάθεμα το μπόι σου...

Ενώ από την αυλή του Γιάννη Σουλιώτη ακούμε, από το δικό του ηλεκτρόφωνο, τραγούδια για μια χαμένη αγάπη : 

Μην περιμένεις πια όλα τελειώσανε αφού τα χείλη σου αχ με προδώσανε...

Ο πατέρας μας στο σπίτι τραγουδάει Βασίλη Τσιτσάνη : 

Στου Νυχάκη τη βαρκούλα γλυκειά μου Μαριγούλα...

Από το ραδιόφωνο ακούμε τα στρατιωτικά εμβατήρια για την εθνική εορτή : 

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει 

δεν την σκιάζει φοβέρα καμμιά, 

μόνο λίγον καιρό ξαποσταίνει 

και ξανά προς τη δόξα τραβά, ξανά τραβά...




samedi 17 octobre 2020

Η επιθυμία της μητέρας στο διήγημα Το λουτρό του Μένη Κουμανταρέα*

 H επιθυμία της μητέρας 

στο διήγημα «Το λουτρό» του Μένη Κουμανταρέα. 


Στο διήγημα «Το λουτρό» που είναι το δεύτερο της συλλογής «Τα μηχανάκια»1, ο συγγραφέας περιγράφει τις σχέσεις μιας πυρηνικής οικογένειας η οποία παρουσιάζεται ως η παραδοσιακή τριάδα, πατέρας, μητέρα και γιός. Σε μια πρώτη επιφανειακή ανάγνωση το κύριο θέμα του διηγήματος φαίνεται να είναι η υπερπροστατευτική καταπιεστική σχέση της μητέρας προς το γιό που ετοιμάζεται να αναχωρήσει για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και η επιτυχημένη προσπάθεια του να απελευθερωθεί από τη δυναστεία της μητέρας του.

Από ψυχοπαθολογική άποψη η συμπεριφορά της μητέρας και τα συμπτώματα που περιγράφει ο συγγραφέας μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για αντιδραστικής φύσεως διπολική διαταραχή του συναισθήματος.

Η αφήγηση εκτυλίσσεται γύρω από τη συμπεριφορά και τη δυσκολία της μητέρας να παραδεχτεί το ότι ο γιος της μεγάλωσε και δεν είναι πλέον το μωρό που της αρέσει να βλέπει πάλι και πάλι στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της παιδικής του ηλικίας.

Τα δρώμενα αναφέρονται στη δυνατή σχέση μεταξύ μητέρας, (Αντωνία) και του γιού, (Χαράλαμπος). Για τον πατέρα ο συγγραφέας αναφέρει ότι υπήρξε κάποτε ναυτικός, είναι ένας γέρος παραμερισμένος στη γωνιά, σιωπηλός, δεν παρουσιάζει κανένα σεξουαλικό ενδιαφέρον για τη μητέρα. Κι ενώ το κείμενο δεν το αναφέρει σε κανένα σημείο, δημιουργείται στον αναγνώστη η εντύπωση ότι είναι ανάπηρος, σαν να είναι ζωντανός νεκρός.


Η μάνα περιγράφεται ως «στητή, κοτσανάτη, αρυτίδωτη, με μια κοιλιά που ξεφώνιζε από ευφορία...»


«Με τα μάτια της, μαύρα ακατέργαστα διαμάντια, έλαμπαν από σκοτεινή αγάπη.»


Όσο διαρκούν οι ετοιμασίες για την αναχώρηση του γιού η μάνα βρίσκεται σε υπομανιακή κατάσταση, αναλαμβάνει τα πάντα, από το να ετοιμάσει τη βαλίτσα του μέχρι να του πλύνει τα δόντια σαν να ήταν ο Χαράλαμπος μωρό.

Με την αναχώρηση του γιού η μητέρα εισέρχεται σε μια καταθλιπτική περίοδο.


«η μάνα μέσα στο άδειο σπίτι γυρόφερνε με το ξεχειλωμένο μισοφόρι της, αχτένιστη, αφτιασίδωτη, άπλυτη, ίδια η απελπισία. Γύρω της τα κατσαρόλια στοιβάζονταν λόφοι από γλίτσα και καμένο βούτυρο κι η κνίσα σούμπηγε το κεντρί της στα ρουθούνια. Τα ρούχα άστρωτα, τα φορέματα ασιδέρωτα, οι κάλτσες αμαντάριστες, τα έπιπλα θαμμένα σε προϊστορική σκόνη που οι αράχνες ξεθαρρεμένες τύλιγαν με κουκούλι κεντημένο μύγες.»


«Κοιμόταν λίγο ή καθόλου. Το σαράκι αντίς να την τρώει την έτρεφε - είχε γίνει δυό φορές πιο παχιά.»


«Η μάνα πεσμένη σαν τη λεχώνα στο κρεβάτι, ανάσκελα, γυμνή, ξεφύλιζε με τα μάτια το ημερολόγιο του τοίχου.»


Και μόνο οι φωτογραφίες του γιού της μωρού και τα μωρουδίστικα ρούχα που τα είχε φυλαγμένα είκοσι χρόνια μετά, ενίσχυαν την αναμνηστική της νοσταλγία.

Όταν ο γιός επιστρέφει στο αγρόκτημα, με σαρανταοκτάωρη άδεια, η μάνα βγαίνει από την κατάθλιψη και ξαναβρίσκει την υπομανιακή της δραστηριότητα. Απαγορεύει στο γιό της το κάπνισμα, τον αναγκάζει να πλυθεί, θέλει να τον πλύνει η ίδια και τότε ανακαλύπτει ότι το μωρό, που η ίδια το ήθελε μωρό για πάντα, έγινε άνδρας τριχωτός με πέος και όρχεις. Η μάνα παθαίνει μια κρίση οξείας μορφής και μέσα σε μια ατμόσφαιρα έντονου ερωτισμού ο γιός αντιδρά σαν ένας σύγχρονος απελευθερωμένος αντι-οιδίποδας που έχει τη δυνατότητα επιλογής.


«Την πρόφτασε έξω από το δωμάτιό του και στην προσπάθεια του να την συγκρατήσει της ξέσχισε μια λουρίδα φουστάνι. Ένα κομμάτι μαραμένης μα στητής σάρκας ήρθε να πέσει μπροστά του. Τα μάτια του το δέχτηκαν σαν πεινασμένο σκυλί. Κι όπως οι φωνές της πλήθαιναν και κολλούσαν πάνω στο υγρό τείχος της ζέστης, στην αρχή θέλησε να της φράξει το στόμα κι όπως σύγκορμη σπαρταρούσε στα χέρια του, ανοίγοντας διάπλατη την πόρτα της κάμαρης του, την πέταξε πάνω στο κρεβάτι κι ύστερα βγήκε κλείνοντας πίσω του την πόρτα, βάνοντας και το κλειδί στην τσέπη.»


Το ερώτημα που θέτει ο αναγνώστης για την συμπεριφορά της μητέρας στο «λουτρό» είναι ποιό μπορεί να είναι το κίνητρο αυτής της διπλής συμπεριφοράς. Όταν ο γιός είναι παρών η μητέρα βρίσκεται σε οξεία κρίση αναταραχής και όταν απουσιάζει χάνει όλη της την ενέργεια και εισέρχεται σε καταθλιπτική κατάσταση. 

Είναι σημαντικό να σημειωθεί η έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας από την πλευρά της μητέρας για τον σύζυγό της ο οποίος όπως είπαμε είναι παραμερισμένος και σχεδόν ανύπαρκτος.


Η συμπεριφορά σαν αυτή της μητέρας του «λουτρού» που βρίσκεται στην ηλικία της εμμηνόπαυσης και σε κατάσταση κρίσης στο μέσον της ζωής, έχει περιγραφεί ως σύμπλεγμα της Ιοκάστης. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ψυχαναλυτικής θεωρίας, (H. Deutsch 1944)2, «το ερωτικό αντικείμενο της γυναίκας σε αυτή την ηλικία είναι ο γιός, πρόκειται για έναν νέο μύθο του Οιδίποδα. Και όπως οι αιμομικτικές φαντασιώσεις είναι απαράδεκτες, βλέπουμε να αναδύεται, σε ένα ορισμένο αριθμό γυναικών, μια μάχη εναντίον κάθε σεξουαλικής φαντασίωσης.Το σύνολο που σχηματίζεται από τη φαντασίωση της επιθυμίας και τους ιδιαίτερους μηχανισμούς που την εμποδίζουν να αναδυθεί είναι το σύμπλεγμα της Ιοκάστης. 3 »


Ορισμένες γυναίκες που βρίσκονται σε κρίση στο μέσον της ζωής παραμελούν τη σεξουαλική τους ζωή και εκδηλώνουν έντονη αναταραχή εάν έχουν γιό που οδεύει προς την ανδρική ηλικία ή στο περιβάλλον τους βρίσκεται νέος άνδρας.


Ο Κουμανταρέας στο διήγημά του μας δίνει στοιχεία που μας επιτρέπουν να κάνουμε την υπόθεση αιμομικτικής απωθημένης επιθυμίας από την πλευρά της μητέρας για το γιό της.

Από την γέννηση του παιδιού η μάνα έχει κάνει τέτοια επένδυση αγάπης που έχει σχέση με αυτό που περιγράφεται ως επιθυμία του φαλλού4, (ο φαλλός ως σύμβολο εξουσίας και γονιμότητος). Άλλωστε στο διήγημα η Αντωνία έχει όλα τα χαρακτηριστικά φαλλικής γυναίκας.

Η κρίση της μητέρας εκδηλώνεται όταν καταλαβαίνει ότι ο γιός είναι άνδρας σε ηλικία που μπορεί να έχει σεξουαλικές σχέσεις. Στον ψυχισμό της μητέρας προκαλείται μια απαράδεκτη σύγκρουση, εξ αιτίας της ασύνειδης αιμομικτικής επιθυμίας, που προσπαθεί να την αντιμετωπίσει με τις φωτογραφίες της παιδικής ηλικίας και τα μωρουδίστικα ρούχα του γιού της, ρούχα που τα έχει κρατήσει και τα συντηρεί με θρησκευτική ευλάβεια.


Ο Jacques LACAN στο σχόλιό του για την τραγωδία Αντιγόνη του Σοφοκλή5 δηλώνει ότι η επιθυμία της μητέρας, (Ιοκάστη), είναι επιθυμία ζωής και θανάτου.

Στις διαφορετικές εκδοχές του μύθου των Λαβδακιδών, απ’ όπου ο Φρόιντ εμπνεύστηκε το σύμπλεγμα του Οιδίποδα και οι επίγονοι το σύμπλεγμα της Ιοκάστης, όσο και στην τραγωδία του Σοφοκλή Οιδίπους τύραννος, η Ιοκάστη παρουσιάζεται να γνωρίζει την τιμωρία που επιβάλλει ο θεός στο Λάϊο για την αποπλάνηση του Χρύσσιπου. Είναι αυτή, η Ιοκάστη, που θα δράσει ώστε ο πατέρας Λάιος και ο γιός Οιδίποδας να οδηγηθούν στο θάνατο. Βέβαια ο Οιδίποδας θα σωθεί για να εκπληρωθεί στη συνέχεια ο χρησμός έτσι ώστε ο γιός να φονεύσει τον πατέρα και να έρθει σε γάμο με τη μητέρα ως νέος βασιλιάς.


Στο λουτρό η επιθυμία της μητέρας είναι επιθυμία ζωής αφού η μητέρα είναι η αρχή της ζωής, αλλά συγχρόνως η επιθυμία της είναι επιθυμία θανάτου και αυτό το καταλαβαίνουμε από την διπλή συμπεριφορά, (αναταραχή-κατάθλιψη) που φανερώνει αιμομικτική επιθυμία και από την νοσταλγική της επιθυμία να ήταν το παιδί της για πάντα μωρό.


Ο Κουμανταρέας μας παρουσιάζει το θέμα ενός πανάρχαιου μύθου που είναι ένα από τα θεμέλια του πολιτισμού. Το θέμα αυτό επανέρχεται στην πεζογραφία του Κουμανταρέα κυρίως στα κείμενα όπως «Η κυρία Κούλα»6, όπου μία γυναίκα, των βορείων προαστείων, στην ηλικία της κλημακτηρίου, συνάπτει σεξουαλική σχέση με ένα νεαρό φοιτητή που θα μπορούσε να ήταν ο γιός της, στο κείμενο «Η φανέλα με το εννιά»7 η μεσήλιξ σύζυγος του προπονητή από το Βόλο συνουσιάζεται με τον νεαρό ποδοσφαιριστή και στο «Δύο φορές Έλληνας»8 πάλι η μεσήλιξ σύζυγος του διορθωτή διατηρεί κρυφή σεξουαλική σχέση με ένα νεαρό αλφαμίτη.

Κατά τη γνώμη μου «Το Λουτρό» είναι από τα καλύτερα κείμενα του συγγραφέα και ένα από τα πιο σημαντικά διηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.


                                Κώστας Αλεξόπουλος


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Μένη Κουμανταρέα. Τα Μηχανάκια. Εκδόσεις Κέδρος 1986. Α΄έκδοση "ΦΕΞΗΣ" 1962.


2. H. Deutsch (1944). La psychologie des femmes : étude psychanalytique. Paris PUF, 1967, vol. II. pages 391- 418.


3. Marie-Christine Laznik. Le troisième temps de l'Œdipe chez une femme, (le complexe de Jocaste), in REVUE FRANCAISE DE PSYCHANALYSE 2005/4, (vol. 69), pages 993 - 1011, PUF


4. J. Laplanche et J. -B. Pontalis, Vocabulaire de la psychanalyse PUF 1967, pages 311 - 312.


5. J. Lacan; LE SEMINAIRE livre VII. L'éthique de la psychanalyse. SEUIL 1986. Pages 283 - 333 : L'ESSENCE DE LA TRAGEDIE Un commentaire de l'Antigone de Sophocle.


6. Μένη Κουμανταρέα. Η κυρία Κούλα. Εκδόσεις Κέδρος 1977.


7. Μένη Κουμανταρέα. Η φανέλα με το εννιά. Εκδόσεις Κέδρος 1986.


8. Μένη Κουμανταρέα. Δύο φορές Έλληνας. Εκδόσεις Κέδρος 2001.


*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Οδός Πανός, τχ.175, ιούλιος-σεπτέμβριος 2017.




 


dimanche 27 septembre 2020

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (Απόσπασμα)

 Το 1918 τον πήραν στο στρατό. Κι ενώ τους άλλους συνομήλικους του τούς έστειλαν στο 5/42 σύνταγμα ευζώνων, αυτόν τον έστειλαν στη Χαλκίδα για εκπαίδευση. 

Μετά στον Πειραιά και απο ΄κει στη Σμύρνη όπου τα πλήθη των αμάχων τους υποδέχονταν ως ελευθερωτές.

Δεν γνωρίζω σε ποιό σώμα στρατού υπηρέτησε.

Τον σκέφτομαι συχνά και υποθέτω πως φεύγοντας απο το Τσερνοβίτι θα σιγοσφύριζε δημοτικά τραγούδια : 

Κώστα μ΄τα χιόνια λώσανε και τα πουλιά το λένε...

Κάτω στα δασιά πλατάνια, Διαμαντούλα, κάθονταν δυό παληκάρια...

Φθάνοντας στη Σμύρνη θα άκουγε απο παντού το τραγούδι της εποχής : 

Από τα πολλά που μούχεις καμωμένα, δεν σε θέλω πιά....

Και μετά όταν η σάλπιγγα επαναλάμβανε : Προχωρείτε, προχωρείτε...

...στο νού του είχε σφηνωθεί αυτό το λαϊκό τραγουδάκι, 

...τα σωθικά μου τάχεις μαυρισμένα, δεν σε θέλω πιά...

...και μέσα στα χαρακώματα όταν τραυματίστηκε στο γόνατο...

...δεν μ΄αρέσουν πλέον τα γινάτια, δεν ποθώ πιά τα γλυκά σου μάτια....

και όταν νοσηλεύτηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο κι άκουγε τα ουρλιαχτά των στρατιωτών που έπασχαν απο πριαπισμό και οι γιατροί, ως μόνη θεραπεία, τους έβαζαν μέσα στα πρησμένα πέη, που ήταν μαύρα σαν μελιτζάνες, πυρακτωμένες βελόνες, στο μυαλό του θα είχε τον ίδιο σκοπό... 

...παίζω και γελώ κι άλλην αγαπώ...

και όταν επανήλθε στη μονάδα του τον Απρίλιο του  1922 στη Μικρά Ασία και στις 2 Μαίου έστειλε τη μοναδική φωτογραφία, ( που έχουμε να τον θυμόμαστε ή για να ξέρουμε εμείς τα εγγόνια του, που δεν τον γνωρίσαμε, τι φάτσα είχε), αυτή την φωτογραφία που την έστειλε στην αδερφή του Κωνσταντία - ήταν παντρεμένη στις Ράχες με τον Αθανάσιο Χάδο - όπου της έγραφε το τυποποιημένο τετράστιχο που έγραφαν όλοι οι στρατιώτες στους συγγενείς τους : 

(στην πολυαγαπημένη μου αδερφή Κωνσταντία, 

λάβε κορμί χωρίς ψυχή και σώμα δίχως αίμα, 

λάβε και την φωτογραφία μου για να θυμάσε εμένα.), 

θα είχε πάντα στή σκέψη του αυτή τη μελωδία... 

...μάθε κι άλλη μια πως δεν σε θέλω πιά. 

Ούτε το τραγούδι για του Αϊτού το γιό δεν μπόρεσε να του το βγάλει απο το μυαλό.


΄Η μπορεί να είχε δεί την οπερέτα «Ο Βαφτιστικός», του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, όπου γελειοποιούσε του καραβανάδες που λουφάριζαν, και θα σιγοσφύριζε το ρυθμό... 

...απ΄την πρώτη στιγμή που σας είδα κι εγώ που μου ρίξατε τη ματιά...

...καθώς θα προχωρούσαν προς την Κόκκινη Μηλιά, με τους βιασμούς των γυναικών, τα καμμένα σπίτια, τα καμμένα σπαρτά, τις ομαδικές εκτελέσεις των λιποτακτών και θα γινόταν η κατάρευση, όταν τους αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι στο Αλή Βεράν μαζί με τον στρατηγό Τρικούπη...

...μου ανάψατε στα στήθη μια μεγάλη και τρανή φωτιά...


Δεν ξέρουμε πως τη γλίτωσε, πως κατάφερε να επιζήσει χωρίς νερό στην αλμυρή έρημο, σπάζωντας χαλίκι. Στο στρατόπεδο του Ουσάκ μπορεί να ήταν με τον Παναγιώτη του Θανάση  Βαλτινού και μαζί να επέστρεψαν στη Σμύρνη όπου τους παρέλαβε χύμα ο Ερυθρός Σταυρός με το ατμόπλοιο "Μαρίκα Τόγια".


Επιστρέφοντας στο Τσερνοβίτι βυθίστηκε στην σιωπή και στην ενοχή των επιζόντων. Μόνο άμα ήταν βαρύς ο χειμώνας στην Κανάλα, έλεγε πως έζησε αυτός χειμώνες στη Μικρασία όπου έβγαινες από το αντίσκηνο για κατούρημα το πρωί και το κάτουρο γινόταν πάγος μόλις άγγιζε το χώμα. 

Θυμόταν τις βρισιές των Τούρκων : adam namussuz domuz köpek. (Ανδρα αφιλότιμε, σκυλί, γουρούνι).





vendredi 28 août 2020

Η Κούλα και ο Φάνης

 Ο θείος μου ο Φάνης Μαστρογιάννης στα νιάτα του ήταν ποδοσφαιριστής. Το 1948 λίγους μήνες πριν τον καλέσουν να παρουσιαστεί στις τάξεις του Εθνικού Στρατού να πολεμήσει εναντίον των κομμουνιστών, έσπασε το πόδι του στο μάτς Στυλίδα-Λαμία, έτσι πήρε αναβολή και από αυτή την εύνοια της τύχης δεν βρέθηκε αντιμέτωπος με την μεγαλύτερη αδερφή του.

Η θεία μου η Κούλα Μαστρογούλα ήταν αξιωματικός του λεγόμενου Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, τραυματίστηκε στο πρόσωπο σε μάχη έξω από το χωριό Λιδωρίκι, τον Απρίλιο του 1949, όπου έχασε τα μάτια της από θραύσματα όλμου. Την έσωσαν οι στρατιώτες του τακτικού στρατού που την οδήγησαν στο νοσοκομείο γιατί εάν είχαν προλάβει να την συλλάβουν οι άτακτοι των Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου θα της είχαν κόψει το κεφάλι για μιά χρυσή λίρα Αγγλίας.




vendredi 7 août 2020

Κουρδισμένα βιολιά

...ην δε ο Ιωάννης ενδεδυμένος τρίχας καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού, και εσθίων ακρίδας και μέλι άγριον...

                                                    ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ  6


Είμαι στο ρέμα με τις λυγαριές μπροστά στο σπίτι μας. Είναι πρωί μετά την ανατολή του ηλίου. Βαδίζω μέσα στην απόλυτη ησυχία, δεν ακούγονται ούτε βελάσματα αιγοπροβάτων, ούτε γαυγίσματα σκυλιών, ούτε γκαρίσματα από τα γαιδούρια της γειτονιάς. Μόνο τα τζιτζίκια δειλά-δειλά τολμούν και κουρδίζουν τα βιολιά τους.

Αίφνης ακούγεται η θρηνώδης φωνή του Καζαντζίδη : ...θα σου κλείσω το στόμα με χίλια φιλιά και ας παν στην ευχή τα παλιά...

Ο Γιάννης ο Μαλλιάς έβαλε πάλι σε ενέργεια το ηλεκτρόφωνο. Κι εγώ που ήλπιζα να περάσω ήσυχες διακοπές στο χωριό.

Ανεβαίνω στο δρόμο. Πηγαίνω εκνευρισμένος προς το σπίτι του Μαλλιά να του κάνω συστάσεις να σταματήσει να βάζει τόσο δυνατά μουσική τον Ιούλιο, όσο θα μείνω εδώ, μετά ας κάνει όπως νομίζει. ΄Αμα δεν αλλάξει συμπεριφορά είμαι ικανός να φέρω την αστυνομία.

Προχωρώντας σκέφτομαι πως ο Γιάννης πέθανε πριν απο δέκα χρόνια και πως γίνεται να βάζει τραγούδια της νεοτητός του; Μήπως αναστήθηκε;

Τον βλέπω όρθιο μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού του, λευκός σαν σεντόνι, γερασμένος, είναι ντυμένος με ακατέργαστα δέρματα αιγοπροβάτων. Με κοιτάζει με έκπληξη και σαν να μου λέει πως φεύγει σε λίγο με το λεωφορείο. Θα πάει να το περιμένει στο καφενείο του Πολύμερου.




 

dimanche 2 août 2020

΄Ολοι θα ζήσουμε...

Καθώς ξυρίζομαι το πρωί  σκέφτομαι την οικονομική κατάσταση και τους περιορισμούς που επέβαλε η κυβέρνηση μετά το κλείσιμο των τραπεζών. Και ξαφνικά μέσα στη σκέψη μου στροβιλίζει ένα τραγουδάκι του Γιώργου Κοινούση : 
«΄Ολοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε κι εσύ με τα πολλά και ΄μεις με τα λίγα...»
Που το θυμήθηκα αυτό τώρα μετά από σαρανταδύο χρόνια. Τον θυμάμαι το 1973 στο κανάλι των Ενόπλων Δυνάμεων να το τραγουδά με μακρύ μαλλί, παντελόνι καμπάνα και πουκάμισο ανοιχτό, χωρίς γραβάτα. ΄Ηταν μια σπίθα αντίστασης, σαν κωδικοποιμένο μήνυμα ελπίδας, αυτή η μελωδία μαζί με την «Αφιλότιμη» που τραγουδούσε ο Διονυσίου. 
Μετά έγιναν τα επεισόδια στο Πολυτεχνείο και οχτώ μήνες αργότερα με τα γεγονότα του Ιουλίου τα ραδιόφωνα ξέρναγαν συνέχεια τα εμβατήρια του Θεοδωράκη : 
«Το παλικάρι έχει καϋμό κι εγώ στα μάτια το κοιτώ... 
Είμαστε δυό, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς...»
«Όλοι θα ζήσουμε...», σιγοτραγουδώ και στήνομαι στην ουρά για να πάρω τα εξήντα ευρώ που δικαιούμαι από το αυτόματο μηχάνημα.
Γύρω μου βλέπω θλιμμένα πρόσωπα, ορισμένοι σαν να δακρύζουν από την πολλή ανησυχία.
Τότε προς το τέλος της ουράς ακούγεται το τραγούδι του Κοινούση : 
«...εμείς δεν είχαμε χαρτί και ΄σύ είχες το Ρήγα, όλοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε...»
Πρόκειται για μιά ντουζίνα συνταξιούχων πενηνταπεντάρηδων με ξυρισμένα κρανία και γενειάδες ορθόδοξων ιερέων. Κάνουν χορευτικές κινήσεις ψάλλοντες :  
«Όλοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε...»
«Να που δεν τον θυμάμαι μόνον εγώ τον Κοινούση», σκέφτομαι. Η γενιά μου έχει τις ίδιες αναμνήσεις. 
Ένα σούσουρο γίνεται μεταξύ αυτών που προηγούνται και βρίσκονται πιο κοντά στο αυτόματο μηχάνημα αναλήψεως. Το μηχάνημα άδειασε, δεν δίνει πλέον χαρτονομίσματα.
Το πολύχρωμο πλήθος των πολιτών κατευθύνεται ορυμαγδόν προς την απέναντι πλευρά της πλατείας όπου υπάρχει υποκατάστημα άλλης τράπεζας. Οι πενηνταπεντάρηδες συνταξιούχοι ακολουθούν άδοντες : 
«Τα παιδιά τα παιδιά τα φιλαράκια τα καλά τα σνομπάρεις κι ούτε δίνεις σημασία πια καμμιά. Όλοι θα ζήσουμε, όλοι θα ζήσουμε...»



lundi 20 juillet 2020

Αναμνηστικό

Ιούλιος 1974, εγώ φύλαγα τα γίδια, τη μιά μέρα τα πήγαινα στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, την άλλη στην Αγιά Σωτήρω. Εκείνο το απόγευμα αφού σκάρισαν από το στάλο, ήπιαν νερό στη βρύση στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, ανηφόρισαν προς τα Βάτα. Αφού άναψα τα καντήλια στην εκκλησία, τ΄ακολούθησα σιγοσφυρίζοντας ένα τραγουδάκι : 

«Μιλησέ μου, μιλησέ μου μόνο στ΄ονειρό μου σε φιλώ...»

Μόλις φθάνω στη θέση Λιοτρίβι ακούω γυναικεία κλάματα, βλέπω τρεις γυναίκες να βαδίζουν γρήγορα στη θέση Πουρνάρι με κατεύθυνση προς το χωριό. Υπέθεσα πως κάποιος είχε πεθάνει, αμέριμνος έφθασα στην καλύβα μας στη Λούτσα. 
Η γιαγιά μου είχε πήξει γιαούρτι όπως κάθε μέρα. Τρώγοντας, άνοιξα το ραδιόφωνο. Τότε άκουσα τα εμβατήρια και τις ψαλμωδίες του Μίκυ Θεοδωράκη : 
 
«Το παληκάρι έχει καϋμό και ΄γω στα μάτια το κοιτώ...» 
«Είμαστε δυό, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς...»
«Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ..». 

Κατά διαστήματα σύντομο δελτίο ειδήσεων. Οι Τούρκοι είχαν σαλτάρει στην Κύπρο, είχε κηρυχθεί γενική επιστράτευση, γινόταν πόλεμος.
Ανέβηκα στην κορυφή του υψώματος, από ΄κει αγνάντεψα ολόκληρη την κοιλάδα. Εκατοντάδες εκατοντάδων στρατιωτικά οχήματα πέρναγαν στην νέα εθνική οδό με κατεύθυνση τα σύνορα στη βόρειο Ελλάδα. 
Επιστρατεύθηκαν όλοι οι άνδρες από δεκαοχτώ μέχρι εξήντα πέντε χρονών. ΄Ολοι βοηθούσαν να βγει το πολεμικό υλικό από τις αποθήκες μέσα στον ελαιώνα. Οι στρατιωτικοί ήθελαν να προλάβουν ενδεχόμενο βομβαρδισμό των στρατιωτικών εγκαταστάσεων.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών έπεσε. Ο Καραμανλής σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητος. ΄Ενας υπουργός, ο Γεώργιος Μαύρος, ζητούσε με επιμονή να τιμωρηθούν άπαντες οι συνεργάτες της δικτατορίας, μέχρι τον τελευταίο κοινοτάρχη. 
Ο Νητσάκος και η παρέα του κυκλοφορούσαν μουδιασμένοι, έδειχναν πρωτοφανή ζήλο, αληθινοί χαμαιλέοντες, να βοηθήσουν, να μαζέψουν τρόφιμα, ρουχισμό και όλα τα χρειαζούμενα για τους επιστρατευμένους πολίτες.
Τελικά ούτε δικάστηκαν, ούτε τιμωρήθηκαν, με θρασύτητα έθεσαν υποψηφιότητα για τις δημοτικές εκλογές. Ο Καραμανλής δεν ήθελε να προκαλέσει νέα διχόνοια και διχασμό στο τραυματισμένο έθνος.


dimanche 12 juillet 2020

Το πανηγύρι*

΄Ηταν χτισμένο σε λόφο αγναντερό. Εκατόν σαραντατρία δρασκήλια νότια από τη βρύση με τις πέτρινες πελεκητές ποτίστρες. ΄Ενα χτίσμα παμπάλαιο. Μιά ξεφτισμένη εικόνα είχε μιά παλιά χρονολογία. Στους τοίχους ήταν φανερά τα σημάδια από τα μαστιγώματα της βροχής και του ανέμου. Οι πέτρινες πλάκες της σκεπής ήταν αυλακωμένες. Η πόρτα και τα παράθυρα ήταν καινούργια, σιδερένια. Το όνομα του δωρητή γραμμένο με μεγάλα γράμματα. Η σανιδένια παλιόπορτα και τα ξύλινα παράθυρα ήταν πεταμένα δίπλα στη ρίζα μιας βασιλικής δρυός. Χιλιοτρυπημένα απο τις σφαίρες. Τον καιρό της κλεφτουργιάς και αργότερα στον καιρό της Κατοχής και του Εμφυλίου, δώθηκαν μάχες εδώ. Τα ξυλόγλυπτα μανουάλια μισοκαμμένα ήταν ριγμένα δίπλα στους θάμνους. Εδώ μαζεύονταν οι άνθρωποι τα χρόνια τα παλιά, το κατακαλόκαιρο, τον Αλωνάρη, γιόρταζαν του Αϊ-Λια τη χάρη. Το πανηγύρι κράταγε τρεις μέρες. ΄Ερχονταν απ΄όλα τα χωριά. Αγροτοποιμένες, χωριάτες, Βλάχοι, αντάμωναν όλοι μαζί. Μετά τη λειτουργία γλεντοκόπαγαν. Είχαν κλαρίνα, βιολιά, ταμπούρλα. Φόραγαν φουστανέλλες, τσαρούχια, σελάχια όπου είχαν τα πιστόλια και τα χατζάρια. Οι γυναίκες φόραγαν μαντήλια πολύχρωμα, λευκά μεταξωτά πουκάμισα, ζακέτες υφαμένες με ζηλευτή τέχνη. Από τον θόρυβο του γλεντιού πρόγκαγαν τα κοπάδια και όλα τα ζουλάπια. Γαύγιζαν σαν ζαγάρια οι σταυραετοί.΄Ομως το γλέντι συνεχιζόταν. Συχνά γίνονταν παρεξηγήσεις, μεθυσμένοι νεαροί μαχαιρώνονταν, όμως δεν έπεφτε ποτέ τουφεκιά. Φοβόντουσαν τον ΄Αγιο, να μην ξυπνήσει. Τα βλέμματα αγρίευαν, πέταγαν σπίθες, τα χέρια έπιαναν τις λαβές των μαχαιριών, βάδιζαν αργά, απειλητικά. Τότε πετάγονταν απάνω ο παπάς. ΄Υψωνε τα χέρια με φωνή : «Σταθείτε αδέρφια!» Τους έλεγε τον βίο του Αγίου, πως από ψαράς έγινε ορειβάτης. Σταμάταγαν όλοι τότε, τον άκουγαν με προσοχή, μ΄ευλάβεια και φόβο. Ο παπάς συνέχιζε βλοσυρός : «Καθείστε φρόνιμα, θέλετε να φανεί με το κάρρο του και να σας πετσοκόψει; ησυχάστε, πιαστείτε και χορέψτε.»
΄Αρχιζαν πάλι να λαλάνε τα όργανα, οι λεβέντες χοροπήδαγαν, καμάρωναν οι μανάδες, έστριβαν τα μουστάκια τους οι πατεράδες. Τα κορίτσια κοίταγαν κρυφά, με χτυποκάρδι.Οι πατεράδες των παληκαριών διάλεγαν ποιά θα πάρουν νύφη για το γυιό τους κι άμα τα συμφώναγαν για το μέγεθος της προίκας, έκαναν την αναγγελία των αρραβώνων. Το γλέντι τότε φούντωνε, έπαιρνε άλλον χαρακτήρα.

΄Ετσι και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, κόσμος φάνηκε ν΄ανηφορίζει στο δασικό χωματόδρομο.
Τ΄αυτοκίνητα βογγομανούσαν στον ανήφορο. ΄Αλλοι σε γιωταχί, άλλοι σε αγροτικά, άλλοι σε καρότσες που τις τράβαγαν δυναμικά τρακτέρ.
Ο Κάνουρας σάλταρε σε μια καρότσα μαζί με άλλους πανηγυριώτες. Στα χέρια του τυλιγμένο, σε ένα πανί, είχε το κλαρίνο του παπού του. ΄Ηταν χαρούμενος, θα τους έβαζε όλους κάτω, μαγνητόφωνα και πικ-απ, ήταν σίγουρος.
΄Εφτασαν και ξεπέζεψαν κάτω από τις βασιλικές δρυς. Στον χοντρόν ίσκιο έστρωσαν χαλιά, ψάθες, τραπεζομάνδηλα. Πρώτη φορά έρχονταν εδώ. Συμφώνησαν όλοι από τα γύρω χωριά να ξαναζωντανέψουν το παλιό έθιμο. ΄Ανδρες, γυναίκες γέροι και παιδιά.΄Ηταν κι άλλοι με σορτσάκια, βρώμικοι, μακρυμάλλιδες, με σκουλαρίκια στις μύτες, στα φρύδια και στ΄αυτιά, με πολύχρωμα πουκάμισα και ξεβαμμένα παντελόνια. Οι γριές και τα γερόντια ήταν μέσα στην εκκλησία. Παρακολουθούσαν τον παπά που λειτουργούσε : «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρινικά και καλήν απολογίαν...»
Οι ψάλτες τραγουδούσαν σε διαφορετικό σκοπό ο καθένας, άλλος σε μοντέρνο ευρωπαϊκό, άλλος σε δημοτικό, άλλος σε βαρύ λαϊκό αμανέ. Ο παπάς τους αγριοκοίταξε, τους έκανε νοήματα να μονοιάσουν. ΄Εξω από την εκκλησία οι προσκυνητές έκαναν βόλτες. Συζητούσαν για την πολιτική κατάσταση, τον καιρό, το ποδόσφαιρο, την παγκόσμια συναδέλφωση. Παντού ακούγονταν οι λέξεις : "Δοξασμένος να είναι".
Ο Κάνουρας έπαιρνε βαθειές ανάσες να καθαρίσουν τα πνευμόνια του, μόλις τελείωνε η λειτουργία να είναι έτοιμος. ΄Ετριβε τα χέρια του ικανοποιημένος.
Οι γονείς είχαν φτιάξει κούνιες δεμένες σταθερά από θεόρατες βελανιδιές. Δυό παιδιά έπεσαν. ΄Εκλεγαν γοερά και οι μανάδες τους τα παρηγορούσαν λέγωντας : «Να ο νονός σου, ο νονός σου με τα δώρα...»
Στο μεταξύ οι πανηγυριώτες μάζεψαν ξύλα και άναψαν μεγάλες φωτιές. Αρνιά και κατσίκια άφηναν την τελευταία τους πνοή βελάζωντας. Επιδέξιοι εκδοροσφαγείς τα κρέμαγαν στις πουρνάρες. Οι ξύλινες σούβλες από κέδρο περίμεναν έτοιμες. Μόλις έγινε θράκα όλοι με τη σειρά γύριζαν τους οβελίες. Οι μακρυμάλλιδες μαζεύτηκαν σαν μύγες, οσμίζονταν με όρεξη.
Μόλις τελείωσε ο παπάς τον αγιασμό ρίχτηκαν όλοι με τα μούτρα στο φαΐ. ΄Επιναν μπύρες, κρασιά και αναψυκτικά. Αφού απόφαγαν μπήκαν στο χορό.
Ο Κάνουρας ξεφάσκιωσε το κλαρίνο ταχύτατα και φυσούσε με δύναμη. Ακούστηκε κάτι σαν κλάμα, ύστερα σκεπάστηκε από τα ηχεία, κάθε παρέα είχε το δικό της μηχάνημα, τα περισσότερα στερεοφωνικά. Δημοτικά, ρεμπέτικα, λαϊκά, ποπ, ροκ, ντίσκο, μπλουζ, τζαζ, ραπ. ΄Ολα ανακατεμένα.
Φύσηξε δυνατώτερα, έγινε κατακκόκινος, ιδρωκόπησε. Πάλι τίποτα. Νευριασμένος πέταξε το κλαρίνο πάνω στα μεγάλα πουρνάρια κι έφυγε κλαίοντας. Το όργανο στάθηκε στα κλωνάρια.
Κανένας δεν τον πρόσεχε, ήταν αφοσιωμένοι στα πηδήματα και στα κουνήματα, άλλοι σφιχταγκαλιασμένοι χόρευαν ευτυχείς.

Το βράδυ έφυγαν όλοι, ούτε σκυλί δεν έμεινε. Το φως του φεγγαριού φώτιζε το χώρο γύρω από την εκκλησία. ΄Ηταν πολλά χαρτιά λαδωμένα, πεταμένα, βρώμικα. Κόκκαλα, κονσερβοκούτια, αποτσίγαρα. 
Ησυχία.

*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Φθιωτική Σκέψη, Απρίλιος 1979.



samedi 6 juin 2020

Φιλοξενία*

Ο Γιασίν είχε φοβερή τύχη στα τυχερά παιγνίδια. Κέρδιζε συνέχεια. Αλλά δεν μπορούσε να μώσει μία. "Ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα",  έλεγε η μάνα του, όσο ήταν ακόμη εν ζωή. Τον συμβούλευε να βρει μιά δουλειά να κερδίζει τη ζωή του, να πάει να παρακαλέσει σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, πολιτικούς, στρατιωτικούς και θρησκευτικούς παράγοντες, μήπως τον βάλλουν σε μια θέση, να πιαστεί από την κρικέλα του κράτους. 
Του έλεγε να βρει μιά γυναίκα με προίκα να τον παντρευτεί. Τίποτα αυτός, δεν ήθελε ούτε τον ζυγό της εργασίας, ούτε τις υποχρεώσεις του έγγαμου βίου. Είναι αλήθεια ότι δεν εργάστηκε ποτέ και στη Γαλλία όταν ήρθε μετανάστης την έβγαζε στα καφενεία όπου έπαιζε Lotto και ιππόδρομο, κέρδιζε μικροποσά και κατάφερνε να ζει σε φτηνά και βρώμικα ξενοδοχεία όπου έμεναν πολλοί συνταξιούχοι από τη βόρειο Αφρική. Είχαν σχεδόν όλοι τρεις και τέσσερεις γυναίκες στη χώρα καταγωγής τους, με τέσσερα και πέντε παιδιά η κάθε μία, έστελναν τη συναξή τους κάθε μήνα και ζούσαν στη μοναξιά και στη μιζέρια με το σύνδρομο του ξεπεσμένου πρίγκηπα. 
Ο Γιασίν δεν επρόκειτο να πάρει σύνταξη αφού ποτέ του δεν πλήρωσε εισφορές. Δεν σκεφτόταν καθόλου το μέλλον του. Άλλωστε η ηλικία της σύνταξης ήταν ακόμη μακριά. Σαρανταπεντάρης με κιτρινιασμένο δέρμα από το πολύ πιοτό, το τσιγάρο και το χασίσι. Έχει ο θεός για όλους, έλεγε όταν πήγαινε να φάει στα συσίτια του Στρατού Σωτηρίας. 
Κέρδισε τότε έναν πακτωλό τριών εκατομμυρίων. Έζησε τη μεγάλη ζωή του Σατράπη, για ένα χρόνο, μέσα στη χλιδή. Του τάφαγαν όλα οι Λαΐδες των Παρισίων, έμενε σε ξενοδοχεία πολυτελείας, ντυνόταν με ενδύματα από τον οίκο Dior, άφηνε μεγάλα φιλοδωρήματα στους σερβιτόρους και στις καμαριέρες, κυκλοφορούσε με κόκκινη Ferrari. Ήταν σαν όνειρο και μόλις ξύπνησε ένα πρωί, χωρίς καν να το καταλάβει, βρέθηκε άστεγος να ψάχνει μιά θέση σε ξενώνα κοινωνικής αλληλεγγύης. 
Είχε ακόμη ένα μπλέ κοστούμι, το μόνο ένδυμα που του έμεινε από την περίοδο της Σατραπείας, που του έδινε έναν αέρα αριστοκρατίας.
Τότε συνάντησε, σαν από μηχανής θεό, έναν συμπατριώτη του που προσφέρθηκε να τον φιλοξενήσει. Ο Αχμέτ ήταν συνταξιούχος, είχε εργαστεί όλη του τη ζωή ανειδίκευτος εργάτης σε βιομηχανία αυτοκινήτων. Έγγαμος, χωρίς παιδιά ζούσε με τη γυναίκα του, την Άϊσα, σε κοντινό προάστιο σε ένα τριάρι της Λαϊκής Βοήθειας.
Ο Γιασίν εγκαταστάθηκε σ΄αυτούς, είχαν ένα διαθέσιμο δωμάτιο. Συμφώνησαν να συμμετέχει στα έξοδα όποτε μπορούσε. Ήταν μιά μορφή αλληλοβοήθειας γιατί κι αυτοί δεν τά έβγαζαν εύκολα πέρα μόνο με μιά σύνταξη και τα δέματα τροφοδοσίας των υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας.
Η Άϊσα, εξηκοντούτις, μελαχροινή, με ολοστρόγγυλα βυζιά και σφαιροειδείς γλουτούς, ενδιαφέρθηκε αμέσως για τον Γιασίν. 
Το σημαντικότερο κίνητρο ήταν η δίψα της για σεξουαλική επαφή. Ο Αχμέτ μετά την εγχείρηση για υπερτροφία του προστάτη δεν είχε στύση, η μόνη της ικανοποίηση ήταν να τρίβεται πάνω του ή να τρίβεται μόνη της κρυμμένη στο λουτρό.
Με τον Γιασίν ανακάλυψε νέες εκδοχές, τον θηλασμό της κλειτορίδας, ισπανική γραβάτα, σοδομία...
Το έκαναν όταν ο Αχμέτ απουσίαζε για ψώνια ή όταν πήγαινε να προσευχηθεί στο Τζαμί. Ο Γιασίν μετά από κάθε συνεύρεση της άφηνε ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ στο κομοδίνο.
Την ημέρα που ο Γιασίν αναγκάστηκε να φύγει, ο Αχμέτ βγήκε να πάει στη Νομαρχία να τακτοποιήσει μιά εκρεμμότητα με την άδεια παραμονής του. Φθάνοντας στο Μετρό δεν έβρισκε την κάρτα απεριορίστων διαδρομών. Την είχε ξεχάσει στο τραπέζι της κουζίνας. Γύρισε πίσω και τους βρήκε καβάλα, βοώντες και κοάζοντες σαν τα μπακακάκια στο ρυάκι. Οι δύο εραστές δεν τον άκουσαν όταν άνοιξε την πόρτα αλλά ο Γιασίν τον είδε μέσα στον καθρέφτη της ντουλάπας καθώς κατευθυνόταν, βαδίζοντας στα νύχια των ποδιών του, προς την κουζίνα. Η Άϊσα κάλπαζε πάνω του με γογγυσμούς. Ο Γιασίν της έκλεισε το στόμα ενώ είδε εκ νέου τον Αχμέτ, μέσα στον καθρέφτη, να βαδίζει στις μύτες των παπουτσιών του και αθόρυβα να βγαίνει από το διαμέρισμα.
Η Άϊσα δεν κατάλαβε τίποτα συνέχισε τον καλπασμό ώσπου έχυσε με μιά διαπεραστική καυγή ηδονής.
Ο Γιασίν ντύθηκε γρήγορα κι έφυγε σαν Εγγλέζος. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του.

*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό δε)κατα, τεύχος 50, καλοκαίρι 2017



dimanche 31 mai 2020

Θάνος Φωσκαρίνης. ΠΟΡΤΕΣ*

σφαγμένες οι πόρτες μου όλες πια
με μπουκωμένες κλειδαριές και φαγωμένες
με τα μαχαίρια καρφωμένα πάνω τους
-πού κρύβωνταν τόσοι εχθροί;
πώς; πού χώρεσε τόσο ανελέητο μίσος;-
κολλημένες εδώ κι εκεί μικρές
πολύ μικρές παλιές φωτογραφίες
οι καλές μου
τις κοιτώ που δακρύζουν
χάνωνται βαθιά μέσα στις ίνες
του φουσκωμένου - θα με φτύσει - ξύλου


αίφνης ξεσπά έν΄άγριο φτεροκόπημα που κόβει ανάσα
και μιλιά, με ζώνει τράνταγμα ένα ρίγος


α, πόσο άδικη
τι τρομερή σαν θάνατος που είσαι ζωή

*Από τη συλλογή ΧΟΥΣ, Εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2011



jeudi 21 mai 2020

Η πρόσβαση*

Φθάνω νωρίς το πρωί ακόμη νύχτα στην αίθουσα ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στην δεξιά όχθη του Σηκουάνα. Είμαι καλεσμένος σε μιά στρογγυλή τράπεζα, πρόκειται για ημερίδα της ελληνικής πρεσβείας με θέμα : «Η πρόσβαση στην ηδονή».
Αποφασίζω να πάω βόλτα στις όχθες του ποταμού περιμένωντας την ανατολή του ηλίου.
Είμαι απέναντι από τη νήσο του ΄Αστεως και καθώς οι ακτίνες του ηλίου φωτίζουν τα γύρω κτίρια τα ποταμόπλοια γεμάτα τουρίστες περνούν με χαρούμενα σφυρίγματα.
Το ποτάμι μοιάζει με θάλασσα όταν βλέπω την κόρη του παπά στην εφηβεία της, στρουμπουλή αλλά σβέλτη, ανεβαίνει τα σκαλιά προς το Τροκαντερό και χαρούμενη που με συναντά μου λέει πως ήρθε για το συμπόσιο της πρεσβείας αλλά τώρα θέλει κάτι να φάει, ξύπνησε αργά και δεν πρόλαβε να πάρει το πρωινό της στο ξενοδοχείο. Αναφέρει ένα αραβικό μπακάλικο δίπλα στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, εκεί μπορούμε ν΄αγοράσουμε ξηρούς καρπούς.
«Αυτά παχαίνουν, είναι πολύ αλμυρά», της λέω, «πρέπει ν΄αδυνατήσω, ζυγίζω ενενήντα δύο κιλά, δεν πάει άλλο.»
Απέναντι μπροστά στο παλάτι του Τόκυο βλέπουμε δύο τσιγγάνες, καθισμένες οκλαδόν στο πεζοδρόμιο, ζητιανεύουν με τα μωρά στην αγκαλιά. Η μία είναι η κόρη του παπά, τώρα ώριμη σαραντάρα με τα μεγάλα, σαν καρπούζια του καλοκαιριού, βυζιά της εκτεθειμένα σε κοινή θέα, οι θηλές ερεθισμένες, σε απόλυτη στύση, από το βύζαγμα του μωρού που αφήνει ηδονικές κραυγές ικανοποιημένο και κουνώντας τα χεράκια του δίνει χαϊδευτικές χροθιές στο πρόσωπο της μάνας του.
΄Οταν φθάνω στην αίθουσα του ξενοδοχείου σαν να είναι θάλαμος νοσοκομείου σε γενική επιστράτευση. Υπάρχει κίνδυνος βομβαρδισμού. Το προσωπικό σπρώχνει τους ασθενείς στις σκάλες, στους ανελκυστήρες, στις εξόδους κινδύνου.
Προχωρώ αντίθετα στο ρεύμα των εξερχομένων. Πρέπει να φτάσω στο γραφείο μου να πάρω ένα μεταλικό κουτί μικροσκοπικών διαστάσεων. Περιέχει ένα μυστικό για την εθνική μας ασφάλεια.

*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό FRACTAL 9 Μαρτίου 2016


samedi 9 mai 2020

Γιάννης ΘΡΑΠΑΣ : Το "ΧΑΙΡΕ" ΤΩΝ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΩΝ*


Α

Χρώμα βαθύ της μέρας γαλάζιο.
Γίνεται μάρτυρας - θηριώδους δαμασμού -
σ΄αδειανά δωμάτια !
Έρχεται σαν αστραπή η χαρά σου
στο κάλεσμα του αφέγγαρου ορίζοντα

Ένας φόβος λουσμένος
απ΄την πύρινη οπτασία μιας αυγής
ή πρωινού αμίλητου,
στα όρια της γραμμής του πυρός,
πριν τα δάκτυλα ακουμπήσουν την σκανδάλη
Έτσι τα χέρια αγκαλιάζουν
το λυκαυγές σαν νοσταλγοί
της δικής σου άπτερης νίκης...
Βλέφαρα ανοίγουν απ΄του ήλιου τη ζεστασιά
στης προβλήτας δεμένων πλοιαρίων
τον βρεγμένο ήχο.
Αγγίζεις την αλήθεια - με τα χέρια σου -
είσαι εκεί!!!
Όταν το θάρρος γιγαντώνεται
πίσω απ΄την κραιπάλη του μυαλού
και της παραζάλης,
ορμητικά ρίχνοντας το σώμα
μ΄ένα μικρό σταυρό στο λαιμό
σ΄αβυσσαλέα κύματα -ακτής απόκρημνης-
μια ανάσα μακριά.
Το βουητό του πελάγους
γίνονταν οργασμός προσγείωσης αεροπλάνων
με χαμένους οδηγούς
σ΄ενοχές και λησμονημένες θύμησες...
Όταν τα λόγια μένουνε μουδιασμένα
από παγερούς διαδρόμους
και αόρατους συντρόφους!!!
Σ΄αφύλαχτα λημέρια σιωπής
αληθινά δικά σου, τότε ένα χαμόγελο
ή ένα μειδίαμα στα χείλη
γίνεται ουρλιαχτό και αντίλαλος
μέσα στη ψυχή.
Κρατώντας στη μασχάλη ένα περιστέρι
έτσι ώστε να γίνει δικό σου
το χτυποκάρδι του
πριν το ελευθερώσουν οι τύψεις -στα cocktails-
και έξω χαράματα
στο βυθό ονείρων παιδικών...


Β

Πού νάναι η θάλασσα
των δικών σου ματιών!!!
Ζωγράφοι μιλούν για μια πυρκαγιά
ή για τα πορφυρένια
του ορίζοντα μονοπάτια.
Ο μικρός - χωρίς αστέρια- ουρανός
μου ΄χει κρύψει το μυστικό...
Κι αυτή η δικαίωση!
να παζαρεύεται σε στέρφες νύχτες
σαν μια γριά πόρνη σε σοκάκια
ξεχασμένα.
Λαχτάρισαν τα πουλιά από προσμονή,
άλλα βαπτίστηκαν αποδημητικά!
Το ξεχασμένο βλέμμα
απελπιστικά μακρινό.
Οι μητρικές των βράχων αγκαλιές
σ΄αβέβαιη καρτερία
όπως το σιγανό θρόισμα των δένδρων
σε συντροφεύει τα υγρά μεσάνυχτα
όταν ο ουρανός κερνάει βροχή!
Εσύ μεσ΄το ονειρό μου τόσο Αληθινή
σύννεφο πριν την καταιγίδα...

               ***

Κι έρχονατι οι μνήμες!
Κι έρχονται τα χρόνια!
Έρχονται ιαχές, τα δώρα
και τα φεγγάρια περνούνε
-σαν σε παρέλαση-
με περηφάνια.

*Πρώτη δημοσίευση


lundi 27 avril 2020

Δευκαλίων*

Η θάλασσα θ΄ανέβει μέχρι εδώ, θα καλυφθούν τα σπίτια, η γέρικη συκιά σαν μέσα σε γυαλί. Σκέφτομαι ότι έχω τη βάρκα στην αποθήκη, θα βάλω μέσα τα παιδιά κι ένα ζευγάρι γίδια. Κωπηλατώντας, χωρίς πυξίδα, θ΄ανεβούμε στην κορυφή του όρους ΄Ορθρυς, όπως παλιά, ξανά εγώ, ο Δευκαλίων.

*Από τα Πινάκια της Επιδαύρου. Εκδόσεις Τόπος, 2014



mercredi 25 mars 2020

Κούλα Μαστρογούλα (Μαστρογιάννη)


Κουρεύω το γιό μου Αθανάσιο με μια ηλεκτρική μηχανή. Κοντεύω να τελειώσω και τότε η μηχανή παθαίνει βλάβη. Πηγαίνω στο λουτρό να πάρω μιά μηχανή μικρότερη, την έχω για τα γατσιόμαλλα.
Επιστρέφωντας βρίσκω στη θέση του γιού μου την αόματη θεία μου  Κούλα Μαστρογούλα, είναι η μεγαλύτερη αδερφή της μητέρας μου. Φοράει μαύρα γυαλιά, κάθεται μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη του σαλονιού. Παρ΄όλη τη ηλικία της, (ενενηκοντούτις), τα μαλλιά της είναι κατάμαυρα. Πρέπει να τη χτενίσω, να την ετοιμάσω για την εκδήλωση που πρόκειται να συμμετάσχει στο σύλλογο των παλαίμαχων αγωνιστών. Στην αυλή την περιμένουν οι παλιοί της συμπολεμιστές. Οι επαναπατρισμένοι σύντροφοι, με ολόλευκα μαλλιά, καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες κάτω από τη γέρικη συκιά, καπνίζουν Σέρτικα Λαμίας και αφηγούνται τις εμπειρίες τους στα χωριά της Σιβηρίας όπου τους έστειλε ο Στάλιν.
Η θεία μου ήταν ανθυπολοχαγός του λεγόμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος». Μόλις είχε αποφοιτήσει από τη σχολή αξιωματικών, τραυματίστηκε σοβαρά στο πρόσωπο από θραύσματα όλμου. Ήταν Μεγάλη Τετάρτη, στις 20 Απριλίου 1949, έξω από το χωριό Λιδωρίκι. ΄Ετσι έχασε για πάντα τα μάτια της σε ηλικία είκοσι-πέντε χρονών.



lundi 23 mars 2020

Το τελευταίο καλοκαίρι

Το τελευταίο καλοκαίρι, που έζησα με τους γονείς μου, στο ΄Ανυδρο, ήταν το θέρος εκείνο του έτους 197...
Μόλις τελείωσα με τις εισαγωγικές εξετάσεις γύρισα αμέσως στο χωριό.
Κυριακή, μετά τη Θεία Λειτουργία, πήγα στον ελαιώνα να δω τις ελιές. Τα τζιτζίκια είχαν αρχίσει μιά συναυλία σε γρήγορο ρυθμό, με πολλαπλές παραλαγές, σαν σονάτα του Ντομένικο Σκαρλάτι.
Τα δυό τελευταία χρόνια είχα αφιερωθεί στην προετοιμασία των εξετάσεων, δεν είχα συμμετάσχει στις αγροτικές εργασίες όπως παλιότερα, όταν βοηθούσαμε, ο αδερφός μου κι εγώ, τους γονείς μας.
Στην περιοχή δεν υπάρχουν άλλες καλλιέργειες. ΄Οσο μπορεί να δει το μάτι από τη θάλασσα μέχρι τα βουνά υπάρχουν μόνο ελιές, το ίδιο γκριζοπράσινο χρώμα.
Το χωριό μας απλώνεται μόλις τελειώνουν οι λόφοι και αρχίζουν οι πλαγιές του όρους ΄Ορθρυς με τα πουρνάρια, τα σχοίνα, τις κουμαριές και τα θυμάρια. Ψηλά στα οροπέδια δεν υπάρχει αυτοκινητόδρομος, ούτε μουλάρια στο χωριό, έτσι τα χωράφια μένουν μπαΐρια.
Οι χωριανοί αγοράζουν ψωμί στα αρτοποιεία της Στυλίδος, άλλοι αγοράζουν αλεύρι, το ζημώνουν και το ψήνουν μόνοι τους.
Ο μυλωνάς εγκατέλειψε το μύλο, έφυγε από το ποτάμι, εγκαταστάθηκε με την οικογενειά του στο χωριό, εργάζεται στο εργοστάσιο υφαντουργίας, στο τμήμα συσκευασίας όπως ο πατέρας μου.
΄Εχει κτήματα με ελιές στην ίδια περιοχή, είμαστε συνορίτες. Την Κυριακή που πήγα βόλτα τον βρήκα να εργάζεται.
«Για να κρατήσουν τον καρπό τα δένδρα θέλουν ψέκασμα, τι λες θα ψεκάσετε σύντομα;»
«Θα ψεκάσουμε το συντομώτερο, περιμένουμε τις οδηγίες του γεωπόνου για φυτοφάρμακα.»
Ο μυλωνάς μίλησε για τις φήμες σχετικά με την μετακίνηση του εργοστασίου σε χώρα της Ασίας. Επίσημα δεν είχε ανακοινωθεί τίποτα. Δήλωσε την ανησυχία του, έψαχνε να βρει άλλη δουλειά.
Δεν ήξερα τίποτα, σκόπευα να ζητήσω δουλειά σ΄αυτό το εργοστάσιο ως εποχιακός για το καλοκαίρι.
«Αλήθεια έγραψες καλά στις εξετάσεις; ελπίζεις να μπεις;» με ρώτησε ο μυλωνάς με ειρωνικό χαμόγελο.
«Μάλλον είμαι μέσα, εκτός αν ανεβεί πολύ η βάση.»
«Δεν είστε για γράμματα εσείς, ο πατέρας σου έκανε βλακεία, πούλησε τα γίδια, θα σας έζωνε κοντά να φτιάξετε μιά κοπαδούρα, να γίνετε νοικοκυραίοι ρέ, τώρα πολεμάτε να ζήσετε με τα εργοστάσια!»
«Εσύ γιατί δεν φτιάχνεις;»
«Δεν έχω ιδέα από γιδοπρόβατα, εμείς δεν είχαμε ποτέ κοπάδια, μιά ζωή με το μύλο, πάππου, προπάππου μυλωνάδες είμαστε, έτυχε σ΄εμένα να τ΄αφήσω, τώρα δεν αλέθει κανένας, πήγα στο εργοστάσιο όπως όλοι, άργησα να κάνω οικογένεια, τα παιδιά μου είναι μικρά, έχω έξοδα, βιβλία, φροντιστήρια...»

Ανεβήκαμε στην κορυφή του λόφου, αγναντέψαμε τη θάλασσα, ανατολικά είναι η νήσος Εύβοια και δυτικά η πόλη της Στυλίδος.

Επέστρεψα στο χωριό. Ο αδερφός μου με περίμενε. Πρότεινε να πάμε για μπάνιο. Πήραμε το κόκκινο Datsun του πατέρα μας. Στη διαδρομή προς τη θάλασσα ακούγαμε τραγούδια ινδοαραβικής προελεύσεως από τοπικό ραδιοσταθμό με τη θρηνώδη φωνή του Καζαντζίδη :

«Την έδιωξα να πάει μακριά μου μα τώρα τη ζητάει η καρδιά μου...»

Στη θάλασσα πολλά τροχοφόρα ήταν σταθμευμένα άτακτα κατά μήκος της παραλίας.
Οι λουόμενοι ξαπλωμένοι στην άμμο λιάζονταν, άλλοι βουτούσαν με χαρούμενες φωνές.
Μπήκαμε στο νερό με δισταγμό, μας φαίνονταν κρύο, ύστερα βρέχοντας ο ένας τον άλλον, αφήνοντας κραυγές, προχωρήσαμε στα βαθιά.
Την προσοχή μας τράβηξαν δυό κορίτσια, έκοβαν βόλτες με ποδήλατα στο δρόμο με τις λεύκες.
«Το παίζουν ντίβες, είπε ο αδρερφός μου, στόχος μας πρέπει να είναι οι τουρίστριες.»
Κάναμε βουτιές, κολυμπώντας βγήκαμε και ξαπλώσαμε στην άμμο να στεγνώσουμε.
Οι ποδηλάτισσες έκαναν συνέχεια βόλτες.


Την επομένη πήγα στο εργοστάσιο, παρουσιάστηκα στο γραφείο προσωπικού, αλλά ο προϊστάμενος απουσίαζε. ΄Επρεπε να περιμένω. ΄Ηταν ένας άνδρας ασπρομάλλης, ξερακιανός, συνέχεια γυμνός από τη μέση και πάνω, όλο το καλοκαίρι το μόνο του ένδυμα ήταν ένα μπλε σορτς και πλαστικές καφέ παντούφλες. Κυκλοφορούσε πάντοτε με ένα παμπάλαιο ποδήλατο από το σπίτι του μέχρι το εργοστάσιο, με το ποδήλατο πήγαινε για ψώνια, και μ΄αυτό έκοβε βόλτες μέσα στο εργοστάσιο, επιθεωρούσε όλες τις πτέρυγες, αγέλαστος, διαρκώς νευριασμένος, εργαζόταν ασταμάτητα, συνέχεια κατσάδιαζε, έβριζε, αν κάτι δε γινόταν σωστά. Ζούσε μόνος του, κυκλοφορούσε η φήμη πως ήταν χωρισμένος, είχε δυό κόρες παντρεμένες στην Αθήνα. ΄Ολοι τον ξέραμε με το παρατσούκλι «ο γέρος». Με ήξερε και πίστευα πως ήταν ευχαριστημένος από μένα, ανησυχούσα όμως μήπως δεν ήθελε να με προσλάβει, επειδή ήρθα αργότερα σε σχέση με άλλους μαθητές.
Περιμένοντας κατέβηκα στις μηχανές, χαιρετούσα τους εργάτες, τα ίδια πρόσωπα όπως τήν περασμένη χρονιά.
Ο αδερφός μου εργαζόταν σε μιά ελαττωματική μηχανή, έκοβε συνέχεια το νήμα.
«Τι έγινε; θα σε πάρουν;»
«Δεν ξέρω ακόμα, ο γέρος έλειπε, τον περιμένω να ΄ρθει.»
«Τράβα τώρα, μπορεί να γύρισε, μη μας δει και ποιός τον ακούει.»

Ανεβαίνοντας προς τα γραφεία πέρασα από το τμήμα συσκευασίας. ΄Οσοι εργάτες ήταν εκεί με ρωτούσαν πως έγραψα στις εξετάσεις. ΄Υστερα μίλησαν για την παραγωγή. Τα ενδύματα ήταν όλα για εξαγωγή. Το εργοστάσιο έβγαζε κάθε μέρα πεντακόσια σακκάκια, εφτακόσια πουλόβελ και χίλια διακόσια παντελόνια.
Ο πατέρας μου και ο μυλωνάς έδειχναν τα υφάσματα, επαινούσαν την καλή ποιότητα.

Συνεχίζοντας πέρασα από το τμήμα ετοίμων ενδυμάτων. Η μητέρα μου, πλημμυρισμένη στον ιδρώτα, εργαζόταν σε μιά πρέσσα ατμού για το σιδέρωμα. Τα ενδύματα έφθαναν από το τμήμα ραπτομηχανών.

Στο γραφείο προσωπικού ο γέρος υπόγραφε μιά στοίβα κίτρινες καρτέλες. Τον βρήκα αλλαγμένο σαν να είχε γίνει το προσωπό του μιά θλιμμένη μάσκα.
Με ρώτησε γιατί δεν ήρθα με τους άλλους. Του εξήγησα τα σχετικά με τις εξετάσεις.
Με ρώτησε πως τα πήγα και τι ήθελα να σπουδάσω.
"Νομικά", απάντησα. Τότε θαύμαζα τον Κώστα Αβραάμ που ήταν ο δικηγόρος του πατέρα μου. Φανταζόμουν τον εαυτό μου με γκρίζο κουστουμάκι, λευκό υποκάμισο, μπλέ γραβάτα και μαύρα καλογιαλισμένα παπούτσια εγγλέζικου στυλ.
"Δικηγόρος θες να γίνεις; είπε ο γέρος, πρέπει να λες πολλά ψέματα, δεν είσαι τέτοιος εσύ."
Και πρόσθεσε : «Σε προσλαμβάνουμε με τον ίδιο μισθό, έλα αύριο το πρωί να σου πω τι ακριβώς θα κάνεις.»

΄Επαιρνα από την αποθήκη τα καρούλια με τα νήματα, τα έβαζα σε ένα μεγάλο καρότσι. Σπρώχνοντας πήγαινα πρώτα στο τμήμα με τις μηχανές, γέμιζα τις θήκες, έπειτα φόρτωνα στο καρότσι τα τόπια με το ύφασμα και πήγαινα στο τμήμα ραπτομηχανών. Ξεφόρτωνα τα υφάσματα, φόρτωνα τα έτοιμα ενδύματα για το τμήμα συσκευασίας.
Βρισκόμουν συνέχεια σε κίνηση, είχα καθημερινή επαφή με όλους τους εργάτες. ΄Ηξερα τι γίνεται σε κάθε πτέρυγα. Η πρόσληψη μου διέλυσε τις φήμες για απολύσεις. Στις συζητήσεις κυριαρχούσαν θέματα σχετικά με τα προβλήματα της δουλειάς.
Οι νέοι μιλούσαν για ποδόσφαιρο, οι γεροντότεροι  για το παρελθόν, τα εγκλήματα της Κατοχής και του Εμφυλίου...

Πέρναγαν οι ζεστές μέρες του καλοκαιριού. ΄Οταν δεν είχαμε βάρδια στο εργοστάσιο, πηγαίναμε στον ελαιώνα. Κάναμε εργασίες, όπως κόψιμο κλαδιών και άγριων χόρτων, ψέκασμα, πότισμα.
Ο πατέρας μου αφηγείται το παρελθόν, κρίνει το παρόν και συμβουλεύει για το μέλλον : Αν ο παπούς είχε ασχοληθεί με τα χωράφια, αν είχε κάνει λιγώτερα παιδιά, αν κατέβαινε νωρίς στα χαμηλά δεν θα τον σκότωναν οι άτακτοι δεξιοί το 1948 μετά από υπόδειξη ντόπιων κομμουνιστών. Και εάν ο ίδιος έκανε χρήση του νόμου που ευνοούσε τους στρατιώτες, όσους πολέμησαν στις τάξεις του Εθνικού Στρατού, την περίοδο 1945-1949, θα είχε τώρα μιά θέση στο δημόσιο, θα ζούσαμε καλύτερα, θα είχαμε λιγώτερα χρέη, θα είχαμε άλλες δυνατότητες, θα μαθαίναμε τουλάχιστον δύο ξένες γλώσσες, λογιστικά, κομπιούτερ, έτσι θα βρίσκαμε σίγουρα μιά καλή εργασία.
Πρέπει με κάθε τρόπο να πιαστούμε από την κρικέλα του κράτους και ο μικρός άμα δεν περάσει με την πρώτη θα τον στείλει αστυφύλακα, αυτά που έκανε μ΄εμένα τέλος, δεν υπάρχουν λεφτά για φροντιστήρια.
Ο ίδιος νυμφεύτηκε τριάντα-πέντε χρονών, έπρεπε να παντρευτούν πρώτα οι αδερφές του. Τα κτήματα της οικογένειας διαλύθηκαν για τις προίκες. ΄Οταν γεννηθήκαμε εμείς, είχαν μεγάλη φτώχεια. Με τρία μουλάρια κουβάλαγε ξύλα στα αρτοποιεία της Στυλίδος. ΄Εκοβε τα ξύλα στο δάσος. Κατάφερνε, με λαδώματα σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και χάρη στη μεσολάβηση ισχυρών παραγόντων από το σόϊ της μητέρας μου, να παίρνει άδεια από τη Νομαρχία για να κόβει ξερά ξύλα.
Πουλούσε κοπριές για τα λουλούδια. Η μάνα μας πουλούσε λάχανα, ελιές και αρωματικά βότανα  στη λαϊκή αγορά. Οι συμμαθητές, μας κορόϊδευαν μιμούμενοι το βέλασμα αιγοπροβάτων : «Μπεεε! έχασα τη γίδα.»
Μόλις έγιναν τα πρώτα εργοστάσια στην περιοχή, η μάνα μας εργάστηκε πρώτα σε βιομηχανία πλακιδίων, μετά σε βιομηχανία φαρμάκων και τώρα σε υφαντουργείο. Πούλησαν τα πρόβατα, τα γελάδια και τελευταία τα γίδια, μαζί με τα μουλάρια και το γάϊδαρο. Εχουμε ακόμη τρεις γίδες μανάρες και το τσοπανόσκυλο να μας θυμίζουν την ποιμενική μας καταγωγή.

Στο πανηγύρι πηγαίνουμε οικογενειακώς, κάθε χρόνο καθόμαστε στο καφενείο της πλατείας. Το γλέντι γίνεται το βράδυ της παραμονής. Τα όργανα έρχονται νωρίς το απόγευμα φορτωμένα σε ταξί. Οι μαγαζάτορες πάνω σε πλαστικά τελάρα στρώνουν μιά κουρελού, έτσι γίνεται η πρόχειρη εξέδρα για τους οργανοπαίκτες και την τραγουδίστρια. Μέχρι να ψηθούν τα σφαχτά κουρδίζουν τα όργανα, στήνουν την ηχητική εγκατάσταση, ένα, ένα-δύο, φωνάζει ο ειδικός ρυθμίζοντας τα κατάλληλα κουμπιά, ενώ συγχρόνως ακούγονται οι νότες της κιθάρας, του κλαρίνου και του ακορντεόν.
Μόλις νυχτώνει, έρχονται οι πρώτες παρέες. Την αρχή κάνει το κλαρίνο, ακολουθούν τα άλλα όργανα. Νόθα δημοτικά τραγούδια ανακατεμένα με ψευτορεμπέτικα της παρακμής :

«Της νυχτερίδας το φτερό έχεις μέσ΄την καρδιά σου
και κάνει θύμα όποιον δει η τρομερή ματιά σου...»

Η παρέα μας συγκεντρωμένη σε τρία τραπέζια περιμένει τη σειρά της για χορό. Εκτός από τις αδερφές του πατέρα μας μαζί μας είναι άλλοι συγγενείς και οικογενειακοί φίλοι.
Οι σερβιτόροι πηγαινοέρχονται, μεταφέρουν τα φαγητά και τα ποτά, η ψητή προβατίνα σε λαδόκολλα, οι μπύρες σε μεταλλικό κουτί, να μην μπορούν οι μερακλωμένοι πελάτες να σπάζουν μπουκάλια και ποτήρια. Η παρουσία της αστυνομίας διακριτική για την τάξη και την ασφάλεια. Τα όργανα της τάξεως πηγαινοέρχονται στην κουζίνα, βουτούν μεζεδάκια, στο ένα χέρι το κουτί της μπύρας, στο άλλο το τσιγάρο.
Οι παρέες κατά συγγενείς, αδέρφια, ξαδέρφια, γαμπροί, νύφες, εγγόνια, κουμπάροι, γλεντούν ήσυχα. Δίνουν παραγγελίες στα όργανα για χορό. Τα χαρτονομίσματα πέφτουν σαν πλατανόφυλλα, το κλαρίνο ζωηρεύει. Οι χορευτές φέρνουν γύρους πηδώντας και σφυρίζοντας. Οι συγγενείς τους θαυμάζουν χτυπώντας παλαμάκια. Οι γέροι θυμούνται τα νειάτα τους, σκουπίζουν κρυφά τα δακρυά τους. Είναι πρώην αριστεροί αντάρτες, πρώην ακροδεξιοί μαυροσκούφηδες, διώκτες των κομμουνιστών και άλλοι ουδέτεροι πολίτες. Τώρα γλεντούν όλοι μαζί, αρμονικά και μονιασμένα.

΄Οταν επιτέλους ήρθε η σειρά της παρέας μας για χορό πρώτος σηκώθηκε ο αδερφός μου. Αφού χόρεψε την Ιτιά και τον Αϊτό, παραχώρησε τη θέση του κορυφαίου σε άλλον. Σε λίγο ήρθε να με σηκώσει με το ζόρι να χορέψω, κάτι το γρήγορο, για το καλό. ΄Ομως εγώ ήμουν ανένδοτος, δεν υπέκυψα ούτε στις προτροπές του πατέρα μου. Δεν είχα κέφι, άλλοτε θα αρκούσε η θέα των δροσερών κοριτσιών για να στροβιλιστώ σε παραδοσιακούς ρυθμούς, όμως εκείνο το βράδυ μόνο μιά σκέψη με εμπόδιζε να διασκεδάσω αυθόρμητα : Η έκβαση των εξετάσεων.
Δυό ώρες μετά τα μεσάνυχτα οι περισσότερες παρέες είχαν φύγει. ΄Εμειναν λίγοι δεινοί γλεντζέδες, το έχουν τάμα, κάθε χρόνο να γλεντούν μέχρι πρωΐας.

Δεν ήμασταν μέλη του συνδικάτου, όμως πήγαμε στη συγκέντρωση. Η πλειοψηφία συμφώνησε με τη γνώμη της εισηγητικής επιτροπής : «Έπρεπε να προχωρήσουμε σε απεργία αφού οι διαπραγματεύσεις με την εργοδοσία δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.»
Ο γέρος το είχε δηλώσει καθαρά : «Αυξήσεις δεν επρόκειτο να γίνουν.»
΄Οσο για το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας πάλι μηδέν, δεν υπήρχε καμμιά διάταξη στη συλλογική σύμβαση του κλάδου. Ο νομικός σύμβουλος του εργοστασίου αράδιασε μιά σειρά από νούμερα, αντιπροσώπευαν το νόμο.
Μιά μειονότητα πέντε ατόμων είχε διαφορετική άποψη : Ο μισθός ήταν καλός. Ως ανταμοιβή για τις δύσκολες συνθήκες εργασίας χορηγούσαν μπουκάλια γάλα σε όλους, οι άδειες εκτός ποσοστού, οι προκαταβολές έναντι αποδοχών, ήταν οι αποδείξεις πως η εργοδοσία είχε καλή διάθεση.
Αυτά τα πέντε άτομα κατηγορήθηκαν ως τσιράκια του γέρου, κυρίως ο μυλωνάς.
Ο τρόπος που μιλούσε στους άλλους έδειχνε πως αυτός ήταν ο ηγέτης.
Την ημέρα της απεργίας οι εργάτες μαζεύτηκαν μπροστά στο εργοστάσιο. Οι διαφωνούντες προσπαθούσαν να τους πείσουν να μπουν μέσα ν΄αρχίσουν δουλειά. ΄Εβριζαν την ηγεσία του συνδικάτου : «Μπολσεβίκοι, παλιοκουμμούνια, θα σας πιούμε το αίμα.»
Η ομάδα των πέντε προχώρησε να μπει στο εργοστάσιο. Τότε ομάδα απεργών τους έκλεισε το δρόμο. Ακολούθησε συμπλοκή με κλωτσιάς και μπουνιές. Αμέσως άλλοι ψύχραιμοι εργάτες μπήκαν στη μέση και τους χώρισαν.
Το αριστερό μάτι του μυλωνά ήταν μελανιασμένο.
Ο γέρος βγήκε από τα γραφεία, φώναξε : «Σαμποτέρ, θα σας απολύσω όλους, θα τινάξετε τη δουλειά στον αέρα, αναρχοφασίστες, αχάριστοι, κωλόπαιδα, θα σας κλείσω στη φυλακή!»
Η αστυνομία ανάγκασε όσους εμπόδιζαν την είσοδο ν΄απομακρυνθούν.
Η ομάδα των πέντε μπήκε στο εργοστάσιο.
Το μεσημέρι ο γέρος κάλεσε την ηγεσία του συνδικάτου. Ανακοίνωσε πως ήταν πρόθυμος ν΄αρχίσει διαπραγματεύσεις πάνω σε νέες βάσεις.
Την επόμενη εβδομάδα απολύθηκε ο μυλωνάς. Ο γέρος ήθελε να τον εκδικηθεί γιατί δεν φρόντισε να τον ειδοποιήσει εγκαίρως για τις κινητοποιήσεις των εργατών.
Μετά ακολούθησαν οι απολύσεις όλων των εποχιακών.
Το επιχείρημα του γέρου : «Οι προσλήψεις εποχιακών ήταν παράνομες.»
Δεν μας είχε δηλώσει. Φοβόταν τα φίδια που ήταν μέσα στο εργοστάσιο, εννοούσε τους συνδικαλιστές, μπορούσαν να του ετοιμάσουν κάθε είδους τζιρακλίκια.

Όμως, δύο εβδομάδες αργότερα, οι μέτοχοι της εταιρείας πήραν την απόφαση να αλλάξουν τις μηχανές, έβαλαν ρομπότ που εργάζονταν χωρίς διαμαρτυρίες και αξιώσεις, όλοι οι εργάτες απολύθηκαν.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα έμαθα ότι το εργοστάσιο το μετέφεραν στην Τουρκία με όλα τα αυτόματα μηχανήματα γιατί εδώ πλήρωναν πολλούς φόρους και τα κέρδη δεν ήταν ικανοποιητικά γι΄αυτούς.

Μιά καλή περίπτωση για μας θα ήταν να εργαστούμε σε συνεργείο δακοκτονίας, εργασία που είχαμε κάνει στο παρελθόν. ΄Ομως με νεώτερη απόφαση του υπουργείου, ο ψεκασμός των ελαιοδένδρων ορίστηκε να γίνεται με αεροπλάνο, έτσι τα συνεργεία καταργήθηκαν.
Αποφασίσαμε να πάμε σε άλλα εργοστάσια της περιοχής μήπως είχαμε την τύχη να μας προσλάβουν για την περίοδο του καλοκαιριού. Στα περισσότερα δεν μας υποσχέθηκαν τίποτα. Η τελευταία μας ελπίδα ήταν το νέο εργοστάσιο ζωοτροφών, χτιζόταν δίπλα στη θάλασσα.
Ξεκινήσαμε νωρίς το πρωί. Συζητούσαμε για τη μόλυνση από τα απόβλητα του νέου εργοστασίου. Οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν παράνομα κόλπα για να παίρνουν άδεια. Τέτοιες συζητήσεις κάναμε συχνά, άλλοτε για τα καράβια, ήταν παροπλισμένα και βρώμιζαν τον κόλπο του Μαλιακού, άλλοτε για τα εργοστάσια, είχαν ξεφυτρώσει πολλά μαζί. Οι κάτοικοι είχαν κάνει κινητοποιήσεις, διαμαρτυρίες και πορείες. Χωρίς αποτέλεσμα ήταν και τα δημοσιεύματα των τοπικών εφημερίδων.
Μόλις φθάσαμε στο εργοστάσιο αφήσαμε το φορτηγό παράμερα να μην εμποδίζει τα μεγάλα φορτηγά, μετέφεραν συνέχεια υλικά οικοδομών, στο περασμά τους σήκωναν σύννεφα σκόνης. Προχωρήσαμε πεζοί, περάσαμε μέσα από τα ημιτελή κτίρια, παντού υπήρχαν μηχανήματα και μεταλλικά εξαρτήματα.
΄Οποιον συναντούσαμε τον ρωτούσαμε που ήταν τα γραφεία. Μας έδειχναν με νοήματα να προχωρήσουμε στο βάθος, οι φωνές τους σκεπάζονταν από το θόρυβο των μηχανών. Βαδίζοντας μέσα σε σύννεφα σκόνης, φθάσαμε σε ένα λυόμενο.
΄Ενας γκριζομάλλης με γιαλιά μας είπε : «Δεν έχω εντολές να προσλάβω εργάτες, αργότερα μπορεί να κάνουμε προσλήψεις.»
Μας προέτρεψε να πάμε στο τμήμα συναρμολογήσεως, ανήκε στην εταιρεία κατασκευής, λειτουργούσε αυτόνομα.
Βγήκαμε από το γραφείο, περπατήσαμε μέσα σε ημιτελείς αποθήκες. Αλλού ήταν σωροί από καλαμπόκι και κριθάρι, δίπλα τσιμέντα και λόφοι άμμου και παραπέρα μηχανήματα που μούγκριζαν.
Φθάνοντας στο γραφείο του αρμοδίου του είπαμε για ποιόν λόγο πήραμε το θάρρος να τον ενοχλήσουμε.
«΄Οπως βλέπετε δεν εργαζόμαστε προς το παρόν, δεν έφεραν ακόμη όλα τα εξαρτήματα για τα σιλό που πρόκειται να κατασκευάσουμε. Τηλεφωνείστε μου σε δέκα μέρες περίπου να σας πω εάν είναι να έρθετε.»
Φύγαμε ανάμεσα σε σωρούς από εξαρτήματα. Φθάσαμε στο Datsun και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Οδηγούσα παράλληλα στη θάλασσα, σε λίγο φθάσαμε στο χωριό Καραβόμυλος.
Αποφασίσαμε να ζητήσουμε δουλειά στο μεγάλο ξενοδοχείο, όπως είχαν κάνει άλλοι συγχωριανοί μας.
Μόλις μπήκαμε στην αυλή ακούσαμε άγριες φωνές, μας καλούσαν να σταματήσουμε αμέσως. Κοίταξα στον καθρέφτη, πίσω μας ήταν ένας άνδρας, χειρονομούσε απειλητικά, στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα μεγάλο ψαλίδι κηπουρού. Δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε με τις οργισμένες φωνές του. ΄Εβαλα όπισθεν και αμέσως βρεθήκαμε στο ύψος του.
«Τι θέλεις;» ρώτησε ο αδερφός μου.
Ο άνθρωπος ήρθε δίπλα στο αυτοκίνητο, ήταν ο μυλωνάς, ντυμένος με μπλε στολή εργάτη, με τα σήματα του ξενοδοχείου.
«Που πάτε;»
«΄Ηρθαμε για δουλειά.»
«Μάλλον δεν θα σας πάρουν, ήρθατε αργά.»
Αφήσαμε το αυτοκίνητο στο πάρκιν. Μπήκαμε στο κεντρικό κτίριο. Στην υποδοχή ήταν ένας με αγκυστροειδή μύστακα.
«Θέλουμε τον Διευθυντή.»
«Για ποιό λόγο;»
«Για κάτι πολύ σοβαρό;»
«Αν δεν μου πείτε τι θέλετε», λέει ο τύπος, «δεν μπορώ να σας παρουσιάσω.»
Γλιστρήσαμε στο διάδρομο δεξιά, φθάσαμε μπροστά στην πόρτα με τα χρυσά γράμματα : Διευθυντής.
Ο μουστακλής έκραζε πίσω μας, αλλά είχαμε μπει ήδη στο γραφείο.
Ο Διευθυντής τελείωνε μιά τηλεφωνική συνομιλία, μας έκανε νόημα να καθήσουμε στις δερμάτινες πολυθρόνες.
Τον ρωτήσαμε εάν χρειάζεται νέους για δουλειά.
Μίλησε πρώτα για τις δυσκολίες του τουρισμού, την αδυναμία και την αδιαφορία του κράτους, πως όλοι οι πολίτες πρέπει να βοηθήσουμε με πράξεις τις μεγάλες ξενοδοχιακές μονάδες να αναπτυχθούν γιατί ο τουρισμός είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για την εθνική μας οικονομία, στο τέλος κατέληξε : «Ο τουρισμός είναι επιστήμη.»
Μετά χτύπησε το κουδούνι. Εμφανίστηκε μιά ξανθιά καλλονή. Της είπε να μας πάρει στο γραφείο της, να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες. Είχαμε αλλοιθωρίσει στο τολμηρό ντεκολτέ, τα βυζιά της ήταν ολοστρόγγυλα σαν ώριμα πεπόνια.
Μας πρότεινε να έρθουμε την επομένη να εργαστούμε ως σερβιτόροι στο εστιατόριο.

Πήγαμε στην πλαζ για μπάνιο. ΄Ηταν εκεί πολλά σώματα, τριζάτα και χυμώδη, αλλά και σώματα γεροντικά και μαραγκιασμένα.
Την προσοχή μας τράβηξαν δυό ξανθιές γαλλίδες. Τις πλευρίσαμε. ΄Ηταν φοιτήτριες, γνώριζαν καλά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Είχαν έρθει να θαυμάσουν από κοντά τα αρχαία, να χαρούν τη θάλασσα και τον ήλιο.

Το βράδυ πήγαμε στην υπαίθρια ντισκοτέκ δίπλα στη θάλασσα. Αφήσαμε το ημιφορτηγό στο πάρκιν. ΄Ηταν εκεί σταθμευμένα τροχοφόρα όλων των τύπων, φορτηγά, τρακτέρ, μοτοσικλέτες, κλειστά φορτηγά ελαφρού φορτίου, νταλίκες, τζιπ, γιώτα-χι.
Προχωρήσαμε στο χώρο, στο κέντρο ήταν η πίστα χορού σκεπασμένη με φύλλα αμιαντοτσιμέντου βαμμένα στο χρώμα των κεραμιδιών. Γύρω-γύρω ήταν τα τραπέζια παραταγμένα κυκλικά. Παντού κόκκινες, κίτρινες, μπλε και πράσινες λάμπες, έριχναν λίγο φως στα πρόσωπα που διασκέδαζαν. Τα θεόρατα πλατάνια εμπόδιζαν το φως του φεγγαριού να φθάσει μέχρι τα τραπέζια.
Παραγγείλαμε μπύρες. Τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην πίστα όπου το πλήθος χόρευε. ΄Ηταν ορεσίβιοι νεαροί αγρότες, τουρίστες, στρατιώτες, δημόσιοι υπάλληλοι, νοικοκυρές, φοιτητές... Ταλαντεύονταν στο ρυθμό της μουσικής, ντούκου, ντούκου, ντούκου..., τα φώτα άναβαν, έσβηναν, και άναβαν πάλι και ξανάσβηναν, ατέλειωτα πολύχρωμα.
Μόλις η μουσική άλλαξε σε αργό ρυθμό πήγαμε στην ακρογιαλιά. Ξαπλώσαμε δίπλα στο κύμα. Εκεί όλοι οι θόρυφοι και οι φωνές καλύφθηκαν από το ρόχθο της θάλασσας.

Το πρωί πήγαμε στο ξενοδοχείο.  Ο προϊστάμενος του εστιατορίου, ένας τύπος κοντός με φάτσα ποντικού, μας οδήγησε στο υπόγειο στην αποθήκη. Από το ντουλάπι έβγαλε μαύρα παντελόνια και λευκά πουκάμισα. Μας είπε να τα φορέσουμε. ΄Ηταν στολές για γκαρσόνια, αλλά δεν έκαναν για μας, ήμασταν αδύνατοι, τα ρούχα ήταν για χονδρούς.
Ο προϊστάμενος μας είπε ν΄αγοράσουμε ενδύματα εργασίας, λευκό υποκάμισο και  μαύρο παντελόνι, προς το παρόν μας επέτρεπε να σερβίρουμε με τα φθαρμένα τζιν που φορούσαμε.
Ανεβήκαμε στο εστιατόριο, τακτοποιήσαμε τα σερβίτσια για το πρωινό. Σε λίγο έφθασαν οι πελάτες. Σερβίραμε, κέϊκ, φέτες ψωμί, βούτυρο, αυγά βραστά και τηγανητά, μαρμελάδες, μέλι, καφέ, γάλα, τσάϊ, χυμούς φρούτων.
Οι δύο γαλλίδες μας ρώτησαν, καθώς έτρωγαν, γιατί δεν είχαν γίνει ανασκαφές στον Αχινό και στα Φάλαρα. Εμείς δεν ξέραμε να τους απαντήσουμε γι΄αυτό το θέμα, ενώ γνωρίζαμε ότι σε αυτές τις περιοχές υπήρξαν αρχαίες οχυρωμένες πόλεις.
Μόλις τελείωσαν όλοι το πρωινό, μαζέψαμε τα σερβίτσια, τινάξαμε τα τραπεζομάντηλα, σκουπίσαμε, σφουγγαρίσαμε. Πριν τελειώσουμε μας φωνάζουν να σερβίρουμε το γεύμα, ήταν ήδη μεσημέρι. Πιάτα, ποτήρια, φιάλες με νερό, μπύρες, κρασιά, αναψυκτικά, πιατέλες με φαγητά, σαλάτες, φρούτα, γλυκά, τα στρώσαμε στον μπουφέ. Πέρα-δώθε, μέσα-έξω. Είχαμε ξεθεωθεί από την κούραση. Μόλις έφαγαν όλοι οι πελάτες, ξανακάναμε την ίδια δουλειά αντιστρόφως. Είχαμε συμπληρώσει περισσότερες από οκτώ ώρες εργασίας. ΄Αμαθος όπως ήμουν ένοιωθα τα πόδια μου να μην με κρατούν, τ΄αυτιά μου βούιζαν.
Λέω στον προϊστάμενο : «Πέρασαν ήδη οκτώ ώρες, απορώ γιατί δεν ήρθε η επόμενη βάρδια!»
Ο προϊστάμενος χαμογελώντας : «Εδώ δεν είναι εργοστάσιο, δεν υπάρχει επόμενη βάρδια, εμείς είμαστε συνέχεια.»
Δεν γνώριζα τις συνθήκες εργασίας στα ξενοδοχεία, μόλις άκουσα τα λόγια του αναπήδησα.
Ζήτησα να δω τον Διευθυντή.
«Δεν αρνούμαι να εργαστώ υπερωρίες, αλλά θέλω να ξέρω με ποιές συνθήκες.»
Ο Διευθυντής : «Εδώ δεν έχουμε υπερωρίες, ξεκουραζόμαστε λίγο το μεσημέρι, μετά πιάνουμε δουλειά μέχρι αργά το βράδυ.»
Αποφάσισα να φύγω.
«Μα γιατί; είπε ο Διευθυντής, ο τουρισμός χρειάζεται υποστήριξη, θυσίες...»
Ο αδερφός μου ήθελε να μείνει. Πριν φύγω, πήγα να δω το δωμάτιο όπου θα κοιμόταν. ΄Ηταν στο υπόγειο, η μόνη επίπλωση του ένα σιδερένιο κρεβάτι με στρώμα.

Κατάκοπος έφθασα στο χωριό. Ο πατέρας μου διαφωνούσε με την αποφασή μου να τα παρατήσω από την πρώτη μέρα. Γκρίνιαζε : «Είσαι τεμπέλης, ίδιος ο μακαρίτης ο πατέρας μου.»
΄Επεσα αμέσως για ύπνο.

Ο ήλιος είχε βασιλέψει όταν με ξύπνησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ο αδερφός μου άλλαξε γνώμη, ήθελε να πάω στο ξενοδοχείο να τον πάρω.
Τον βρήκα παρέα με τις γαλλίδες. Θα έφευγαν την επομένη, οι διακοπές τελείωσαν.
Πήγαμε βόλτα στην ακρογιαλιά. Σουρούπωνε. Βαδίζαμε κατά μήκος της θάλασσας στο δρόμο με τις λεύκες. Η πανσέληνος αναδύθηκε κατακόκκινη μέσα από τη θάλασσα. Οι δύο ποδηλάτισσες, αυτές που είχαμε δει στην αρχή του καλοκαιριού, έκοβαν βόλτες συνέχεια.
Χωθήκαμε στον ελαιώνα, καθήσαμε κάτω από μιά γέρικη ελιά με πυκνό φύλλωμα. ΄Εβγαλα το σουγιά μου, γράψαμε τα αρχικά μας στον κορμό της. Τα τζιτζίκια γύρω μας τραγουδούσαν μανιωδώς, συνέχεια στον ίδιο ρυθμό, με επαναλήψεις και πολλαπλές παραλαγές, σαν να ήταν τα Βρανδεμβούργια κονσέρτα.

Τις επόμενες ημέρες πήγαμε για δουλειά στα δικά μας χωράφια με τις ελιές, καθαρίζαμε τα περιττά κλαδιά και χόρτα.
Τηλεφωνήσαμε στο εργοστάσιο ζωοτροφών, μας είπαν ότι δεν έφεραν ακόμη όλα τα εξαρτήματα.
Κάναμε εργασίες για συντήρηση των κτιριακών εγκαταστάσεων στο σπίτι και στην αποθήκη. ΄Οσα κεραμίδια είχαν μετατοπιστεί, τα στερεώσαμε στην κανονική τους θέση. Βάψαμε τις πόρτες, τα παράθυρα, την κληματαριά, τα κάγκελα του μπαλκονιού, ασβεστώσαμε τους τοίχους.

Δυό βδομάδες αργότερα άρχισαν οι εκδηλώσεις για τη ναυτική εβδομάδα. Τις οργανώνει ο Δήμος σε συνεργασία με τους συλλόγους των πολιτών. ΄Ομως επειδή οι ηγεσίες των πολλαπλών φορέων διαφωνούσαν μεταξύ τους για κομματικούς λόγους, κάθε οργάνωση προγραμμάτισε δικές της εκδηλώσεις.
Η ωραιότερη εκδήλωση του Δήμου ήταν η βόλτα με φέρρυ μπωτ την πρώτη μέρα των εκδηλώσεων. Από τα γύρω χωριά μαζεύτηκε το πολύχρωμο πλήθος στην προκυμαία. Απέναντι από το εστιατόριο του Ζαχαρία Λογοθετίδη έστησαν ένα τραπέζι για τα εργαλεία του παπά. Μπροστά στην εξέδρα των επισήμων ήταν παραταγμένο το άγημα των ναυτών. Μόλις έφτασε ο Νομάρχης, η μπάντα του Δήμου έπαιξε το δοξαστικό, μετά ο παπάς έβαλε ευλογητός. Στο τέλος του αγιασμού ο Δήμαρχος εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας και ταχύτατα όλοι ανέβηκαν στο πλοίο, πρώτα οι επίσημοι και μετά το πλήθος με γέλια και χαρούμενες φωνές. Η μπάντα έπαιζε εμβατήρια :

«...η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, δεν την σκιάζει φοβέρα καμμιά...»

Το πλοίο σηκώνει άγκυρες, με χαρμόσυνα σφυρίγματα γλιστράει στο Μαλιακό κόλπο. Από τα μεγάφωνα ακούγεται μουσική, στον μπουφέ είναι αραδιασμένοι ξηροί καρποί, γλυκά, μεζέδες και ποτά. Αγόρια και κορίτσια φλερτράρουν. Τα μικρά παιδιά χαρούμενα, με γέλια και φωνές, κινούνται από τη μιά άκρη του καραβιού στην άλλη, μπερδεύονται μέσα στο πλήθος, οι μανάδες τους τρέχουν αλαφιασμένες πίσω τους, οι γλάροι πετούν με θόρυβο ν΄αρπάξουν τις σαρδέλες που τους ρίχνουν οι ναύτες.

Οι εκπρόσωποι των συλλόγων οργάνωσαν συναυλία με λαϊκή τραγουδιστρια ειδικά προσκεκλημένη απο σκυλάδικο των Αθηνών :

«...γιατί θες για πάντα να με χάσεις και πικρά πολύ πικρά να κλάψεις...»

Η κεντρική πλατεία και οι γύρω δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο, όσοι δεν χόρευαν χτύπαγαν παλαμάκια στο ρυθμό της μουσικής, έπιναν μπύρες, κρασιά, αναψυκτικά.

Πέρασε το καλοκαίρι και ήρθε το φθινόπωρο. Μαζεύαμε πράσινες ελιές, όταν έγινε η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Είχαμε το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου ανοιχτό αλλά η ώρα προχωρούσε, δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε εάν είχε πει ήδη τις σχολές που είχα δηλώσει. Μέχρι αργά το απόγευμα δεν καταφέραμε ν΄ακούσουμε εάν ήμουν ανάμεσα στους  επιτυχόντες.
Το βράδυ στο χωριό οι γείτονες μας είπαν πως άκουσαν το ονομά μου, άλλοι έλεγαν πως δεν άκουσαν τίποτα.
Την επομένη θα μάθαινα με βεβαιότητα από τις εφημερίδες.

΄Εβλεπα πως είχαν βγει τα αποτελέσματα και είχα αποτύχει.
Ο αδερφός μου έλεγε : «Παλιομαλάκα, πήρες μπουκάλα πάλι, και με μούτζωνε.»
Ο πατέρας μου : «Χαραμοφάη, δεν κατάφερες τίποτα, ετοιμάσου να πας χωροφύλακας, δεν έχεις άλλη επιλογή.»
Η μάνα μου με δακρυσμένα μάτια : «Γιατί δεν διάβαζες; όλα πήγαν χαμένα.»
Οι χωριανοί : «Πλατσικοκέφαλε, πήρες τον πούλο πάλι, καλά να πάθεις!»
Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα. Είχε ξημερώσει. Πήγαμε στη Στυλίδα. Αγοράσαμε εφημερίδα και με χτυποκάρδι αρχίσαμε το ψάξιμο.

΄Ηρθε η μέρα να φύγω. Η μάνα μου κλαίει, ετοιμάζει τα πραγματά μου. Ο πατέρας με συμβουλεύει να προσέχω τις παρέες μου, να μην συχνάζω σε μπουρδέλα, να μην ανακατευτώ σε πολιτικές οργανώσεις. Φορτώνουμε τις βαλίτσες στο κόκκινο Datsun, ξεκινάμε για τη Στυλίδα απ΄όπου θα πάρω το λεωφορείο του ΟΣΕ για Αθήνα. Οδηγεί ο πατέρας μου, το αυτοκίνητο προχωρεί μέσα στον ασημένιο ελαιώνα. Ανεβασμένος στην καρότσα κοιτάζω τις γέρικες ελιές, τα μέρη που περπάτησα απ΄άκρη σ΄άκρη και δεν μιλώ καθόλου.
Φθάνουμε στο πρακτορείο, στο καφενείο του Κουφά. Ο πατέρας μου και ο αδερφός μου παραγγέλνουν καφέ και παγωτό, η μάνα μου γλυκό του κουταλιού.
Πηγαίνω βόλτα στον ερειπωμένο σταθμό του τραίνου. Περπατώ στις γραμμές κρατώντας την ισορροπία μου όπως όταν ήμουν μαθητής στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου.
Σε λίγο φθάνει το λεωφορείο. Ο οδηγός βάζει τις βαλίτσες στο χώρο των αποσκευών.
Ο πατέρας δακρυσμένος, η μητέρα κλαίει, τους χαιρετώ κι ανεβαίνω.
Το λεωφορείο φέρνει γύρω την πλατεία, μπαίνει στην εθνική οδό αναπτύσσοντας ταχύτητα.
Πίσω η πόλη ολοένα απομακρύνεται, ώσπου χάνεται μέσα στο γκριζοπράσινο χρώμα της ελιάς και της θάλασσας.




Ο Πραγματογνώμων

  Μετά την πρωινή συνεδρίαση του ιατρικού συμβουλίου, ο γιατρός Σαμουήλ Λαζενές με προσκαλεί στο γραφείο του και σαν να βλέπω στο προσωπό το...